Πολεις

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Το σύμπαν σαν μια μεταφορά του ανθρώπινου σώματος. Γεννιέσαι από ένα Big Bang, εξαπλώνεσαι με το σώμα και τη φαντασία σου στα όριά σου —τα μόνα όρια που υπάρχουν—, και κατόπιν σταματάς τη θριαμβευτική σου επέκταση, αρχίζεις να συρρικνώνεσαι, ξαναγυρίζεις λίγο-λίγο πίσω, νικημένος από την εντροπία που από την πρώτη αρχή κουβαλούσες· μέχρι που σβήνεις, καμπουριασμένος. Το σκεφτόμουν σήμερα το χάραμα που τα πόδια μου δεν με πήγαιναν σ’ αυτά τα ρημάδια τα πέντε χιλιόμετρα τρέξιμο στην παραλία και έλεγα τι διάολο.

* * *

«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία στον κόσμο, πιστεύω, απ’ την ανικανότητα του ανθρώπινου νου να συσχετίσει όλα του τα περιεχόμενα το ένα με το άλλο. Ζούμε σε μια γαλήνια νησίδα άγνοιας, στη μέση των μαύρων ωκεανών του απείρου, και δεν είμαστε φτιαγμένοι για μακρινά ταξίδια. Οι επιστήμες, καθώς τραβά η καθεμιά προς τη δική της κατεύθυνση, δεν έχουν ακόμα προξενήσει μεγάλα δεινά στην ανθρωπότητα· κάποια μέρα όμως η συναρμογή αυτών των κατακερματισμένων γνώσεων θ’ αποκαλύψει τόσο αποτρόπαιες όψεις της πραγματικότητας και της περιδεούς μας θέσης μέσα σε αυτήν, που είτε θα παραφρονήσουμε είτε θα δραπετεύσουμε απ’ το φως για να βρούμε καταφύγιο στην ηρεμία και την ασφάλεια ενός νέου σκοτεινού μεσαίωνα». Η εναρκτήρια παράγραφος από το αριστουργηματικό «Κάλεσμα του Κθούλου» (εδώ στη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, από τις Εκδόσεις Δώμα), του γεννημένου σαν σήμερα, σπουδαίου Howard Phillips Lovecraft (1890-1937).

* * *

Δεν αντέχω πολλές κατηγορίες ανθρώπων, αλλά στο Top-5 μου είναι αυτοί που… κατηγορούν τον Λάβκραφτ για ξενοφοβικό, ρατσιστή κλπ., που τον μισούν, τον βρίζουν, και μας λένε να μην τον διαβάζουμε, ή να τον διαβάζουμε «κριτικά», ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. «Μα, δεν ήταν;» Ναι, ήταν. Ε και; Οι περισσότεροι στον καιρό του και στον τόπο του ήταν. Βασικά, οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι ακόμη και σήμερα. Λίγο-πολύ, όλοι μας είμαστε, κι ας σκίζουμε τα ρούχα μας στο σόσιαλ μίντια για το αντίθετο: δεν πείθουμε και πολλούς πλην κάποιων εκ των φίλων μας. Ο ίδιος, από την άλλη, σήμερα θα ήταν το πολύ κάτι σαν τον Ουελμπέκ. Κι αυτό γιατί ο Λάβκραφτ δεν υπήρξε «βιολογικός» ρατσιστής —ή όπως αλλιώς λέγεται αυτό—, αλλά «πολιτισμικός». Επαινούσε τη μόρφωση, και καταφερόταν το ίδιο απέναντι στους μαύρους, στους γερμανόφωνους, στους Ιταλούς, στους Ιρλανδούς (στους μισούς και βάλε Ευρωπαίους εντέλει), και σε οποιονδήποτε, Αγγλοσάξονα και μη, δεν είχε μεγάλη, στενή επαφή με την «υψηλή κουλτούρα», τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Ήταν ελιτιστής μέχρις αηδίας, και, όχι, δεν θα τον κάναμε φίλο — από κοντά. Βασικά, ο ίδιος δεν θα μας άνοιγε καν την πόρτα, ακόμη και αν ήταν να του πάμε το γάλα: δεν την άνοιγε σε κανέναν, δεν ΗΘΕΛΕ κανέναν, αποστρεφόταν τους πάντες και τα πάντα και ένιωθε τρόμο όποτε (σπάνια) ερχόταν σε πραγματική, φυσική επαφή με κανονικούς ανθρώπους, ακόμη και τους στενούς του φίλους. (Και λέγοντας στενούς του φίλους εννοούμε αυτούς με τους οποίους αλληλογραφούσε συχνά). Δεν ήταν καν εσωστρεφής: ήταν ο ορισμός της παθολογικής εσωστρέφειας. Δεν θα μας έκανε παρέα και δεν θα θέλαμε να τον κάνουμε κι εμείς παρέα, ναι· όμως θα τρέμαμε από συγκίνηση και δέος όταν (αν…) θα έφτανε μια επιστολή του στο γραμματοκιβώτιό μας. Όπως —αλλά για άλλους λόγους— θα έτρεμαν οι δικοί μας απόγονοι αν ΕΜΕΙΣ είχαμε πεθάνει τη δεκαετία του 1930, περιβεβλημένοι τα δώρα της εποχής. Φευ, δεν θα ήμασταν τα καλά και σούπερ προοδευτικά παιδιά που είμαστε τώρα… Κατά τα άλλα, όχι: δεν μπορεί να γίνει τίποτα για τις απόψεις του, λυπάμαι πολύ. Είναι αυτές που είναι, ΟΣΟ κι αν άλλαξαν μέσα στον χρόνο. (Ο νεαρός Λάβκραφτ και ο ώριμος Λάβκραφτ απέχουν παρασάγγας και πλέθρα δεκατέσσαρα, πράγμα που οι ορκισμένοι εχθροί του αποκρύπτουν). Αλλά τα διηγήματά του και οι νουβέλες του είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί ποτέ σ’ αυτή την κατηγορία του τρόμου που ο ίδιος εισήγαγε: τον Κοσμικό Τρόμο, αλλά και στο Horror εν γένει. Είναι πελώριος και πρωτοπόρος, όπως και να διαβάσει κανείς το έργο του. Μάλιστα, δεν θα υπήρχε καν αυτό το έργο αν ο ίδιος δεν ήταν τόσο τρελός για δέσιμο, τόσο μισάνθρωπος και κοινωνιοπαθής, με τόσο εύθραυστη υγεία, και τόσο μα τόσο φτωχός: ΔΕΝ θα υπήρχε αυτός ο φόβος του αγνώστου που σου κόβει τα πόδια, ΔΕΝ θα υποφέραμε μπροστά στην ιδέα και μόνο θεών παλαιότερων από το ίδιο το σύμπαν, ΔΕΝ θα μας έκοβαν το αίμα τα φρικτά ημιανθρώπινα υβρίδια που σέρνονται και πλατσουρίζουν στις σελίδες του, αφήνοντας υγρά χνάρια πάνω τους. Πλημμυρισμένος νευρώσεις που θα έκαναν έναν ψυχίατρο να σηκωθεί από την καρέκλα του και να χειροκροτήσει εκστατικός, κλεισμένος σε ένα σπίτι αλά Ψυχώ στο οποίο ζούσε με την επίσης μονίμως άρρωστη θεία του, διοχέτευσε όλη του την παράνοια στο λογοτεχνικό του έργο και στον Μύθο που μόνος του έπλασε. Ένα έργο που δώρισε στον Κύκλο του και, πλέον —τα κείμενα του Λάβκραφτ είναι public domain έτσι κι αλλιώς—, σε οποιονδήποτε θέλει να δοκιμαστεί σ’ αυτό. Το έργο του ΔΕΝ είναι «ρατσιστικό»: είναι τρομακτικό. Και πρωτοπόρο όσο κανένα. Στο δε corpus του Μύθου του έχουν συμβάλει με τις δικές τους ιστορίες δεκάδες αποδεδειγμένα μη ρατσιστές λογοτέχνες. Από τους καλούς ανθρώπους δηλαδή. Οπότε ας μην ανησυχείτε. ΥΓ. Κανένας βέβαια δεν θα τον υπερβεί. Ούτε θα τον φτάσει.

* * *

Ο μέσος άνθρωπος (εμείς δηλαδή) διαβάζει 250 λέξεις το λεπτό, ήτοι 15.000 λέξεις την ώρα. Δεδομένου ότι μία σελίδα βιβλίου χωρά περίπου 300 λέξεις, μέσα σ’ αυτή την ώρα μπορεί, επομένως, να διαβάσει 50 σελίδες. Ή, για να το πούμε αλλιώς, διαβάζοντας μόνο μία ώρα την ημέρα μπορεί να διαβάσει ένα χοντρό μυθιστόρημα σε 10 ημέρες. Ή τρία χοντρά μυθιστορήματα των 500 σελίδων έκαστο τον μήνα. Ή 36 χοντρά μυθιστορήματα των 500 σελίδων έκαστο τον χρόνο. Με πόσο; Με ΜΙΑ ΩΡΑ διάβασμα την ημέρα. Είναι μικρό χρονικό διάστημα η μία ώρα; Ναι, είναι. Αλλά είναι και πολύ. Γιατί δεν την έχουμε. Χρειαζόμαστε τουλάχιστον 5 ώρες την ημέρα για τα σόσιαλ, και 2-3 ώρες για τηλεοπτικές σειρές που έχουμε ξαναδεί. Ένα οχτάωρο πάει δηλαδή στις οθόνες. Συν άλλες οχτώ ώρες η δουλειά, συν άλλες οχτώ ώρες ο ύπνος, μας κάνουν είκοσι τέσσερις. Να μη μιλήσουμε και στο τηλέφωνο καμιά ωρίτσα; Να μιλήσουμε. Να μη μετακινηθούμε κιόλας από και προς τη δουλειά; Να μετακινηθούμε. Να μην μπούμε στο μπάνιο, να μην ετοιμαστούμε, να μην κάνουμε το ’να και τ’ άλλο; Να τα κάνουμε. Οπότε οι 24 ώρες φτάσαν μάνι-μάνι να γίνουνε 27-28, και να τείνουν προς το 30. Όπερ άτοπον. Με άλλα λόγια, ναι: δεν μπορούμε να βρούμε εκείνη την επιπλέον μία υπερπολυτελή ώρα για να διαβάσουμε το βιβλίο μας. Άλλωστε, οι περισσότεροι άνθρωποι (στην Ελλάδα) δεν διαβάζουν ποτέ, ούτε λέξη, από κανένα βιβλίο, σε ΟΛΗ τους τη ζωή. Εντάξει, συνήθως δεν είναι από αυτούς που τους λέμε καλημέρα. Αλλά ούτε και σε εμάς λένε όλοι οι υπόλοιποι καλημέρα — ψέματα; ΥΓ. Πράγματι, αυτή η ΜΙΑ ώρα φαίνεται πολύς χρόνος σε πολλούς ανθρώπους. Και για πολλούς είναι στ’ αλήθεια πολύς. Ας κόψουμε λοιπόν στη μέση αυτόν τον στόχο: αντί για 36 μεγάλα βιβλία τον χρόνο, των 500 σελίδων έκαστο, ας μιλήσουμε για 18 — για τα μισά. Άρα, αφιερώνοντας ΜΙΣΗ ώρα ημερησίως, 30 λεπτά όλα κι όλα, κανείς μπορεί να διαβάσει άνετα 25 μυθιστορήματα τον χρόνο, μέτρια, χοντρά και πολύ χοντρά. Πώς; Διαβάζοντας μισή ωρίτσα στο κρεβάτι του, πριν κοιμηθεί. Κλέβεις εκκλησία.

* * *

«Μα τα νερά της Σάντα Λουτσία ήταν μόνο για τους μυημένους, για όσους ξέρουν. Στην πραγματικότητα, το καράβι σταμάτησε πενήντα μέτρα από το πρώτο τσιμέντο, από τη λεία, μοναχική προκυμαία. Σταμάτησε, λοιπόν, το καράβι κι έτσι ακίνητο, ασάλευτο, έμεινε όλη νύχτα. Τούτα τα κύματα που πηγαινοέρχονταν, τούτη η αύρα της στεριάς, τούτο το κουρασμένο πέταγμα των γνώριμων πουλιών, τούτη η κιτρινωπή γραμμή στον ορίζοντα, τούτες οι πρώτες φωνές του πρωινού, τούτο το βλέμμα των περίεργων ολωσδιόλου το άγγιξαν και το καράβι έμεινε απαρασάλευτο όλη τη δύσκολη νύχτα και τις πρώτες ώρες της ημέρας που χάραξε, κι ήταν να αναρωτιέται κανείς: άραγε το Μαύρο Καράβι θα έμενε εκεί για πάντα, αν, φερειπείν, σταματούσε ο χρόνος; Κι ήταν να αναρωτιέται κανείς για τη φύση του, το φορτίο του, τους ναύτες του, τον καπετάνιο του, τη σημαία του, εκείνη τη σημαία που ήταν άφαντη, έτσι όπως άφαντο ήταν και τ’ όνομα του καραβιού στις παρειές του, το σήμα του πλοιοκτήτη, ο αριθμός νηολογίου, τίποτα, δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Η παρουσία αυτή κουβαλούσε δίχως αμφιβολία το σημάδι της απουσίας». Νικόλα Πουλιέζε, «Το Μαύρο Καράβι» (μετάφραση Δήμητρα Δότση, Εκδόσεις Loggia).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα