- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Βλέπω έναν γείτονα χθες με το μωρό του στο καροτσάκι, είπαμε τα τυπικά, κοιτάξαμε σαν τσομπάνηδες τον ουρανό για να δούμε αν θα βρέξει, αναρωτηθήκαμε και φωναχτά, «Θα βρέξει;» και τελικά εκείνος λέει, «Βέβαια δεν έχει σημασία τι καιρό κάνει τώρα, φυσιολογικό είναι, καλοκαίρι έχουμε, το θέμα είναι ο καιρός τον χειμώνα». Τον κοιτάω ανέκφραστα — και τι να πω. «Ναι», επιμένει εκείνος, ενώ και το μωράκι του, ένα αγοράκι δέκα μηνών, ξύπνησε και τον κοιτούσε συνοφρυωμένο, «έχεις παρατηρήσει ότι δεν χιονίζει πια;» Έκανε μία παύση για να δει αν τον παρακολουθώ, «Ναι», του λέω, «πράγματι». «Ναι… Και το παν είναι το χιόνι, ξέρεις. Εκεί παίζονται όλα». Συμφώνησα κουνώντας το κεφάλι, τράβηξα τον σκύλο μου που μύριζε το καροτσάκι του μωρού, και προχωρήσαμε πιο κάτω. Το χιόνι, λοιπόν. Καλώς. Νά και ένα βίντεο με πάνω από τρεις ώρες χιόνι (εικόνα + ήχος) για να το εμπεδώσουμε.
* * *
Είχα κάνει μια αγορά πέρυσι τέτοιο καιρό. Το μπουφάν που φορούσαν ηθοποιοί και συνεργείο στο Star Wars V: «Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται» (1980). Εννοείται όχι το αυθεντικό, υπάρχουν λίγα και τα βρίσκει κανείς στο eBay σε κάτι αστρονομικές τιμές. Ούτε την περιορισμένη έκδοση που κυκλοφόρησε η Columbia δυο-τρεις δεκαετίες μετά. Αλλά μια τίμια ρέπλικα made in Pakistan. Είχα δώσει κάπου 80 ευρώ, περίμενα το πακέτο κάνα δίμηνο, αλλά άξιζε και τον χρόνο και το χρήμα. Όπως άξιζε και η αναμονή μέχρι να πιάσουν τα κρύα. Αλλά, το θυμάστε; Τελικά τα κρύα δεν κράτησαν. Το φόρεσα όλο κι όλο καμιά δεκαριά μέρες. ΟΛΟ τον χειμώνα.
* * *
Προχθές λέγαμε για εκείνη την επιμέλεια (ουσιαστικά: το ξαναγράψιμο) μιας μετάφρασης που έκανα, που εντέλει τιμήθηκε και με το κρατικό βραβείο — το οποίο παρέλαβε ο μεταφραστής, χωρίς να αναφέρει τίποτε στον σύντομο ευχαριστήριο λόγο που έβγαλε. Ό,τι έγινε, έμεινε μεταξύ μας: σπολλάτη. Μερικοί φίλοι, καλοί συνάδελφοι αλλά και άλλοι, που έχουν επίσης πολλές παρόμοιες ιστορίες να αφηγηθούν, ενοχλήθηκαν φανερά, και είναι λογικό. Κάποια από τα λόγια που είπαν με συγκίνησαν πολύ. Ωστόσο, έτσι πάει η ζωή. Κανείς χτίζει πολύ συχνά την καριέρα του πάνω στη δουλειά άλλων, και δεν τον νοιάζει ούτε στο τόσο. Η επιμέλεια των μεταφράσεων τα έχει αυτά. Εκείνη, πάλι, που είναι διαφορετική δουλειά, μα άλλο τόσο άξια, είναι η διόρθωση. Έχω να πω τόσο πολλές ιστορίες, που πελαγώνω και μόνο στη σκέψη. Όμως την πιο καλή κουβέντα για τη διόρθωση την έχει πει ο ποιητής και αρθρογράφος Παντελής Μπουκάλας, επί πολλά χρόνια διορθωτής στην Άγρα. Δεν βρήκα τα ακριβή του λόγια, κι εγώ δεν θα το πω καλά, αλλά πήγαινε κάπως έτσι: «Η διόρθωση είναι σαν τον γύψο σε ένα σπασμένο μέλος: απαραίτητος μέχρι να γίνει καλά, άχρηστος και για πέταμα μόλις αποκατασταθεί το κόκαλο». Ξαναλέω, το είπε πολύ καλύτερα.
* * *
Διορθώσεις βέβαια δεν γίνονται μόνο στα βιβλία. Γίνονται και στα περιοδικά και ασφαλώς στις εφημερίδες. Ή έστω γίνονταν, και μάλιστα σε πολύ υψηλό επίπεδο. Ένα διάστημα, παλιά, πολύ παλιά, κάπου εκεί το ’87, φλέρταρα με την ιδέα να πιάσω μόνιμη δουλειά στις εφημερίδες: συνολικά, αυτή η περιπέτεια δεν κράτησε πάνω από ένα εξάμηνο όλο κι όλο. Για την ακρίβεια, δούλευα διορθωτής, και μάλιστα διορθωτής σε δύο εφημερίδες: το απόγευμα προς το βράδυ στη Μεσημβρινή, και το βράδυ μέχρι αργά τη νύχτα στη Βραδυνή. Με άλλα λόγια, ανέβαινα το απόγευμα πάνω από του Απότσου στα ωραία γραφεία τής Μεσημβρινής, και όταν τελείωνε η βάρδια κατηφόριζα στη Ζήνωνος, έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα στη Λένορμαν, στις πιο «κλασικές» εγκαταστάσεις τής Βραδυνής, εκεί όπου τέσσερα χρόνια πριν είχε δολοφονηθεί ο Τζώρτζης Αθανασιάδης — μάλιστα, οι συνάδελφοι στην αρχή νόμιζαν ότι ήμασταν συγγενείς· δεν ήμασταν. Όπως διαφορετικές ήταν οι εφημερίδες, και στο στήσιμο και στην προβολή των θεμάτων και στα θέματα που προέβαλλαν, και φυσικά στον τρόπο που τα προέβαλλαν, έτσι διαφορετικά ήταν και τα δύο τιμ των διορθωτών. Ή, καλύτερα, έμοιαζαν διαφορετικά. Στη μεν Μεσημβρινή είχαμε ένα τεράστιο δωμάτιο μακριά από τους συντάκτες, πολύ ήσυχο, με ένα μοντέρνο τραπέζι συσκέψεων που χωρούσε άνετα δέκα ανθρώπους. Σε κάθε βάρδια πρέπει να ήμασταν τέσσερις ή πέντε. Και δουλεύαμε πάνω σε ρολά της φωτοσύνθεσης (για τους λίγους που ξέρουν ακόμη τι σημαίνει αυτό). Η ατμόσφαιρα, αν και —επαναλαμβάνω— μοντέρνα, ήταν κάπως σφιγμένη, κάπως πολύ κουλτουριάρικη, κάπως βαριά επαγγελματική. Ο ιδανικός χώρος με άλλα λόγια για να ψαρώσει κανείς. (Πράγμα απαραίτητο σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά και σε άλλες, όπως ο στρατός). Πάνω στο τραπέζι έβρισκες μόνο τα καλύτερα λεξικά. Η δουλειά μοιραζόταν ισομερώς, ενώ κάθε διορθωτής είχε τους δικούς του συντάκτες και τις δικές του στήλες. Πού και πού έμπαινε ο Πασαλάρης, για να ρωτήσει κάτι —μια ορθογραφία, κάτι τέτοιο—, ή απλώς για να τονώσει το ηθικό της ομάδας. Στη Βραδυνή, πάλι, το «γραφείο» των διορθωτών δεν ήταν γραφείο, καθώς δεν υπήρχαν καθόλου γραφεία για το προσωπικό. Ήταν ένας τεράστιος χώρος, ένας ολόκληρος αχανής όροφος γεμάτος κόσμος και διάφορα τιμ συντακτών, τεχνικών και άλλων, που χωρίζονταν μεταξύ τους από χαμηλά διαχωριστικά από γυαλί, κάτι σαν κουφώματα αλουμινίου με τζάμι — ένας πραγματικός λαβύρινθος. Οι πάντες άκουγαν τους πάντες εκεί μέσα, η ατμόσφαιρα ήταν όπως στις ταινίες με αμερικάνικες εφημερίδες στα 70s. Και όχι μόνο αυτό. Αντί για φωτοσύνθεση, υπήρχαν κάτι ΙΒΜ εκτυπωτές «ακίδος», που έκαναν έναν τρομερό θόρυβο όταν τύπωναν τα δοκίμια. (Εννοείται, τα δοκίμια ήταν χύμα, δεν έβλεπες αυτό που θα τυπωνόταν — πρωτόγονα πράγματα, αλλά μεταξύ μας: ωραία). Και, ξαναλέω, όλοι εκεί μέσα φώναζαν, από το παιδί για τους καφέδες μέχρι τον διευθυντή — όλοι, διαρκώς· αλλιώς δεν μπορούσε να βγει η εφημερίδα. Οπότε, η διόρθωση γινόταν μέσα σε πανδαιμόνιο. Εμείς οι διορθωτές καθόμασταν στο εσωτερικό ενός τετράγωνου πάγκου φορτωμένου με κάπου ένα τόνο χαρτί, στον οποίο έμπαινες σκύβοντας και κάπως μπουσουλώντας — όπως μπαίνει ο μπάρμαν πίσω από το μπαρ, αλλά πιο ξαπλωτά. Ακόμα και οι καρέκλες ήταν σαραβαλιασμένες, και μάλλον καμία δεν είχε ροδάκια. Παρ’ όλα αυτά, όλοι τις τσουλούσαν, με κάποιον τρόπο. Έτσι έμαθα κι εγώ να τις τσουλάω, καθώς δεν μας ένοιαζε να χαραχτεί το πάτωμα, ήταν σκέτη πλάκα, τσιμέντο, ή κάτι τέτοιο. Δούλεψα λοιπόν έξι μήνες περίπου εκεί, διπλοβάρδια, και είμαι ευγνώμων για εκείνο το εντατικό εξάμηνο. Έμαθα πολλά από τους συναδέλφους τόσο της μίας όσο και της άλλης εφημερίδας, καθώς και οι μεν και οι δε ήταν σπουδαίοι — τιτάνες. Αλλά τα πιο πολλά τα έμαθα την πρώτη-πρώτη μέρα της δουλειάς μου στη Βραδυνή. Ήταν μια Δευτέρα βράδυ, και είχε γίνει η κλήρωση του Λαϊκού Λαχείου. Οπότε χούφτωσε ένας συνάδελφος ένα μάτσο δοκίμια και μου τα πέταξε λέγοντάς μου, «Η κλήρωση, μικρέ. Δουλειά για τα πρωτάκια. Τελείωνέ τη γρήγορα γιατί τυπώνουμε νωρίς σήμερα. Α, και κοίτα μην κάνεις κάνα λάθος, γιατί ένας παλιά έκανε, και αυτοκτόνησε ένας φουκαράς εξαιτίας του. Τον νου σου, καημένε, μη μας κλείσεις το μαγαζί». Παίρνω λοιπόν τα δοκίμια εγώ, τα στρώνω μπροστά μου, βάζω αριστερά και το πρωτότυπο από τον ΟΠΑΠ ή όπως λεγόταν τότε η εταιρία που έκανε τις κληρώσεις, άναψα τσιγάρο, και άρχισα να αντιπαραβάλω τους αριθμούς. Τώρα, εγώ είμαι καλός διορθωτής, και καλός διορθωτής ήμουν και τότε, κι ας είχα μικρή πείρα. Δεν θα έκανα λάθος, με τίποτα. Αλλά με τάραξε εκείνος ο επικεφαλής του γραφείου των διορθωτών με τον τύπο που κρεμάστηκε επειδή νόμιζε ότι έκανε την καλή, αλλά που τελικά κέρδισε μόνο το αμορτί, οπότε είπα, «Άσε μην έχουμε κι άλλα τέτοια…» Κι έτσι διάβασα και ξαναδιάβασα τους αριθμούς και τα ποσά που κέρδιζαν, μαζί με τις σειρές και τα λοιπά, από δέκα φορές τουλάχιστον, μέχρι να είμαι απολύτως σίγουρος ότι δεν θα είχα κανένα κρίμα στον λαιμό μου. Δεν μου είχε ξεφύγει κανένα λάθος. Άφησα λοιπόν το κόκκινο στιλό μου κάτω ξεφυσώντας κρυφά, και άναψα ένα τσιγάρο ακόμα — όλοι καπνίζανε τότε, αν δεν κάπνιζες δεν έπιανες δουλειά σε εφημερίδα. «Τελείωσα», τους λέω. «Κιόλας;» μου λένε. «Ναι, αμέ», λέω. «Όλα σωστά, ρε;» «Φυσικά». «Ρε μπας και σου ξέφυγε τίποτα;» «Όχι», λέω, σηκώνοντας το φρύδι. «Γιά να δω», λέει ο επικεφαλής, ο προϊστάμενος, και μου παίρνει το δοκίμιο. Από κοντά, σηκώνονται και οι υπόλοιποι: γεροί διορθωτές, με τεράστια εμπειρία και τρομερές γνώσεις όλοι τους — θηρία. Και αρχίζουν, από την πρώτη στιγμή κιόλας, και σκάνε στα γέλια. Έμεινα εμβρόντητος εγώ — μα τι είχε γίνει; έφαγα κανέναν χριστιανό ακόμα δεν τυπώσαμε το φύλλο; Όχι, δεν είχα πάει να φάω κανέναν χριστιανό. Δεν είχα κανένα λάθος στους ΑΡΙΘΜΟΥΣ. Όμως μού έφεραν το δοκίμιο, κλαμένοι όλοι τους από τα γέλια, και μου έδειξαν την πρώτη-πρώτη αράδα. Εκεί που λέει, «Εκ της κληρωτίδος εξήχθησαν οι κάτωθι αριθμοί». Το βλέπω, δεν καταλαβαίνω. Το ξαναβλέπω — και τότε κατάλαβα. Τότε το είδα. Δεν έλεγε «Εκ της κληρωτίδος», έλεγε «Εκ της κλειτορίδος». Έγινα κατακόκκινος, σαν το παντζάρι. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Τι ρεζίλι! Και οι άλλοι βέβαια έσκασαν πάλι στα γέλια, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Εγώ είχα μείνει στήλη άλατος, μέχρι που ο προϊστάμενος ήρθε δίπλα μου, με χτύπησε στην πλάτη, και μου είπε, «Μην κάνεις έτσι. Σε όλους την κάνουμε αυτή τη φάρσα, και μά τον Θεό κανείς δεν το ’χει βρει ακόμη». Μου ’κλεισε το μάτι. «Κι εγώ την είχα πατήσει την πρώτη μέρα μου στη δουλειά». Αυτά. Εννοείται πως δεν πήρα καν χαμπάρι το σεξιστικόν του πράγματος εκείνη τη στιγμή, αν υπήρχε κάτι τέτοιο δηλαδή, και αν δεν ήταν όλο αυτό τίποτε περισσότερο από μία παρηχητική κασκαρίκα…
* * *
«Μια χαρά ανεχόμαστε τη σκέψη να σκοτώνονται οι γυναίκες απ’ τους άντρες μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκες. Εκτός αν είναι μικρά κορίτσια ή γηραιές κυρίες. Που θα πει ότι μια χαρά ανεχόμαστε τη σκέψη να πέφτει μια γυναίκα θύμα ενός άντρα όσο βρίσκεται σε ηλικία που μπορεί να είναι σεξουαλικά ενεργή. Ακόμα κι αν είναι παντρεμένη, ακόμα κι αν είναι μαμά, ακόμα κι αν είναι καλόγρια: απ’ τη στιγμή που μπαίνει στην εφηβεία μέχρι τα εβδομήντα πέντε της, είναι μια χαρά για θύμα. Επειδή είναι δυνάμει σεξουαλική, αυτός είναι ο λόγος, πιστεύω. Η κοινωνία κατανοεί τον δολοφόνο. Τον καταδικάζει, εννοείται. Αλλά πρωτίστως τον κατανοεί. Είναι κάτι δυνατότερο απ’ αυτόν. Είτε πρόκειται για τη γυναίκα του είτε για κάποια άγνωστη. Φαντάσου στη θέση των γυναικών που δολοφονούνται από άντρες να ήταν υπάλληλοι που δολοφονούνται απ’ τα αφεντικά τους. Η κοινή γνώμη θα ήταν αμείλικτη. Κάθε δυο μέρες, μια είδηση για κάποιο αφεντικό που σκότωσε κάποιον υπάλληλό του». Βιρζινί Ντεπάντ, «Αγαπητέ μαλάκα» (μετάφραση Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις Στερέωμα).
* * *