Πολεις

Κυριακή 18 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Νομίζω μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε σε ένα πράγμα: η μουσική σε εστιατόρια, ταβέρνες, καφενεία κλπ. πρέπει να καταργηθεί. Είναι ανώμαλο πράγμα, γελοίο, προνεωτερικό. Κανείς δεν ξέρει πώς ξεκίνησε αυτό το πρωτόγονο έθιμο, αυτή η καταστροφική συνήθεια —από τα πανηγύρια ενδεχομένως, αλλά και πάλι…—, όμως δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που δεν θα προτιμούσε να πιει δυο γουλιές κρασί, να κατεβάσει τρεις-τέσσερις μπίρες, να ανταλλάξει δυο κουβέντες με τους φίλους του, ή να απολαύσει ένα μπιφτέκι με πατάτες τηγανητές ή μια μερίδα μύδια σαγανάκι, ξεφυλλίζοντας ταυτόχρονα το βιβλίο του ή το κόμικς του έτσι και πήγε μοναχός του, χωρίς να ακούει κλαπατσίμπαλα. Στα μαγαζιά κάθεται κανείς για να ξεκουραστεί, να φάει, να συζητήσει κ.ο.κ., άντε και για να φλερτάρει, μα ασφαλώς όχι για να ενοχλείται από μουσικές και τραγούδια που κάποιος άλλος επέλεξε γι’ αυτόν. Τι γελοιότητα. Έτσι κι αλλιώς, στα καταστήματα εστίασης με τραπέζια, ΟΛΑ τα τραγούδια που ακούγονται, ΚΑΘΕ είδους, ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ προέλευσης, είναι ή καταντούν να γίνουν σκυλάδικα. Ας καταργηθούν με έναν νόμο, να τελειώνουμε. Μας αρκούν οι χαρούμενες συνομιλίες των συνδαιτυμόνων, το κουδούνισμα των ποτηριών, το ντιντίνισμα των πιρουνιών, τα κελεύσματα προς τα γκαρσόνια. Άμα θέλουμε μουσική, θα πάμε σε μπαρ ή σε κανονικό πανηγύρι: σε ζωοπανήγυρη μάλλον, να αγοράσουμε και καμιά αγελάδα, ή κατσίκες. Είναι καιρός να ανεβούμε στο επόμενο επίπεδο του πολιτισμού. Κλείστε το στέρεο, απαγορεύστε τη μουσική παντού, δεν ζούμε στην Υβοριανή Εποχή.

* * *

Σε κανέναν δεν φτάνει η άδεια. Σαν κύμα που σπάει στην ακτή και ξαναγυρνά στη δεξαμενή της θαλάσσης απ’ όπου ξεκίνησε όλο αψάδα και παραφορά, και όπου θα χαθεί για πάντα, οι αναμνήσεις από τις διακοπές σβήνουν και χάνονται την πρώτη κιόλας μέρα της επιστροφής στη δουλειά. Ή, ακόμα χειρότερα, επιζούν μεν αλλά γεμίζοντάς μας γουλιές δυστυχίας. Ναι, είναι δυσάρεστο: ας πούμε και μι’ αλήθεια, κι ας πέσει στο γιαλό. Πήγαμε στο καφενείο εχθές· δύο από τους βασικούς σερβιτόρους γύρισαν μαυρισμένοι απ’ τα νησιά, και είναι στα μαύρα πανιά. Αλί σε όσους επιστρέφουν — τρία χιπ-χιπ-χουρέι σε όσους δεν κάνουμε ποτέ διακοπές και δεν μας πτοεί, έτσι, κανένας γυρισμός στο μαγγανοπήγαδο.

* * *

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κυκλοφόρησαν κάτι μικρά βιβλιαράκια στην Ελλάδα, το «Βιβλίο της Άμμου» (μετάφραση Σπύρος Τσακνιάς, 1982, Νεφέλη), η «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας» (μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης, 1982, Ύψιλον), τα «Έξι προβλήματα για τον δον Ισίδρο Παρόδι» (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, 1984, Ύψιλον) και ο «Εβαρίστο Καριέγκο» (μετάφραση Τάσος Δενέγρης, 1984, Ύψιλον), και όλοι μιλούσαν μόνο γι’ αυτά. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο που να ενδιαφέρει κανέναν πλέον. Μόνο ο Μπόρχες. Θα ακολουθούσαν αρκετά ακόμη (ήδη το 1985 ο «Δημιουργός» και το «Εγκώμιο της σκιάς», πάλι σε μετάφραση του Δημήτρη Καλοκύρη από τις Εκδόσεις Ύψιλον, και κάμποσα ακόμη εδώ κι εκεί), αλλά αρκούσε το «Βιβλίο της Άμμου» για να μας στοιχειώσει ο τυφλός αρχιβιβλιοθηκάριος από το Μπουένος Άιρες, μια για πάντα. Ήταν τότε, διαβάζοντας για δεύτερη φορά αυτό το βιβλίο, που ήξερα πως έπρεπε ασφαλώς να μάθω ισπανικά, οπότε έψαξα για φροντιστήριο. Ήμουν τυχερός, γιατί, καθώς έκανα τη σχετική έρευνα (με τα πόδια και —ακριβώς— στην τύχη: ήταν 1984), είδα πως είχε ανοίξει μόλις ένα σχετικά κοντά στη γειτονιά μου, δέκα λεπτά από την Μπότσαρη, και εκείνες τις μέρες το έβαφαν. Για την ακρίβεια, την ώρα που περνούσα από έξω κρεμούσαν την ταμπέλα του. Το έλεγαν Θερβάντες. (Δεν είχε σχέση με το Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας, που ιδρύθηκε από το ισπανικό κράτος το 1991). Πήγα και γράφτηκα την αμέσως επόμενη ημέρα, κι ας ήταν να ξεκινήσουν τα μαθήματα κάμποσες εβδομάδες μετά. Στις εγγραφές ήταν μία κυρία, που λεγόταν Μαρία Χ. Με σπαστά ελληνικά, πήρε τα στοιχεία μου και κάτι τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που έβγαλα από την τσέπη, και, πριν φύγω, με ρώτησε γιατί ήθελα να μάθω ισπανικά. Κοντοστάθηκα και, χωρίς να κοκκινίσω, της είπα, «Για να διαβάσω τον Μπόρχες». «Ω», μου λέει, «ξέρετε τον Μπόρχες». Λέω, «Μα φυσικά, όλοι τον ξέρουν». «Μάλιστα. Και; Δεν σας αρέσουν οι μεταφράσεις;» «Οι…; Μα πώς, πώς, μου αρέσουν πολύ, είναι εξαιρετικές. Αλίμονο. Απλώς…» Όμως δεν ήξερα τι άλλο να πω. «Καταλαβαίνω», μου είπε εκείνη καθησυχαστικά. «Νομίζω το παθαίνουν πολλοί αυτό». «Να θαμπώνονται από τον Μπόρχες;» «Ναι». (Να τυφλώνονται, με διόρθωσε μια φωνή μέσα μου). Εκείνη αναστέναξε, και συνέχισε: «Ξέρετε», είπε, «δεν είμαι Ισπανίδα. Είμαι από την Αργεντινή. Έπρεπε όμως να φύγω από εκεί, για…» —ανασήκωσε τους ώμους— «…για οικογενειακούς λόγους. Μολονότι…» Σταμάτησε πάλι, και ήπιε μια γουλιά νερό. Περίμενα, με τρομερή αγωνία. Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε: «Ξέρετε, ήμουν η γραμματέας του», είπε. Σοκαρίστηκα. Αργότερα βέβαια έμαθα πως όλοι μας έχουμε ζήσει τέτοιες στιγμές δέους και περίεργων συμπτώσεων γύρω από τον Μπόρχες. Είναι κάτι συνηθισμένο. Εν πάση περιπτώσει, τελείωσα την εγγραφή μου, και πριν περάσει πολύς καιρός —κοντά στα Χριστούγεννα— άρχισαν και τα μαθήματα. Είχαμε μαζευτεί καμιά δεκαριά άτομα, διαφόρων ηλικιών. Η Μαρία Χ. —όπως αποδείχτηκε, ήταν η μοναδική καθηγήτρια, αν και μετά από μερικούς μήνες θα ερχόταν ακόμη ένας— μπήκε στην αίθουσα, μας καλησπέρισε, και είπε: «Αυτή είναι η τελευταία πρόταση που θα σας πω στα ελληνικά». Και άρχισε το μάθημα. Μέσα σε έξι μήνες, όσοι μείναμε στα μαθήματα μιλούσαμε ισπανικά με σχετική επάρκεια, ακόμη και στα διαλείμματα μεταξύ μας. Η Μαρία Χ., όπως μού είπε αργότερα, ήταν συνομήλικη και φίλη της Μαρίας Κοντάμα, και συνεργάτριά της για πολλά χρόνια. Εξ ου και η θέση που είχε αναλάβει. Έφυγε με μεγάλη στενοχώρια από το Μπουένος Άιρες… Έμαθα για τον θάνατο του Μπόρχες ενάμιση χρόνο μετά, όταν δούλευα σερβιτόρος στη Λέσβο. Μου το είπε ένας Ιταλός τουρίστας με τον οποίο κάναμε μεγάλες μεθυσμένες συζητήσεις, εγώ στα ισπανικά και εκείνος στη γλώσσα του, αποκλειστικά. Φρόντιζα κάθε βράδυ να μην παίρνει ποτέ μπαγιάτικο ψάρι: το διοχέτευα σε άλλα τραπέζια. Έτσι κάνουν οι φίλοι.

* * *

Όπως όλα τα παιδιά, έτσι κι εγώ είχα όλα τα βιβλία του Βερν από τις Εκδόσεις Αστέρος —όλα τους πολλές φορές διαβασμένα, με τις κουβερτούρες τους σκισμένες από τη χρήση: ο Βερν υπήρξε ο πιο φιλικός εξωγήινος στον πλανήτη—, και φυσικά τον «Φάρο στην άκρη του κόσμου». Και, όπως όλα τα παιδιά, έτσι κι εγώ ήθελα να γίνω φαροφύλακας όταν μεγαλώσω, και όχι μόνο από αυτό το βιβλίο του. Δεν τα κατάφερα, αν και ξέρω αρκετά καλά τη δουλειά: έχω διαβάσει, αν όχι όλα τα σχετικά μυθιστορήματα, σίγουρα τα βασικότερα. Κάποια μάλιστα από τα πιο σύγχρονα είναι και τρόμου. Οι φάροι μπορούν να γίνουν αδιανόητα τρομακτικοί, αλλά βασικά είναι σπουδαίοι, και όχι μόνο επειδή σώζουν τα πλοία. Είναι σπουδαίοι γιατί είναι μακριά από τις πόλεις, και ταυτόχρονα αυτάρκεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Εν πάση περιπτώσει, σήμερα είναι Παγκόσμια Ημέρα Φάρων, και 18 ελληνικοί φάροι θα είναι ανοιχτοί στο κοινό. Σίγουρα μια εκδρομή σε έναν από αυτούς δεν θα απογοητεύσει κανέναν αναζητητή, και καμιά οικογένεια Ροβινσώνων. Αξίζει μάλιστα να περιηγηθεί κανείς στο πανέμορφο σάιτ που έχει η ελληνική Υπηρεσία Φάρων. Θα γοητευθεί και θα μάθει πολλά. Μοναδικό!

* * *

«Ήταν εντυπωσιακό, κατά την πανδημία, το πώς δεχτήκαμε το κάλεσμα να μείνουμε σπίτι και να εφαρμόσουμε κοινωνική απομόνωση. Εκτός από κάποιους εκκεντρικούς, όλοι όσοι μπορούσαν το αποδέχτηκαν. Όμως, αν έχουμε την ικανότητα να ακούσουμε μια τέτοια εντολή, όλοι μαζί, και να παραμένουμε στο σπίτι, γιατί να μην έχουμε την ικανότητα να ακούσουμε την εντολή να σταματήσουμε να εκμεταλλευόμαστε τον πλανήτη; Να σταματήσουμε να καταστρέφουμε τα ποτάμια και τα δάση; Αυτή είναι μια αξία ανυπέρβλητη». Αΐλτον Κρενάκ, «Η ζωή δεν είναι χρήσιμη» (μετάφραση Ελένη Βλάχου, Εκδόσεις Carnívora). 

* * *

 

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα