Πολεις

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Παγωτό τρώω μόνο στο καφενείο όταν μάς κερνάνε έναν μικρό πύραυλο στο τέλος, αλλά αναγνωρίζω πως είναι ο πιο άμεσος τρόπος να ξαναγυρίσεις για λίγο στην παιδική σου ηλικία: μια γλυκιά, κρύα χρονομηχανή. Εκεί στο σιντριβάνι, κάθε μέρα θα κάτσει κοντά μας κάποιος μόνος, με ένα παγωτό που θα φάει αργά αλλά και λαίμαργα μαζί, με ένα ύφος σαν να ξεφυλλίζει ένα παλιό, κιτρινισμένο άλμπουμ με φωτογραφίες, κοιτάζοντας ανά ένα λεπτό πάνω από τον ώμο του μη και τον βλέπει κανείς. Ένας ξένος, κάποιος γνωστός, ή ο σημερινός του εαυτός.

* * *

Στις διακοπές, κάποιοι φίλοι απ’ αυτούς που συνηθίζεις να μιλάτε τα πρωινά, χάνονται, δεν δίνουν κανένα σημείο ζωής για πολλές μέρες (μάλλον: πολλές φαίνονται σε εσένα, όχι σε κείνους), αποσυνδέονται και σβήνουν ψηφιακά. Είμαι βέβαιος πως, στην πραγματικότητα, ένα ποσοστό τους δεν έχουν πράγματι πάει σε ένα νησί, σε κάποιο παραθαλάσσιο χωριό, σε κάμπινγκ, στο βουνό, στο εξωτερικό ή οπουδήποτε αλλού, και αφήνουν απλώς αόριστα να νοείται στον κύκλο των φίλων και γνωστών πως είναι στα μπάνια. Προφανέστατα, δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερες διακοπές από αυτές: δεν είσαι πια διαθέσιμος ούτε για καλημέρα («Δεν είχε καλό σήμα»), ενώ ταυτόχρονα γλιτώνεις τη βάσανο της μετακίνησης, τη βάναυση αποκόλληση από τα πράγματά σου, όλα τα στραβά και ανάποδα που σχετίζονται με τις «πραγματικές» διακοπές. Είσαι στο σπίτι σου, μόνος, με τα παντζούρια μισοκατεβασμένα, το κλιματιστικό στο ρελαντί, με παλιές ταινίες, παλιά βιβλία, πολύ καρπούζι, και την καφετιέρα να δουλεύει υπερωρίες. Μα έτσι κι αλλιώς όλοι επιστρέφουν πια, κουβαλώντας στους ώμους αυτή την αναπόφευκτη μελαγχολία που αναδίδει το τέλος του καλοκαιριού. Όπως στο καζίνο, όσα μικροποσά και να κερδίσεις, στο τέλος κερδίζει το κατάστημα, όσες διακοπές και να πας, ή να προσποιηθείς επιτυχημένα πως πήγες, στο τέλος κερδίζει πάντα η ζωή.

* * *

Δεν υπάρχει βιβλίο (ή ταινία) που να μην αρέσει πολύ σε κάποιον, και δεν υπάρχει γνωστό βιβλίο (ή ταινία) που να μην αρέσει πολύ σε πολλούς. Υπάρχουν όμως κριτικές που καταφέρνουν να αμβλύνουν τη διάθεση κάποιου να αγοράσει αυτό το βιβλίο (ή να πάει να δει αυτή την ταινία) γεμίζοντας πίκρα το στόμα του. Δεν αντέχω τις ισοπεδωτικές κριτικές, και δεν θα κουραστώ να το λέω. Ο καθένας μας έχει τα δικά του γούστα, και σχεδόν κανενός το γούστο δεν έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος από του άλλου. (Το δε απαξιωτικό γούστο των χρηστών του διαδικτύου δεν έχει απολύτως καμία αξία, φύσει). Και να ’ναι καλά οι Άγγλοι που δεν χρειάστηκαν πάνω από τέσσερις λέξεις για να το εκφράσουν όλο αυτό: Piss on your chips. Είχα μια διπλή αφορμή για να το σκεφτώ (για πολλοστή φορά) την εβδομάδα που μας πέρασε: το «Alien: Romulus», την τελευταία προσθήκη στο franchise που ξεκίνησε το σκοτεινό ταξίδι του το 1979 και μας άλλαξε τη ζωή, και ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που μόλις τελείωσα. Αναφορικά με το «Romulus», εννοείται πως εδώ και μια βδομάδα, από την πρεμιέρα της ταινίας και μετά, γίνεται αυτό που έχουμε συνηθίσει πια με την πιτσιρικαρία τού fandom: κάμποσοι, νιώθουν μια ακατανίκητη, βίαιη ανάγκη, σαν κάτι να τους ξεσκίζει το στήθος, να κατεδαφίσουν ένα έργο τέχνης επειδή δεν χωράει στο σπίτι που με τόση φροντίδα έχτισαν: «0/10 for me garbage». Το φαινόμενο αφορά όλες τις σχετικές σειρές ταινιών, και βέβαια δεν θα γλίτωνε το Alien. Είναι πάντα ανατριχιαστικό πόσο ένας χαζούλης είναι ΤΟΣΟ σίγουρος ότι έχει καν δικαίωμα να μιλήσει για κάτι που, για να φτιαχτεί, χρειάστηκε η συνολική, πολυετής, συνεργατική δουλειά μερικών δεκάδων ανθρώπων. (Δεν μιλώ καν για τους εκατοντάδες, συχνά χιλιάδες, που δούλεψαν για να το ολοκληρώσουν όλο αυτό). Όσο για το αστυνομικό, είναι το «Τέλος ιστορίας» του A. J. Finn (μετάφραση Χρήστος Καψάλης, Εκδόσεις Ψυχογιός), που το τσάκισαν στο Goodreads. Παρ’ όλα αυτά, ήταν το βιβλίο που μου κράτησε ωραία συντροφιά όλη την τελευταία εβδομάδα. Κι εγώ σπάνια τελειώνω βιβλία. Κλασικότροπο και τόσο πρωτότυπο μαζί. Ας είναι. Είπαμε: Piss on your chips. Ή αλλιώς, για να το φωνάξουμε κι εμείς ακόμη πιο λακωνικά από τους Άγγλους: Ξεκουβάλα. ΥΓ. Νά και το timeline όλων των ταινιών Alien. Ωραία πράγματα.

* * *

Αν και τα σκυλιά ζουν μαζί μας τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια τώρα, δεν ήταν πάντα αυτό που λέμε «κατοικίδια». Στην αρχή, μάλιστα, ούτε τα ίδια τα σκυλιά ήθελαν να γίνουν κατοικίδια. Ή μάλλον, ούτε οι λύκοι. Γιατί οι πρώτοι «σκύλοι» ήταν λύκοι. Όλοι οι σκύλοι, όλες οι ράτσες, είναι άμεσοι απόγονοι των λύκων. Εκείνοι οι παλιοί λύκοι είχαν δει πως τα περίεργα, άτριχα ζώα που προχωρούσαν όρθια στα πίσω τους πόδια και έφτιαχναν μεγάλες, περίπλοκες φωλιές, τους πρώτους σταθερούς οικισμούς, έκαναν και κάτι άλλο ταυτόχρονα: πετούσαν μεγάλες ποσότητες εξαιρετικής τροφής σε ένα συγκεκριμένο μέρος έξω από τις φωλιές τους. Τα σκουπίδια των ανθρώπων ήταν πολύ πιο εύκολο «θήραμα» από τα ελάφια. Οπότε, επέλεξαν να φτιάξουν τη δική τους φωλιά κοντά σε εκείνο τον οικισμό. Από την άλλη, και οι άνθρωποι είχαν επιχειρήσει να εξημερώσουν κάποιους λύκους, γιατί είχαν με τη σειρά τους διαπιστώσει πως, σε αντίθεση με τους ίδιους, ήταν άριστοι κυνηγοί. Δεν ήταν δυνατόν: οι λύκοι επέλεγαν να πεθάνουν στην αιχμαλωσία παρά να κάνουν οποιαδήποτε παραχώρηση στον δίποδο εχθρό. Όμως τώρα, με τους σταθερούς οικισμούς και με την αυτόβουλη προσέλκυση αυτών των θηρίων, το πράγμα άλλαζε. Τώρα ήταν οι λύκοι αυτοί που έρχονταν στον άνθρωπο. Και κάποιοι από αυτούς δεν ήταν σαν τους άλλους. Κάποιοι διέφεραν. Στο εξής: σε κοιτούσαν στα μάτια. Κανένας λύκος δεν κοιτά στα μάτια έναν άλλο λύκο — αν το κάνει, σημαίνει πως την επόμενη στιγμή θα του χιμίσει για να τον σκοτώσει κομματιάζοντάς του τον λαιμό. Τα σκυλιά όμως κάνουν ακριβώς αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: μας κοιτάνε. Στηρίζουν όλη τη σχέση μας μαζί τους στην οπτική επικοινωνία. Μας κοιτάνε και μας παρατηρούν συνεχώς. Και, κυρίως: μας κοιτούν κατάματα. Και δέχονται και το δικό μας κοίταγμα. Όλοι ανεξαιρέτως οι σημερινοί σκύλοι είναι απευθείας απόγονοι των κουταβιών με αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό. Ήταν εκείνα τα κουτάβια που πήραν από τις λυκοφωλιές οι δικοί μας παλιοί πρόγονοι. Κι αν έπρεπε να περάσουν πολλές-πολλές χιλιάδες χρόνια μέχρι τα σκυλιά μας να σταματήσουν να δουλεύουν —σαν κυνηγοί και σαν φύλακες κυρίως, αλλά και σαν στρατιώτες, και ιχνηλάτες, και χίλια δυο άλλα—, σήμερα τα περισσότερα σκυλιά δεν δουλεύουν. Ναι, κάποιοι είναι στην αστυνομία, και κάποιοι άλλοι υπηρετούν σαν διασώστες. Μια χαρά! Κάποιοι είναι therapy dogs, και κάποιοι οδηγούν τυφλούς. Υπέροχα. Και κάποιοι φυλάνε ακόμη πρόβατα. Όμως η συντριπτική πλειονότητα των κατοικίδιων σκύλων δεν χρειάζεται να κάνει καμία δουλειά. Κι αυτό είναι μία κατάκτηση της σχέσης ανθρώπου και σκύλου, και μια σαφέστατη ένδειξη προόδου. ΥΓ. Εννοείται πως δεν μιλάμε για χώρες όπως η Κίνα.

* * *

Το να χαζεύεις πώς αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι με τα σκυλάκια τους δεν είναι περισσότερο χρήσιμο από το να κοιτάς τον ουρανό μια συννεφιασμένη ημέρα. Αλλά είναι ταυτόχρονα μια τόσο ειρηνική, τόσο ωραία ασχολία. Σαν να διαβάζεις παλιά κόμικς.

* * *

«Τα κορίτσια είχαν διδαχθεί διαφορετικά. Οι άνθρωποι της Στσε πίστευαν ότι ο κύκλος γονιμότητας των γυναικών τις διευκόλυνε να μάθουν πότε και πώς να συλλαμβάνουν, κι έτσι και τα μαθήματα ήταν εύκολα. Οι εισαγωγικές τελετές των κοριτσιών ήταν γιορταστικές και στρέφονταν προς την εξύμνηση παρά προς την ντροπή, διεγείροντας προσμονή και όχι φόβο. Οι γυναίκες έλεγαν επί χρόνια στα κορίτσια, με επιδείξεις, τι θέλει ο άνδρας, πώς να τον κάνεις να σταθεί στο ύψος του, πώς να του δείξεις τι θέλει η γυναίκα. Κατά τη διάρκεια αυτής της εκπαίδευσης τα περισσότερα κορίτσια ρωτούσαν μήπως γινόταν απλώς να συνεχίσουν να εξασκούνται μεταξύ τους, και γι’ αυτό τα μάλωναν και άρχιζαν το κήρυγμα. Όχι, δεν γινόταν. Όταν θα άλλαζαν κατάσταση, θα μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν, όμως όλοι έπρεπε να περάσουν από “τη διπλή πόρτα” τουλάχιστον μια φορά». Ούρσουλα Κ. Λε Γκεν, «Πέντε δρόμοι προς τη συγχώρεση» (μετάφραση Χριστόδουλος Λιθαρής, Εκδόσεις Αίολος).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα