Πολεις

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Λέγαμε για τον Μπόρχες χθες, δηλαδή λέγαμε για τους λαβυρίνθους, χωρίς να τους κατονομάζουμε άμεσα. (Και για τις τίγρεις/γάτες, και για τους κρύους καθρέφτες, και για τη μνήμη, και για τη φιλολογία, και για τις γλώσσες, και για τους γκάουτσος, τα μαχαίρια και το μάτε, και για πολλά άλλα, ναι, αλλά κυρίως για τους λαβυρίνθους). Οι λαβύρινθοι δεν είναι συναρπαστικοί στον Μπόρχες —και στην πραγματικότητα—, είναι έντονα ανησυχαστικοί, και βέβαια μαγικοί. Έχεις καθήκον να τους φοβάσαι. Συναρπαστική είναι μονάχα η αίσθηση του αγνώστου που νιώθει κανείς όταν περιπλανιέται στα ελικοειδή μονοπάτια τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πού θα οδηγήσει κάθε στροφή. Ακόμα κι αν έχεις ξαναμπεί στον συγκεκριμένο λαβύρινθο, και είχες την τύχη να του ξεφύγεις, ξέρεις πολύ καλά ότι τόσο αυτός όσο και εσύ έχετε αλλάξει στο μεταξύ. Φυσικά το πρόβλημα με κάθε λαβύρινθο δεν είναι ούτε η έξοδος —ποιος νοιάζεται για δαύτη— ούτε η φιδοφωλιά των διαδρόμων: είναι το μονοπάτι που οδηγεί στο κέντρο του. Μια διανοητική πρόκληση, ένα ενδοσκοπικό ταξίδι, μια προσκυνηματική αναζήτηση αυτο-ανακάλυψης: ένα ταξίδι της ίδιας της ζωής, στο σκοτάδι. Κάθε βήμα προς τα εκεί οφείλει να είναι σκόπιμο. Οι λαβύρινθοι είναι όμορφοι, αλλά ποτέ κανείς τους δεν μπορεί να φτάσει σε ομορφιά το τέρας που κρύβουν στους πέτρινους διαδρόμους τους, καθώς όλοι τους οδηγούν σ’ αυτό το υγρό κέντρο.

* * *

Ο Μπόρχες είναι πολλά, πάρα πολλά, αλλά κυρίως είναι γοητευτικός. Αυτό που με τράβηξε τότε, μικρόν, στη ζωή του ήταν η γοητεία του. Με γοήτευαν τα πάντα επάνω του, μέσα και έξω από αυτόν. Νομίζω όλους αυτό μάς έλκει — και δεν μας αφήνει ποτέ, ακόμη κι αν ενηλικιωθούμε και τον εγκαταλείψουμε. Ή νομίζουμε πως τον εγκαταλείψαμε. Εν πάση περιπτώσει, πώς να αντισταθείς σ' αυτό το μοναδικό μωσαϊκό τής αριστοκρατικής φυσιογνωμίας με το λεπτό χαμόγελο, τη βαθύτατη πολύκλαδη γνώση, τον γλωσσικό πλούτο, τους αρχετυπικούς λαβυρίνθους, τις έξαλλες τίγρεις, τους μεθυσμένους γκάουτσος, τα βιαστικά μαχαίρια, τους παράλληλους καθρέφτες, τα βιβλία, τα φονικά, τους έρωτες, τους γρίφους, την τυφλότητα, το πανταχού παρόν κίτρινο, τον σκονισμένο κόσμο, την πελώρια πρωτοτυπία, το συγκλονιστικό ντύσιμο; Δεν μπορείς να αντισταθείς. Δεν αντιστέκεσαι. Και, εδώ, μια ασήμαντη υποσημείωση: Σε ένα βιβλίο μου, το ’96, διαπραγματεύτηκα το θέμα μιας «λογοτεχνικής γλώσσας» που δίνει, λέει, ζωή στους ήρωες των βιβλίων, εφόσον τη χρησιμοποιήσεις κατάλληλα. Όλοι αυτοί ζούσαν αιώνια, αδυνατώντας να πεθάνουν, σε ένα χωριό στο μέσον της μαροκινής ερήμου, κι εκεί «φύλακας» ήταν ο Μπόρχες. (Ήτοι: κάποιος έγραψε ένα κείμενο για τον ίδιο, οπότε δεν πέθανε ποτέ, ή την επινόησε, και έγραψε για τον εαυτό του ο ίδιος). Καλά ώς εδώ. Κάποια στιγμή, παρέθεσα στην αρχή ενός Κεφαλαίου μία παράγραφο γραμμένη σ’ αυτή τη γλώσσα. Χρησιμοποίησα έναν κώδικα — έναν απλό κώδικα που σπάει εύκολα, εφόσον όμως ξέρεις το βιβλίο από όπου είναι παρμένη μία συγκεκριμένη παράγραφος. Ξέχασα αυτό το βιβλίο, κι έτσι δεν μπορώ να σπάσω (εγώ, el hacedor, ή οποιοσδήποτε άλλος) τον κώδικα, δεν μπορώ να γράψω σ’ αυτή τη μαγική γλώσσα.

* * *

«Γράφω για εμένα, για λίγους φίλους και για να απαλύνω τη ροή του χρόνου», έλεγε ο Μπόρχες. Ωραίος. Μπράβο. Αλλά ο Μπόρχες ήταν ο Μπόρχες, ναι; Ή έστω κάποιος που του έμοιαζε, ή που τον υποδυόταν πειστικά. Οι συγγραφείς, παρά ταύτα, γράφουν για τους εξής τρεις και μόνο λόγους: Για το σεξ (ώς τα τριάντα). Για τη φήμη (από τα τριάντα ώς τα σαράντα-κάτι). Για το χρήμα (από τα σαράντα-κάτι και μετά). Με αυτά, άλλωστε, απαλύνεται η ροή του χρόνου.

* * *

Μία ομάδα νεαρών —ή περίπου— συγγραφέων —ή περίπου— θα αναλαμβάναμε, όπως είχαμε σχεδιάσει και συμφωνήσει, την υποτιθέμενη μετάφραση και έκδοση στα ελληνικά ενός επίτομου λογοτεχνικού εργοβιογραφικού λεξικού. Μέχρι εδώ καλά. Θα χρησιμοποιούσαμε σαν βάση ένα από τα (πολλά) αμετάφραστα λογοτεχνικά εργοβιογραφικά λεξικά τής αλλοδαπής, πράγμα μάλιστα που δεν θα αποσιωπούσαμε: θα αγοράζαμε κανονικά τα δικαιώματα του τόμου. Και μέχρι εδώ καλά. ΑΛΛΑ. Αλλά θα αλλοιώναμε το βιβλίο, με δύο τρόπους: προσθέτοντας έργα σε υπάρχοντα λήμματα, και προσθέτοντας απολύτως δικά μας λήμματα, με αναφορές στα άλλα (δηλαδή σε υπαρκτούς συγγραφείς), με πλήρη βιβλιογραφία κ.ο.κ. Έτσι, ο Μπαλζάκ, π.χ., θα βρισκόταν με καναδυό μυθιστορήματα παραπάνω, το ένα ίσως με βαμπίρ, ενώ κάποιος Σιγισμούνδος Ρόσερνταμ θα είχε εκδώσει μία περίφημη σειρά βιβλίων που στάθηκαν βασική πηγή έμπνευσης για, ας πούμε, τον Κάφκα. Εν πάση περιπτώσει, είχαμε καταστρώσει το σχέδιο καλά, είχαμε μοιράσει και την ύλη μεταξύ μας — μέχρι και κασέ είχαμε κάνει. Για να μην πω ότι είχαμε βρει και προσωπογραφίες κάποιων από τους φανταστικούς μας συγγραφείς, καθώς το βιβλίο θα ήταν και εικονογραφημένο. Προφανώς και ήταν ένα από τα πολλά σχέδιά μας που ναυάγησαν τότε, εκείνη την ωραία δεκαετία-δεκαπενταετία (ουσιαστικά: τα 90s). Καταφέραμε στο μεταξύ να υλοποιήσουμε αρκετές από τις άλλες ιδέες μας, μα όχι δυστυχώς και το παραχαραγμένο μας λεξικό, που σκοπό είχε να αλλάξει την Ιστορία της Δυτικής Λογοτεχνίας.

* * *

Με τον Αλέν Ντελόν μάθαμε να καπνίζουμε σωστά.

* * *

Ποτέ δεν θα γραφτεί μια ελεγεία για τους επιμελητές εκδόσεων. Ιδίως αυτούς που ξαναγράφουν τις μεταφράσεις. Πόσες καριέρες, όμως, μεταφραστών χτίστηκαν ακριβώς πάνω στις πλάτες επιμελητών. (Απάντηση: κάμποσες· και κάποιες βαριές). Μια μικρή ιστορία: Άρχισα να κάνω πολύ μεγάλες επεμβάσεις σε μια απαιτητική μετάφραση κλασικού μυθιστορήματος, στη σειρά κλασικής λογοτεχνίας της οποίας είχα την εποπτεία, την ευθύνη και τελικά τη διεύθυνση. Μετά από λίγες ημέρες επικοινώνησα με τον μεταφραστή για να του δώσω οδηγίες, καθώς έστελνε τμηματικά το κείμενο —ήταν ένα πολύ μεγάλο βιβλίο— και μπορούσε ίσως να σωθεί κάτι. Εκνευρίστηκε. Θύμωσε. Αρνήθηκε να συμμορφωθεί, καθώς ντράπηκε πολύ με αυτό το πράγμα που έστελνε. Καταρρακώθηκε. Συνέχισα, έτσι, τη δουλειά χωρίς να με βοηθήσει ούτε στο τόσο. Από ένα σημείο και μετά, αναγκάστηκα και (κυριολεκτικά) ξανάγραφα το κείμενο: δηλαδή δεν χρησιμοποιούσα πια το χειρόγραφό του για να γράφω ανάμεσα στις αράδες: δεν γινόταν, όσα χρώματα (και τα διέθετα όλα) και να χρησιμοποιούσα· μετέφραζα εξαρχής. Μετά από ένα χρόνο, τα κατάφερα και το τελείωσα. Δουλεύοντας όλα τα απογεύματα, και όλα τα Σαββατοκύριακα από το πρωί ώς το βράδυ. Τριακόσιες εξήντα μέρες στην έρημο. Πέρασαν ακόμη δύο μήνες για να τελειώσει η στοιχειοθεσία, να γίνουν οι διορθώσεις, να τρέχω στο μοντάζ και στο τυπογραφείο. Έκανα όπως πάντα και τη μακέτα του εξωφύλλου. Το βιβλίο εκδόθηκε, με τα πολλά. Βγήκε στην αγορά, πούλησε, διαβάστηκε, πήρε και κάμποσες κριτικές. Λίγους μήνες μετά, έλαβε το κρατικό βραβείο μετάφρασης. Πήγε και το παρέλαβε εκείνος, αν και δεν είχε καν διαβάσει το βιβλίο. Δεν είχε ιδέα γι’ αυτό. Δεν ήξερε τις λέξεις του. Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ.

* * *

Καλά τα βιβλία, καλές και οι ταινίες, αλλά τι θα ήταν η ζωή χωρίς overnight oats;

* * *

«Η εμφάνιση των φιλμ και η αποκάλυψη των αρνητικών εικόνων δημιουργούν έναν πειρασμό και μια μεταμέλεια. Διότι τα αρνητικά αυτά, κατά την εξέτασή τους στο φως, έχουν μια ασύγκριτη χάρη και είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι το τύπωμα που θα αποκαταστήσει τη θετική τους εικόνα ενέχει και μια υποβάθμιση. Ο πλούτος των αποχρώσεων και των λεπτομερειών, το βάθος τονισμών, η νυχτερινή φωτεινότητα που λαμπρύνει την αρνητική εικόνα, όλα αυτά θα ήταν μηδαμινά χωρίς την ξενότητα που δημιουργεί η αντιστροφή των ιδιοτήτων. Το ασπρομάλλικο πρόσωπο με τα μαύρα δόντια, το μαύρο μέτωπο και τα λευκά φρύδια, το μάτι με το ασπράδι του να μαυρίζει και την κόρη του να γίνεται μια μικρή φωτεινή τρυπούλα, το τοπίο με τα δέντρα του να διαγράφονται σαν φτερά κύκνου σε έναν μελανό ουρανό, το γυμνό σώμα, με τα τρυφερότερα σημεία του, τα πιο γαλακτερά, στην πραγματικότητα να γίνονται εδώ τα πιο σκιερά και μολυβένια, αυτή η διαρκής διάψευση των οπτικών μας συνηθειών φαίνεται να μας εισάγει σ’ έναν κόσμο αντεστραμμένο αλλά έναν κόσμο εικόνων – συνεπώς έναν κόσμο δίχως πραγματική κακοβουλία, ικανό ανά πάσα στιγμή να ξαναστηθεί όρθιος κατά βούληση, δηλαδή ακριβώς έναν κόσμο αντιστρεπτό». Μισέλ Τουρνιέ, «Ο βασιλιάς των ξωτικών» (μετάφραση Λίζυ Τσιριμώκου, Εκδόσεις Στερέωμα).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα