Πολεις

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Λέγαμε χθες να μη μας παίρνετε τηλέφωνο, και αναγκαζόμαστε να το ξαναπούμε και σήμερα για να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ναι, δεν μας αρέσει το τηλέφωνο έτσι κι αλλιώς, είναι πράγμα δυσοίωνο, βρομάει γραφείο τελετών και μπαούλο που έχει χρόνια να ανοιχτεί. Ναι, είναι κατιτί παλιό, παλαιικό, τελείως δεκαετία τού ’70: κάπως αναπτυχθήκαμε από τότε, εξελιχθήκαμε, δεν έχουμε πια μεμβράνες ανάμεσα από τα δάχτυλα, δεν κάνουμε μπάνιο κάθε Σαββάτο. Ναι, στα γραπτά κανείς μπορεί να είναι σαφής — στα προφορικά, πάλι, λίγοι το μπορούν. Ναι, επίσης στα γραπτά κείμενα κάποιος μπορεί να μην αερολογεί και να τελειώνει μιαν ώρα αρχύτερα. Στο τηλέφωνο δεν μπορεί να το κάνει: στο 65% της διάρκειας μίας κλήσης θα λέει κατά 85% βλακείες και «έεε… έεε…» ή το πιο σύνθετο «εεάαα…» Αλλά πέραν αυτών. Πέραν όλων αυτών: τα 9 στα 10 τηλεφωνήματα είναι έτσι κι αλλιώς ΕΝΤΕΛΩΣ άχρηστα. Όχι «μπορούσαν να ήταν ιμέιλ». Μπορούσαν να ήταν ΑΕΡΑΣ ΚΟΠΑΝΙΣΤΟΣ, μπορούσαν να ήταν γιαούρτι με 2% λιπαρά, μπορούσανε να είναι ενοικιαζόμενα πατίνια πεταμένα στη θάλασσα. Είναι απλώς άχρηστα. Τα μόνα χρήσιμα τηλεφωνήματα γίνονται έτσι κι αλλιώς μεταξύ αγνώστων: με τον μάστορα, με τον γιατρό κλπ. Γι’ αυτό, ξαναλέμε, κόφτε το. Είναι τόσο ΥΕΝΕΔ. «Θα σε πάρω να τα πούμε». Μη σώσεις.

* * *

Εχθές στο σιντριβάνι έκατσα έχοντας χτυπήσει άσχημα το πόδι μου προηγουμένως. Το κλασικό: το μικρό δάχτυλο του ποδιού, στο τραπεζάκι. Μιλάμε για πόνο τώρα, όχι αστεία… Έκατσα, τέλος πάντων, βόλεψα τον σκυλάκο μου, έβγαλα τη μαϊμού Crocs σαγιονάρα και άρχισα να το τρίβω (δεν είχε πολύ κόσμο ένα γύρο, ευτυχώς), κάνοντας και κάτι αναπνοές που ξέρω, πολύ ειδικές για την καταπολέμηση του πόνου. Και τότε, από το πουθενά, συνοδεία μιας ουράνιας συμφωνικής μουσικής, σκέφτηκα ότι ο Τραμπ θα χάσει, ή μάλλον άσε τον Τραμπ, ξέχνα τον αυτόνανε — σκέφτηκα ότι ένα random χοντρό λιπαρό αηδιαστικό βδελυρό σεξιστικό ομοφοβικό αμόρφωτο ανθρωπόμορφο γουρούνι θα χάσει. (Και μετά την ήττα θα ’χουμε βέβαια άλλα βιβλία). Και ο πόνος —με ένα φλύαρο ριφ κάπου μέσα από τα σύννεφα— γκρίζαρε και έφυγε, σαν να διαλύθηκε σε οινόπνευμα, οπότε, ανακουφισμένος πια και χαμογελώντας, χαϊδολόγησα τον σκυλάκο μου πίσω από τα αυτιά και στο σβέρκο, και μετά συνέχισα το βιβλίο μου από εκεί που το ’χα αφήσει: σελίδα 31. Αλλά τελικά ήταν κακό. Ή, τέλος πάντων, όχι για μένα.

* * *

Προφανώς και το τι νιώθουν οι συγγραφείς δεν ενδιαφέρει κανέναν στον κόσμο, αλλά σκεφτείτε ίσως κι αυτό: διαβάζοντας με το στανιό ώς το τέλος ένα βιβλίο που δεν σας αρέσει, που δεν σας πάει, που δεν σας ικανοποιεί, που δεν σας αυτώνει τα αυτά, που, που, που, είναι σαν να πάτε στο σπίτι του χριστιανού που το έγραψε και να του πείτε κατάμουτρα ενώ εκείνος, έντρομος, θα έχει μισάνοιχτη την πόρτα, «Ο μόνος λόγος που δεν το πήγα ακόμα στην ανακύκλωση είναι αυτή η ανόητη ιδεοψυχαναγκαστική μου συνήθεια να τελειώνω τα βιβλία. Αλλά μην ανησυχείς: δεν πέρασε η σκουπιδιάρα ακόμα, θα προλάβω».

* * *

Έγραφα για τη μικρή πορεία μου στις εφημερίδες προχθές, και έγινε κάποιος λόγος ανάμεσα σε φίλους για την εποχή εκείνη, και τους ανθρώπους της. Από τους πολλούς συναδέλφους διορθωτές στα 80s, θυμάμαι δύο. Ο ένας ήταν ο Πέτρος Κυπριωτέλης, φίλος, μέντορας και δάσκαλος. Γεννήθηκε στον Βόλο το 1935, και μέχρι τα 28 του δούλευε στις τοπικές εφημερίδες: δημοσιογράφος, και όλα τα άλλα. Το 1963 κατέβηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά («Νίκη», «Ημέρα», «Άλφα», «Φαντασία», «Φαντάζιο», «Χόμπυ») σαν συντάκτης ύλης και διορθωτής, και για 30 ολόκληρα χρόνια στη «Βραδυνή» — συν άλλα 10 στη «Μεσημβρινή». Παράλληλα, έφτιαξε τις Εκδόσεις Πύλη, όπου έβγαλε 30 βιβλία. Το ένα από αυτά ήταν το «Άκου, ανθρωπάκο». Εξέδωσε και ένα-δυο περιοδικά για τον Βόλο και το Πήλιο. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο άλλωστε ήταν Πέτρος Πήλιος. Έβγαλε και μια βραχύβια (πιο βραχύβια δεν γίνεται) εφημερίδα. Ήταν η πρώτη και μοναδική εφημερίδα των διορθωτών. Και, σαν τέτοια, όφειλε να έχει λάθος στον ίδιο της τον τίτλο. Λεγόταν «Το Λάθως». Κυκλοφόρησε μόνο ένα φύλλο. Ο Κυπριωτέλης ήταν θηριωδώς κατηρτισμένος σε χίλια δυο πράγματα, με ογκώδη μόρφωση, πάρα πολλά βιβλία στο μυαλό του, βαρύτιμα ελληνικά, και ακατασίγαστο πάθος για τη γλώσσα. Έμαθα όσα μπόρεσα κοντά του, γιατί βέβαια μαθαίνουμε όσα μπορούμε εμείς, όχι όσα έχει να μας δώσει ο δάσκαλος. Πέθανε το 2021. Πολύ πιο πριν όμως πέθανε ένας άλλος συνάδελφος διορθωτής στις εφημερίδες. Κάναμε αρκετή παρέα τότε στη «Μεσημβρινή», και μια φορά πήραμε και το λεωφορείο μαζί —γύρευε για πού—, αν και θυμάμαι πως δεν μιλήσαμε καθόλου στη διαδρομή. Δυστυχώς, έχω ξεχάσει το όνομά του. Μπορεί να τον λέγανε Δημήτρη. Ήταν ήσυχος και μοναχικός πολύ, όπως όλοι οι διορθωτές, και όπως —υποθέτω— οι περισσότεροι σκακιστές. Γιατί ήταν και σκακιστής, πολύ δυνατός, και έπαιρνε μέρος σε όλα τα τουρνουά στο Πανελλήνιο, στο Νέον και όπου αλλού γίνονταν. Επίσης τέρας γνώσεων, θυμόταν απέξω όλες τις παρτίδες που παίχτηκαν ποτέ, αλλά και την ετυμολογία όλων των ελληνικών λέξεων, ακόμα και πέρα από τα σανσκριτικά, ίσως μέχρι την πρωτογλώσσα. Πέθανε όμως πολύ νέος, κι όταν πεθαίνουμε όλα αυτά χάνονται, πάνε, γίνονται αέρας ή κάτι πολύ πιο αραιό κι από τον αέρα. Τι να πεις.

* * *

Τα ειδησεογραφικά σάιτ δεν διαβάζονται. Σχεδόν όλα, το μόνο που κάνουν είναι να αναρτούν κόπι-πέιστ τις ειδήσεις που τους έρχονται από το Πρακτορείο. Δεν αλλάζουν λέξη, ποτέ, είναι κανόνας, αλλιώς θα πάρει φωτιά το σάιτ και θα απαχθεί από εξωγήινους ο χιλιοστός μοναδικός αναγνώστης της ημέρας. (Αυτό το «μοναδικοί αναγνώστες» μπορεί να μου ψήσει τον εγκέφαλο κάποια στιγμή που θα με πιάσει off guard). Πλάκα κάνουμε, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν άτομα να τις αλλάξουν τις λέξεις, συνήθως ένα παιδί όλο κι όλο δουλεύει βάρδια στη ροή ειδήσεων —δεν υπάρχουν λεφτά για παραπάνω, πάνε αυτά, last decade—, και συχνά ο καημένος δεν έχει τα φόντα να γίνει συντάκτης, το βλέπεις στο πρόσωπό του, στα ρούχα του, στη σελίδα του στο LinkedIn). Στο μεταξύ οι μισές ειδήσεις είναι μη ειδήσεις. Σκέτος θόρυβος. «Ρωσία: Κρατούμενοι σκότωσαν τους φρουρούς και πήραν ομήρους σε φυλακή». Nooo!

 * * *

Δεν μπορώ να εμπιστευτώ έναν άνθρωπο με γκρίζα κοτσίδα, εκτός κι αν τον συναντήσω στη Μοντάνα, ή στη Βόρεια Ντακότα, ή στην Αλάσκα — να ’ναι κανονικός Ινδιάνος δηλαδή. Native. Αν τον δω στη γειτονιά μου, με τη σχετική μισή φαλάκρα, το επίσης σχετικό σκαμμένο μούσι, το πουκάμισο μέσα από τη ζώνη παρά την μπόλικη κοιλιά, το άχρηστο μπάκπακ που ζυγίζει σαράντα κιλά μονίμως κρεμασμένο στην πλάτη, και τα μαλλιά δεμένα σε κοτσιδάκι με το λάστιχο, σόρι όχι. ΥΓ. Άσχετο, αλλά μ’ αυτούς όλους τους ανθρώπους συνήθως δεν έχετε κανέναν κοινό φίλο, ή άντε έναν-δύο, ενώ αν πας στη φωτογραφία προφίλ τους θα δεις ότι την κοσμούν κατά καιρούς με όλα τα στίκερ τού εκάστοτε συρμού: Support art workers, SOSte TO NERO, ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ κλπ.

* * *

«Περπάτησα μέχρι τον χώρο στάθμευσης. Οδήγησα γύρω από τα τσιμεντένια εμπόδια, ένας Βόπο έριξε μια τυπική ματιά στο διαβατήριό μου και ένας στρατιώτης σήκωσε την ερυθρόλευκη ριγέ μπάρα. Προχώρησα με το αυτοκίνητο στο Ανατολικό Βερολίνο. Στον σταθμό της Φριντριχστράσε υπήρχε πολύς κόσμος. Άτομα που γύριζαν σπίτι τους από τη δουλειά, που πήγαιναν στη δουλειά ή που απλώς είχαν αράξει περιμένοντας να συμβεί κάτι. Έστριψα δεξιά στην Ούντερ ντερ Λίντεν – όπου οι μοσχολεμονιές ήταν από τα πρώτα θύματα του ναζισμού· η παλιά Καγκελαρία του Βίσμαρκ ήταν ένας ιστός αράχνης από σκουριασμένα ερείπια απέναντι από το μνημειακό κτίριο, όπου δύο πρασινοντυμένοι φρουροί με λευκά γάντια κινούνταν με το βήμα της χήνας, λες και ανέμεναν την επιστροφή του Βίσμαρκ». Len Deighton, «Αποστολή στο Βερολίνο» (μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης, Εκδόσεις Κλειδάριθμος).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα