- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Δεν ξέρω στα πόσα σύκα πεθαίνεις, αλλά μάλλον θα ’ναι ένας άξιος θάνατος αυτός, ένας καλός θάνατος.
* * *
Ένα ζευγάρι έπαιζε με το παιδί τους χθες στο σιντριβάνι. Εκείνο ήταν κάπου στους έντεκα-δώδεκα μήνες, στην ηλικία που τα παιδιά περπατάνε μεν αλλά πέφτουν και εύκολα δε. Έτσι και έγινε. Εκεί που πήγαινε το μικρό, έχασε την ισορροπία του, έπεσε προς τα πίσω… και το κεφάλι του βρήκε πάνω στο πεζούλι που κυκλώνει το σιντριβάνι: στη γωνία του μαρμάρου. Ο θόρυβος ήταν άσχημος, και μας έκανε να στραφούμε όλοι προς το μέρος του. Ο πατέρας ήταν κάπου ένα μέτρο μακριά, και το κοίταζε άναυδος, παγωμένος, ενώ το παιδί —ένα αγόρι— ήταν πεσμένο ανάσκελα κάτω με ορθάνοιχτα μάτια και δεν κουνιόταν. «Γιατί δεν το έπιασες;!» του φώναξε η μητέρα, που έτρεξε καταπάνω του κατάχλωμη. Όλοι χλωμιάσαμε, βέβαια. Τι μπορεί να συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη. «Δεν πρόλαβα», της είπε εκείνος. Ψέλλιζε. Η μητέρα σήκωσε το αγόρι στα χέρια της, κι εκείνο μόνο τότε άρχισε να κλαίει — σπαρακτικά. Και εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι που με αιφνιδίασε. Εξακολουθώντας να το κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της, η μητέρα έτρεξε προς το γωνιακό μαγαζί, ένα καφέ που σερβίρει και φαγητό. Είχε δει ένα τραπέζι με μια σαμπανιέρα ανάμεσα στα σερβίτσια, που κρατούσε δροσερό το κρασί. Έφτασε εκεί, έχωσε το χέρι της στη σαμπανιέρα χωρίς να ρωτήσει κανέναν ή να πάρει κάποια άδεια, άρπαξε όσο πάγο βρήκε εκεί, τον έριξε σε μία πετσέτα, τη δίπλωσε γρήγορα-γρήγορα σαν ένα πουγκί και την έσφιξε πάνω στο κεφάλι του αγοριού. Δεν θα σκεφτόμουν να το κάνω ούτε σε χίλια χρόνια. Και δεν θα είχα και την ψυχραιμία να το σκεφτώ. Μετά κάτι έκανε ο Αρσέν, ο σκυλάκος μου, ξεχάστηκα, του μίλησα, ξαναγύρισα στο βιβλίο μου, κι όταν πέρασαν κάπου είκοσι λεπτά, το ζευγάρι με το παιδί πέρασαν πάλι από μπροστά μας, κι εκείνο έτρεχε μπροστά κάνοντας ότι κάτι κυνηγάει. Η μπλούζα του από πίσω ήταν ακόμη μούσκεμα από τον πάγο. Η μητέρα γύρισε και με κοίταξε, και της χαμογέλασα. Μου χαμογέλασε κι εκείνη.
* * *
Αναρωτιέμαι αν θα εξακολουθούσαν να μου μιλάνε ο κόσμος εάν ομολογούσα δημόσια πως δεν έχω πάει ποτέ μου στη Μύκονο, στη Σαντορίνη, στην Τζια, στα Κουφονήσια, στις Κυκλάδες γενικώς, στο Ιόνιο, και πουθενά. Ίσως ναι, αν και ασφαλώς με συγκατάβαση. Αν πάλι τούς έλεγα ποια βιβλία δεν έχω διαβάσει, πιθανότατα θα με λιθοβολούσαν. Όχι ακριβώς γιατί δεν τα διάβασα, αλλά γιατί δεν μου φαίνεται πως δεν τα διάβασα. Οπότε, ναι, δεν έχω πάει στα νησιά. Αλλά τα υπόλοιπα τα κρατώ για μένα. ΥΓ. Όπως κρατώ για μένα και το βρίσιμο στο γήπεδο.
* * *
Εάν ενδιαφέρεστε για την κλασική λογοτεχνία, δηλαδή αν είστε νέος, αυτό το κανάλι στο YouTube είναι για εσάς. Εγγραφείτε, και παρακολουθήστε μερικά βιντεάκια.
* * *
Ισχυρίζομαι πάντα πως η πρόοδος στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΗ και ΓΡΑΜΜΙΚΗ. Πάει από το μείον-τόσο στο ένα εκατομμύριο, κι αυτό χωρίς ούτε μία ΣΤΙΓΜΗ να διασπαστεί από κάποιου είδους «σκοτεινή εποχή». Δεν είναι βέβαια μία προσωπική γνώμη — προσωπικές γνώμες έχω μόνο για τα κορν-φλέικς και τη βρώμη που προτιμώ, για το πότε είναι καλύτερη εποχή να διαβάζεις γουέστερν και πότε τρόμο κλπ.: είναι αριθμοί, δείκτες, νούμερα, και είναι αδιάσειστα στοιχεία από τα Ηνωμένα Έθνη, την Παγκόσμια Τράπεζα και την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας. Οι εννιά στους δέκα μάο-μάο που ζούσαν στην Ευρώπη πριν από [βάλτε όσα χρόνια θέλετε εδώ] πέθαιναν πριν τα σαράντα, φαφούτηδες και ραχιτικοί, δεν ψήφιζαν, δεν ήξεραν να διαβάζουν, έδερναν τις γυναίκες τους επειδή απαιτούνταν από τον νόμο και την κοινότητα, ήταν απολύτως σίγουροι πως ο διάβολος τους παρακολουθούσε σαν την Ελένη Λουκά on acid, τα παιδιά τους ήταν σχεδόν απίθανο να επιβιώσουν μέχρι τα τρία με τέσσερα χρόνια τους, και όλη τους η ζωή, συγκρινόμενη με τη δική μας, ήταν μια σκέτη Κόλαση. Είτε μιλάμε για τη διατροφή, είτε για την υγιεινή, είτε για το προσδόκιμο ζωής, είτε για τη φτώχεια, είτε για τη βία, είτε για το περιβάλλον, είτε για τον αλφαβητισμό, είτε για την ελευθερία, τα δικαιώματα και την ισότητα, δεν υπήρξε ΚΑΜΙΑ στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας, καμία ΑΠΟΛΥΤΩΣ, σε καμιά άκρια της γης, που να ήταν έστω και κατά μία λεπτή τρίχα καλύτερη από τη δική μας. Ακόμη και κάτι 70s και κάτι 80s που τα νοσταλγούμε. (Δεν τα νοσταλγούμε επειδή ήταν καλύτερα. Τα νοσταλγούμε επειδή εμείς ήμασταν παιδιά). Όχι, η ανθρωπότητα δεν πάει κατά διαόλου· όχι, σκοτεινά συμφέροντα δεν απεργάζονται το κακό της· όχι, μυστικές λέσχες δεν θέλουν να καταστραφεί ο πλανήτης, να πεθάνουν οι άνθρωποι, να αποψιλωθούν τα δάση και να μολυνθούν τα νερά. (Απλώς κονομάνε πάνω στην ευπιστία και την ηλιθιότητα πολλών οι τύποι που τα διαδίδουν αυτά). Και, ΝΑΙ, οι νέες γενιές, όπως και όλες οι προηγούμενες, δεν θα σταματήσουν να δουλεύουν ασταμάτητα για την πρόοδο. Είναι νομοτέλεια αυτό το πράγμα, και από τις νομοτέλειες δεν γίνεται να ξεφύγεις. «Μα… οι φωτιές, η κλιματική κρίση, οι μαφίες, οι συμμορίες, το τράφικινγκ, οι πόλεμοι, η τρομοκρατία, οι Ταλιμπάν, το Ιράν, οι Κινέζοι, ο Πούτιν;» Ναι, πάντα υπήρχε διαφθορά και πάντα υπήρχαν διεφθαρμένοι· και πάντα θα την πολεμάμε, και πάντα θα τους νικάμε. Ώς το τέλος, έτσι θα πάει. Ο πολιτισμός χτίζεται πάνω στις νίκες του επί των διεφθαρμένων, είτε βασιλείς είναι αυτοί, είτε τρομοκράτες, είτε ο κοινοτάρχης στο χωριό μας. Είτε εμείς. Τι νομίζατε;
* * *
Ναι, ένας εσωστρεφής είναι καλά, δεν έπαθε κάτι που είναι μόνος· και, ναι, προτιμά να είναι ήσυχος· και, όχι, δεν είναι θυμωμένος με κάτι, ούτε σάς κρατάει μούτρα, ούτε είναι ντροπαλός· και, ναι, του αρέσει να μένει μόνος και να μη μιλάει και να σκέφτεται τα δικά του. It’s a peaceful life.
* * *
Η παραλία και όλη η περιοχή εδώ είναι γεμάτη κουρούνες. Σήμερα το πρωί, κατά τις 06:20, είχαν μαζευτεί πάνω από εκατό δεξιά από το άγαλμα του Μεγαλέξανδρου, ανήσυχες και προκλητικές, σαν να είχαν συνέδριο. Έκανα μία μεγάλη παράκαμψη για να τις αποφύγω. Πολλοί μπερδεύουν τις κουρούνες με τα κοράκια, αλλά οι κουρούνες δεν είναι κοράκια — ούτε θέλουν να είναι. Οι άσχετοι, πάλι, τις μπερδεύουν με τις καρακάξες, που έχουν αυτή την άσχημη διχρωμία: μαύρο και άσπρο — καμία σχέση. Οι κουρούνες έχουν μαύρο κεφάλι και λαιμό, μαύρη ουρά και πόδια, και μαύρο ράμφος, αλλά κατά τα άλλα είναι σταχτιές, με ένα σταχτί κακό και γυαλιστερό. Και είναι έξυπνα και κυρίως πονηρά πουλιά. Τα πιο χιτσκοκικά όλων. Και επίσης είναι μεγάλα, πιο μεγάλα κι από τους γλάρους. Στην παραλία συχνάζουν για τα σκουπίδια. Ξέρουν ότι οι τύποι που ξενύχτησαν εκεί αφήνουν διάφορα πίσω τους, χωρίς να νοιαστούν να τα πετάξουν κάπου κανονικά, πολλά από τα οποία είναι βρώσιμα. Έτσι ψάχνουν εξονυχιστικά όλα τα παγκάκια, τα πεζούλια, τις αποβάθρες, τα σκαλάκια, το χορτάρι και όπου αλλού μπορεί να έχει καθίσει κάποια παρέα. Όμως κάνουν και κάτι άλλο: ψάχνουν και μέσα στους κάδους των σκουπιδιών. Και το κάνουν με θράσος. Κάποια από τα πιο σατανικά μπαίνουν ολόκληρα μέσα στον κάδο, και τον αδειάζουν πετώντας ένα-ένα έξω όλα τα σκουπίδια. Το κάνουν μεθοδικά, και με φανερή τσαντίλα. Ίσως μυρίζουν κάτι στο βάθος και θέλουν οπωσδήποτε να το φτάσουν, ή ίσως απλώς θέλουν να προξενήσουν μια μικρή καταστροφή. Αν τελικώς βρουν κάτι, το γραπώνουν με το ελαφρώς κυρτό στην άκρη ράμφος τους, και πετάνε ψηλά όλο καμάρι και ψωροπερηφάνια. Αν μπορούσαν να κρώξουν χωρίς να τους πέσει ο θησαυρός, θα έκρωζαν. Αντιπαθητικά πουλιά — αλλά και τι να κάνεις.
* * *
«Με πλημμύρισε ένας τρόμος βαρύς σαν μολύβι. Με είδα να κείτομαι στο κρεβάτι μου, άψυχος, κρύος, ένα σαβανωμένο σκουπίδι που λίγο-λίγο σαπίζει, ένα πράγμα που πρέπει να πεταχτεί το συντομότερο δυνατό, σαν τη νεκρή καρακάξα. Οι δικοί μου έστεκαν γύρω μου, κλαίγοντας με λυγμούς. Είδα τη νεκροφόρα να με παίρνει από κει, και πίσω της να πηγαίνει η αδελφή μου με μαύρο πέπλο και μάτια κόκκινα απ’ το κλάμα αλλά λαμπερά από το θρίαμβο. Είδα τον τάφο μου, και τον σκύλο μου να αρνείται να φύγει από κοντά του. Και όλα αυτά ήταν αναπόφευκτα, αναπόδραστα. Μπορεί να συνέβαιναν αύριο ή μετά από πολλά-πολλά χρόνια — όμως θα συνέβαιναν, ήταν βέβαιο, απ’ αυτό δεν υπήρχε γλιτωμός. Με πλημμύρισε ένας τρομερός φόβος. Στο κόκκινο του σούρουπου, τα σύννεφα έμοιαζαν με τέφρα πάνω σε θράκα που λίγο-λίγο σβήνει». Γκρέγκορ φον Ρετσόρι, «Τα περσινά χρόνια» (μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου, Εκδόσεις Δώμα).
* * *