Πολεις

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Εσωστρεφείς. Δεν αγαπάμε τα τηλεφωνήματα. Δεν είμαστε ηλεκτρολόγοι. Δεν θέλουμε να μας καλούν. Δεν καλούμε κανέναν, ποτέ. «Αν το τηλέφωνό σου δεν χτυπάει, είμαι εγώ». Αυτό είναι το μότο μας.

* * *

Στο σιντριβάνι έρχονται πολλοί τύποι ανθρώπων, και ένας από αυτούς είναι ο υπερπροστατευτικός γονιός. Ή, έστω, υπερπροστατευτικός με τον νου του. Αναφέρομαι κυρίως σε αυτούς τους μπαμπάδες και τις μαμάδες που μιλούν συνέχεια στο παιδί τους, το νουθετούν, του δείχνουν τι να κάνει και τι να μην κάνει, του εξηγούν τι θα συμβεί εάν ολοκληρώσει εκείνη ή την άλλη ενέργεια που έχει στο μυαλό του, όπως ας πούμε το να προχωρήσει ένα βήμα ακόμη, ή να στρίψει προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά — πράγματα θανάσιμα συνήθως, άκρως επικίνδυνα τέλος πάντων, και σίγουρα αποκαρδιωτικά. Ακούραστοι, πραγματικοί βράχοι, δεν κλείνουν καθόλου το στόμα τους, δεν περιορίζονται από τίποτε ούτε αποσπώνται από κανέναν περισπασμό, έχουν τα μάτια, τα αυτιά και το στόμα επικεντρωμένα στο παιδί τους, σπάζοντας τα νεύρα του, μαζί και με τα νεύρα όποιου άλλου χριστιανού κάθεται εκεί στο πεζούλι, αποκαμωμένος από τη ζέστη και από ακόμη μία μέρα που έκατσε βαριά στους ώμους του.

* * *

Όχι οι πιο καλές ταινίες από καταβολής κόσμου, αλλά οι 30 ταινίες που έχω δει εγώ πιο πολλές φορές από όλες τις άλλες, και που εξακολουθώ ακόμη να τις βλέπω (μαζί και με τα σίκουελ, τα πρίκουελ, τα ριμπούτ κλπ. κλπ. σε όσες έχουν τέτοια), είτε ψάχνοντάς τες κάθε φορά μία-μία είτε οργανώνοντας μίνι οικιακά φεστιβάλ κάθε χρόνο: «Οι επτά σαμουράι» (“Seven Samurai”, 1954) ¤ «Αλφαβίλ» (“Alphaville”, 1965) ¤ «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» (“The Good, the Bad and the Ugly”, 1966) ¤ «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών» (“Night of the Living Dead”, 1968) ¤ «Άγρια συμμορία» (“The Wild Bunch”, 1969) ¤ «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» (“The Texas Chainsaw Massacre”, 1974) ¤ «Τα σαγόνια του καρχαρία» (“Jaws”, 1975) ¤ «Ο Πόλεμος των Άστρων» (“Star Wars”, 1977) ¤ «Στενές επαφές τρίτου τύπου» (“Close Encounters of the Third Kind”, 1977) ¤ «Η νύχτα με τις μάσκες» (“Halloween”, 1978) ¤ «Άλιεν: Ο επιβάτης του διαστήματος» (“Alien”, 1979) ¤ «Μαντ Μαξ» (“Mad Max”, 1979) ¤ «Στάλκερ» (“Stalker”, 1979) ¤ «Μανχάταν» (“Manhattan”, 1979) ¤ «Παρασκευή και 13» (“Friday the 13th”, 1980) ¤ «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» (“Escape from New York”, 1981) ¤ «Το καταραμένο άσμα» (“The Evil Dead”, 1981) ¤ «Οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού» (“Raiders of the Lost Ark”, 1981) ¤ «Μπλέιντ Ράνερς: Ομάδες εξόντωσης» (“Blade Runner”, 1982) ¤ «Η απειλή» (“The Thing”, 1982) ¤ «Κόναν ο Βάρβαρος» (“Conan the Barbarian”, 1982) ¤ «Κριστίν» (“Christine”, 1983) ¤ «Ο Εξολοθρευτής» (“The Terminator”, 1984) ¤ «Εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες» (“A Nightmare on Elm Street”, 1984) ¤ «Μπλε βελούδο» (“Blue Velvet”, 1986) ¤ «Ο Κυνηγός» (“Predator”, 1987) ¤ «ΡόμποΚοπ» (“RoboCop”, 1987) ¤ «Hellraiser» (1987) ¤ «Ατίθαση καρδιά» (“Wild at Heart”, 1990) ¤ «Στο στόμα της τρέλας» (“In the Mouth of Madness”, 1994). Βαριά κουλτούρα, όπως καταλαβαίνει εύκολα κανείς… Τις είκοσι από αυτές τις έχω κάνει και μπλουζάκι, που τα συναλλάσσω. It’s my thang.

* * *

Αν και θιασώτες της ατελεύτητης προόδου, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως στο σινεμά κανένα σίκουελ δεν μπορεί να είναι ανώτερο του πρωτοτύπου ακόμη και αν είναι σαφώς καλύτερη ταινία. Στην τέχνη γενικά —όπου ψάχνουμε με το λυχνάρι ιδέες που δεν έχουν πολυχρησιμοποιηθεί—, οφείλουμε σεβασμό στον δάσκαλο που είχε μια κατά το δυνατόν Πρωτότυπη Ιδέα.

 

* * *

Τη δεκαετία τού ’80 το πάρκο απέναντι από τη ΧΑΝΘ, στον σημερινό Ξαρχάκο, λεγόταν στην πιάτσα Πρεζά. Στα καλιαρντά πρεζαντέ είναι η πιάτσα. Για κάποιο λόγο ο τόνος αναβιβάστηκε κάποια στιγμή, και η λέξη έγινε πρεζάντε. Και η επίσημη πιάτσα, το πάρκο, ονομάστηκε Πρεζά. Είναι το μεγάλο πάρκο απέναντι από τη ΧΑΝΘ που ξεκινά απέναντι από την Έκθεση και φτάνει χαμηλά μέχρι τη λεωφόρο, για να ανακοπεί από την άσφαλτο και να συνεχιστεί κατόπιν στην παραλία, αριστερά από το Βασιλικό Θέατρο και μέχρι το άγαλμα του Αλέξανδρου, μικρότερο βέβαια εκεί από το επίσημο Πρεζά και με άλλη, πιο καθαρή φυσιογνωμία, ήδη από τότε. Το 1980, κατεβαίναμε στο κέντρο με τον φίλο μου τον Χ.Γ., από τη γειτονιά μας στα ανατολικά, δύο χρόνια ήδη, και πάντα με τα πόδια. Η διαδρομή διαρκούσε σαράντα λεπτά πάνω-κάτω. Το πάρκο δεν ήταν ο μοναδικός προορισμός μας βέβαια, αλλά κάθε φορά ήταν ο τελικός. Συχνά φτάναμε μέχρι σχεδόν το λιμάνι, στον Ερυθρό Σταυρό και τα πέριξ, που πολλά χρόνια μετά θα τα μάθαιναν όλοι σαν Λαδάδικα, αλλά που τότε ακόμη ήταν επικίνδυνα και σκοτεινά, και γεμάτα θαύματα· γυρίζαμε στην Αριστοτέλους και στην Τσιμισκή, ανεβαίναμε στο πατάρι του Τόττη ή αράζαμε στο Αχίλλειο· μπαίναμε δειλά στα μπαρ πίσω από την Τσιρογιάννη, ή στο Santé της Μητροπόλεως, ή στη Σελήνη πίσω από το Κρατικό και στο ταβερνείο από κάτω της, όπου καθόμασταν μέχρι να μας διώξουν. Πιο μετά, εκείνα τα μαγαζιά θα γίνονταν τα στέκια μου. Ό,τι και να κάναμε πάντως, είτε για πολύ είτε για λίγο, στο τέλος πάντα καταλήγαμε στο Πρεζά. Για να μιλήσω μόνο για μένα, το νυχτερινό μικροσύμπαν του πάρκου, μαζί με ένα-δυο σκοτεινά μπαρ της πόλης και μια χούφτα ακόμη πιο σκοτεινούς ανθρώπους που είχε τύχει να γνωρίσω, ήταν —πέρα από τα βιβλία και το σινεμά— το πιο κοντινό σ’ αυτό που είχα μέσα μου και μ’ έκαιγε. Δεν ήξερα να το προσδιορίσω ακριβώς, και πιθανότατα δεν το επιχείρησα καν ποτέ μου στα σοβαρά. Ωστόσο ήταν εκεί, κάπου στο στήθος και στην κοιλιά μου, σκοτεινό και κρύο, θανάσιμο σαν ναρκοπέδιο, μακριά και έξω από τα παραδεκτά και οικεία, σοβαρό και αστείο μαζί, μελαγχολικό και αστραφτερό, και αποζητούσε να εκφραστεί με κάποιον τρόπο, που τότε δεν τον ήξερα ακόμη, αν και κάπως τον υποπτευόμουν. Επίσης: ήταν κάτι που δεν το ήξεραν, ή δεν το ήθελαν, και οπωσδήποτε δεν το έκαναν οι άλλοι, οι πολλοί. Κι αυτό με συνάρπαζε ακόμη περισσότερο. Με αυτά σαν δεδομένα, κατέληξα να βλέπω το πάρκο σαν το αστικό ισοδύναμο της λογοτεχνίας και του σινεμά που με ενθουσίαζαν τότε. Με έκανε να ανατριχιάζω και να καταλαβαίνω κάπως αυτό που ήταν η ζωή και που θα μπορούσε, ίσως —υπό προϋποθέσεις σαν κι αυτές—, να γίνει ο εαυτός μου: ένας προορισμός. Μια καλλιτεχνική πινελιά, μια εικαστική εγκατάσταση και μία ατελείωτη περφόρμανς μαζί, φτιαγμένη από μυστικά, παρανομία και φόβο. Νομίζω πως αυτό το τελευταίο στοιχείο —ο φόβος, ο κίνδυνος— ήταν το πιο καταλυτικό. Καταλάβαινα πως, για να μπορέσω να πατήσω με τα δικά μου βήματα, και ταυτόχρονα να με συνεπαίρνει αυτό, να μου φτάνει, έπρεπε να το κάνω περπατώντας σε σκοτεινούς δρόμους. Αλλιώς δεν θα ’χε αξία. Και πράγματι, όπως αποδείχτηκε, δεν θα μου έφτανε. Όμως όλα αυτά ήρθαν πιο μετά. Εν πάση περιπτώσει. Με τον Χ. πρώτα οικειοποιηθήκαμε απλώς τον χώρο για έναν άλλο λόγο, εντελώς διαφορετικής φύσεως. Για τα ζώα. Στο πάρκο ήταν φυλακισμένα υπό άθλιες συνθήκες καναδυό δεκάδες αγρίμια. Και υπέφεραν. Αν εξαιρούσες τις πάπιες που τριγυρνούσαν μάλλον ανενόχλητες ανάμεσα στα πόδια σου, κάποιες νευρικές χήνες που απειλούσαν με κραυγές τους επισκέπτες, και δυο παγόνια που είτε επιδείκνυαν την ουρά τους στα χωμάτινα μονοπάτια είτε ανέβαιναν για να κουρνιάσουν σαν άρπυιες πάνω στον μεγάλο πλάτανο κοντά στη διπλή σειρά των κλουβιών, όλα τα άλλα πλάσματα που κρατούνταν εκεί ζούσαν άθλια, και αποτρελαμένα. Ήταν ένα κοπάδι μαϊμούδες. Δυο αρκούδες. Δύο λύκοι. Και ένας αετός. Αυτός ο αετός καθόταν όλη την ώρα στην κορυφή ενός ξύλινου στύλου, δεμένος με μια βαριά αλυσίδα από το πόδι, μέσα σε ένα κλουβί λίγο μεγαλύτερο από τηλεφωνικό θάλαμο. Έτρεμε η καρδιά σου που τον έβλεπες έτσι ακίνητο σαν βαλσαμωμένο εκεί πάνω. Οι λύκοι πάλι φυτοζωούσαν στα δικά τους χαμηλά κλουβιά, κοιτώντας σε μέσα από τις σκιές σαν φαντάσματα. Άθλιοι και μίζεροι, και σίγουρα όχι περήφανοι λύκοι πια. Ούτε καν σκυλιά. Όσο για τις αρκούδες, αυτές διέθεταν έναν κάπως μεγαλύτερο χώρο, κάτι σαν περιφραγμένη τσιμεντένια αυλή, με μία ξύλινη φωλιά στη μια άκρη της για να κοιμούνται. Ήταν όλα τους φρικτά και ψωραλέα ζώα, πεινασμένα, τρελά και παραλογισμένα. Μία από τις αρκούδες έκανε διαρκώς κύκλους γύρω από τον εαυτό της, ενώ η άλλη ήταν κατατονική και ανέκφραστη. Οι λύκοι έτρεμαν, ήταν πετσί και κόκαλο, και η γούνα τους έλειπε σε σημεία-σημεία. Παντού υπήρχαν ακαθαρσίες — οι καθαριστές έμπαιναν εκεί μέσα μόνο κάθε Παρασκευή, πράγμα που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με καθόλου. Με τον Χ., εξετάζαμε διαρκώς το ενδεχόμενο της απελευθέρωσής τους. Της απελευθέρωσης όλων των ζώων, εννοώ. Δεν περνούσε από το μυαλό μας τι θα τους συνέβαινε έξω —προφανώς θα πέθαιναν πριν καν συλληφθούν εκ νέου—, ενώ δεν είχαμε καν κάποιο σχέδιο για το πώς θα χειριζόμασταν οποιοδήποτε στάδιο της επιχείρησης. Απλώς θέλαμε να σπάσουμε τα λουκέτα των κλουβιών με μια πέτρα, να ανοίξουμε τις κλειδαριές με τον αρχαίο ψαράδικο σουγιά που κουβαλούσα διαρκώς στην τσέπη μου, να λιμάρουμε τις αλυσίδες τους με τα σκουριασμένα εργαλεία που είχε παρατημένα ο φύλακας στο σκοτεινό χαμόσπιτό του —εκείνη την άθλια καμπίνα από σανίδες πίσω από τον μεγάλο πλάτανο, όπου είχαμε μπει δεκάδες φορές συχνά κρατώντας τη μύτη μας— και να αφήσουμε τα ζώα να βγουν. Έτσι κι αλλιώς, τα πλάσματα εκείνα ήταν ήδη νεκρά, αν το καλοσκεφτόσουν. Τα συζητούσαμε όλα αυτά αργά το βράδυ, όταν είχε φύγει όλος ο κόσμος από το πάρκο, καθισμένοι o ένας απέναντι στον άλλο στα παιχνίδια του καρουζέλ. Εκείνα τα αυτοκινητάκια, τα διαστημόπλοια, τις άμαξες και τα αλογάκια που τα πρωινά της Κυριακής κουβαλούσαν πιτσιρίκια στις θέσεις και στις ράχες τους. Καπνίζαμε σκέτα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο, λέγαμε ό,τι μάς ερχόταν πρώτο στη γλώσσα χωρίς να το φιλτράρουμε, αφήναμε την καρδιά μας να γεμίζει ελπίδα και όμορφο μίσος, και αναρωτιόμασταν αν ο αετός μπορούσε άραγε ακόμη να πετάξει και αν θα έβρισκε ποτέ τον δρόμο για τα βουνά πιο πέρα, όπου θα μπορούσε ίσως να ζήσει ελεύθερος, έτσι και του κόβαμε εκείνη την αλυσίδα. Μήπως είχαν ατροφήσει οι φτερούγες του άραγε; Δεν μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι, αλλά ήταν πολύ πιθανόν. Γύρω μας κατακάθιζε ολοένα σε αόρατα στρώματα η μπόχα εκείνου του φριχτού ζωολογικού κήπου, μια μυρωδιά που δύσκολα έβγαινε από τα ρουθούνια σου, ενώ σχεδόν μπορούσαμε να ακούμε τον ήχο από τη μιζέρια, τη σκουριά και τα παλιά χρώματα που έσκαγαν πάνω στα γρανάζια και τις λαμαρίνες του μικρού, άθλιου λούνα-παρκ, με εκείνο το μελαγχολικό καρουζέλ, τις κούνιες στ’ αριστερά όπως έβγαινες για το σιντριβάνι, και τα μηχανοκίνητα παιχνίδια που δούλευαν με κέρμα λίγο παραπέρα, σαν ντεκόρ που ξέμεινε από ταινία τρόμου. [Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό διήγημα «Καρουζέλ», στον τόμο «Θεσσαλονίκη Νουάρ», Αρχέτυπο 2021].

* * *

«Και μέρα με τη μέρα η ζωή συνεχιζόταν. Υπήρχαν πολλοί και στην Ντ. και σ’ όλο το Ράιχ, που αδυνατούσαν να συμβιβαστούν με τα αμείλικτα γεγονότα. Όταν συνελήφθησαν και βασανίστηκαν οι πρώτοι πολιτικοί αντίπαλοι, όταν κάηκε το Ράιχσταγκ, όταν ο πληθυσμός εξαναγκάστηκε με ωμή βία να αναρτήσει τις μισητές σημαίες, όταν άρχισαν οι διωγμοί των Εβραίων και ρίχτηκαν τα βιβλία στην πυρά, πόσοι είχαν την ελπίδα ότι κάτι θα συμβεί. Οτιδήποτε. Ότι ίσως κάποιοι θα έμπαιναν στη μέση και δεν θα παρακολουθούσαν άπραγοι το δίκαιο και την ελευθερία και το πνεύμα να κακοποιούνται, ή ίσως ότι ακόμη και η ίδια η φύση θα πρόβαλλε αντίσταση απέναντι σε αυτά τα παρά φύσιν γεγονότα. Ωστόσο, δεν συνέβη τίποτα. Όπως η καρδιά συνεχίζει να χτυπάει, ακούραστα και ακατάπαυτα, στη χαρά και στη λύπη, έτσι και η μία ώρα ακολουθούσε την άλλη και η μία μέρα την άλλη, έτσι θα συνέχιζε και ο χρόνος να κυλάει κανονικά, ώσπου... Ναι, ώσπου κάποτε, ίσως να συνέβαινε κάτι». Karl Alfred Loeser, «Ρέκβιεμ» (μετάφραση Βασίλης Τσαλής, Εκδόσεις Κλειδάριθμος).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα