Πολεις

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Είναι πολύ καλό και έξυπνο να βγαίνεις έξω, να βλέπεις τον κόσμο κλπ., ακόμα-ακόμα και να διασχίζεις καμιά διάβαση πάνω στη χαρά σου, περνώντας απέναντι, από την πέρα μεριά του δικού σου Ρουβίκωνα. Σε κάνει να εκτιμάς ακόμη περισσότερο τις οικιακές αρετές όλο αυτό, το να κάθεσαι μέσα, σπίτι σου, και —εφόσον δεν σου επιβάλλεται διαφορετικά— να μην ξεμυτάς: όσο πιο πολύ, τόσο πιο καλά.

* * *

Όταν αναφερόμαστε σε τίτλους βιβλίων, φροντίζουμε να τους εντάξουμε στη «φυσιολογική» ροή της πρότασης, δεν τους βάζουμε ως έχουν, οι τίτλοι κλίνονται. Εάν ο τίτλος έχει άρθρο, περνά στα δικά μας λόγια κατά το γένος του· και όλος μαζί συντάσσεται με την πτώση που πρέπει κάθε φορά. Δεν λέμε, π.χ., «Διάβασα το “Η δίκη” του Κάφκα» ή «…το “Το άλικο γράμμα” του Χόθορν», αλλά: «Διάβασα τη “Δίκη” του Κάφκα» ή «…το “Άλικο γράμμα” του Χόθορν»· δεν λέμε: «Το αναφέρει στο “Κριστίν” ο Κινγκ», αλλά: «Το αναφέρει στην “Κριστίν” ο Κινγκ»· δεν λέμε: «Πολύ δύσκολο το “Μόμπι-Ντικ”», αλλά: «Πολύ δύσκολος ο “Μόμπι-Ντικ”», δεν λέμε: «Είδα μία τηλεοπτική μεταφορά τού “Οι Άθλιοι”», αλλά: «Είδα μία τηλεοπτική μεταφορά των “Αθλίων”»· δεν ρωτάμε: «Εξαντλήθηκε το “Το πανηγύρι της Ματαιοδοξίας”;» αλλά: «Εξαντλήθηκε το “Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας”;» κ.ο.κ. Μερικά ακόμη παραδείγματα: «…του “Μαγικού βουνού”», «…στη “Μαίρη Πόπινς”», «…στα “Μυστικά του βάλτου”», «…του “Δόκτορος Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ”», «…στην “Κριτική της κριτικής σκέψης”» (λέμε τώρα) κ.ά.

* * *

Οι συγγραφείς πλήρωναν για να βγάλουν ένα βιβλίο από πάντα. Βασικά, πρώτα υπήρξαν συγγραφείς που πλήρωναν για να βγει το βιβλίο τους, και μετά —πολύ-πολύ μετά— ήρθαν οι εκδότες. Στην αρχή υπήρχαν μόνο τυπογράφοι. Υπό μία έννοια, ακόμη εξακολουθεί να συμβαίνει αυτό. Είτε κάνει κανείς αυτοέκδοση (στον αγγλόφωνο κόσμο τα περισσότερα βιβλία είναι πια αυτοεκδόσεις, σχεδόν όλες τους μόνο ψηφιακές) είτε επιλέξει έναν οίκο που ειδικεύεται σε παρόμοιου τύπου εκδόσεις (υπάρχουν καμιά εικοσαριά και στην Ελλάδα, αν και όχι όλοι τους της προκοπής, οπότε θέλει πολύ ψάξιμο για να βρεις ποιοι είναι οι πραγματικά καλοί — και τίμιοι), πληρώνει για τη ματαιοδοξία του — και καλά κάνει. Με πρώτο τον Κάφκα, δεν υπήρξε συγγραφέας που να μην είναι ματαιόδοξος· έτσι κι αλλιώς, από εκεί οφείλουν να ξεκινούν όλα. Όμως ο συγγραφέας μπορεί να συμβάλει οικονομικά στην έκδοση του βιβλίου του και με άλλους, «έμμεσους» τρόπους, ακόμη και όταν εκδίδεται σε έναν κανονικό οίκο, έναν οίκο δηλαδή που δεν ασχολείται με αυτοεκδόσεις. Ας πούμε, μπορεί να παίρνει δικαιώματα από το 501ο αντίτυπο και μετά. Ή από το 1.001ο και μετά. Μερικοί οίκοι το επιβάλλουν αυτό. Ή μπορεί να του γίνεται εκκαθάριση μετά από ενάμισι και δύο χρόνια. Κι αυτό γίνεται πότε-πότε από κάποιους οίκους, όπως μάς πληροφορούν ορισμένοι συνάδελφοι. Σε κάθε περίπτωση: η αγορά είναι μικρή, είναι εύθραυστη, το κόστος δεν είναι ποτέ αμελητέο, και κανείς πρέπει να ζυγίζει τις κινήσεις του πολύ προσεκτικά αν δεν θέλει να πάθει μεγάλη ζημιά. Οι εκδόσεις έχουν, γενικά, τρομερά μεγάλο ρίσκο. Τι γινόταν παλιότερα; Παλιότερα, ο συγγραφέας δεν έπαιρνε 5, ή 10, ή 20 βιβλία τιμής ένεκεν, αλλά μπορούσε να αγοράσει σε τιμή χονδρικής όσα ήθελε, για να τα χαρίσει στους φίλους του και όπου αλλού ήθελε ή πίστευε ότι τον συνέφερε να τα δώσει — και πολλοί τα αγόραζαν, πράγματι. Έτσι, το κόστος για τον εκδότη μειωνόταν κάμποσο, και ανακουφιζόταν. Άλλοι οίκοι, πάλι, έδιναν πολύ λιγότερα δικαιώματα σε κάποιους συγγραφείς τους από το κανονικό. (Μα και ποιο είναι τάχα το κανονικό; Τα δικαιώματα είναι διαπραγματεύσιμα: όσο πιο εμπορικός είσαι, τόσο υψηλότερα δικαιώματα μπορείς να διεκδικήσεις). Τέλος, σε ένα μαγαζί που δούλευα στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, ο εκδότης έκανε κοστολόγιο για ένα βιβλίο, και κατέληγε σε ένα Χ ποσό. Όμως στον συγγραφέα έλεγε πως το βιβλίο θα στοίχιζε 2Χ, και του πρότεινε να τα βάλουν μισά-μισά. Πάντα έπιανε αυτό το κόλπο.

* * *

Αν έχουμε αποτύχει μέχρι σήμερα σαν ανθρωπότητα, είναι που δεν μπορούμε να ζούμε άπαντες όπως οι οικόσιτες γάτες, ενώ υπάρχουν άφθονοι πόροι, για όλους.

* * *

Την παλιά, ηρωική εποχή των Εξαρχείων, έτυχε να γνωρίσω στις αρχές του καλοκαιριού του 1990 τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Είχα γράψει το σενάριο μιας μικρού μήκους ταινίας για μια φίλη —πτυχιακή στη Σταυράκου, κάτι τέτοιο— και εκείνος θα έγραφε τη μουσική. Μου φαινόταν ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ τότε αυτό. Βέβαια, δεν ήταν. Αλλά δεν θα το καταλάβαινα πριν περάσουν πολλά χρόνια. Τώρα, το σπίτι της κοπέλας ήταν ένα δώμα ψηλά στην Ιπποκράτους, μια σταλιά. Οι συζητήσεις γίνονταν στον καναπέ, που άνοιγε και γινόταν και κρεβάτι. Υπήρχαν και καναδυό πουφ. Διάφορα περίεργα διακοσμητικά. Πολλά γεμάτα τασάκια. Και αρκετά ποτά. Αλλά τίποτε άλλο. Ένα βράδυ μετά από μια τέτοια κουβέντα, είχα φύγει, είχα κατέβει στο Άμα Λάχει, και είχαμε ξενυχτήσει τρώγοντας και πίνοντας με την παρέα μου (το «μου» είναι καταχρηστικό: ήμουν ο πιο μικρός στον «στενό κύκλο» της Καλλιδρομίου), αλλά δεν θέλαμε να το διαλύσουμε. Έριξα την ιδέα του δώματος, και την πιθανότητα να ήταν ακόμη εκεί ο Σιδηρόπουλος. Ήταν πολύ αργά για να βρούμε τηλέφωνο να την πάρω, μα έτσι κι αλλιώς αποκλείεται να θυμόμουν το νούμερο. Ένας από την παρέα το παρατήρησε, και είπε πως το κορίτσι λογικά θα κοιμόταν, είχε πάει δύο μετά τα μεσάνυχτα, ήταν καθημερινή, παραμονές της Παναγίας. Κάποιος απ’ όλους (δεν θυμάμαι αν ήταν ο Ξενοφών, αλλά μπορεί) βρήκε μια λύση: να της πηγαίναμε ένα δώρο για να την εξευμενίσουμε. Αλλά προφανώς δεν ήταν τίποτε ανοιχτό εκείνη την ώρα. Οπότε, δεν ξέρω ποιος το σκέφτηκε και γιατί, αποφασίστηκε να της πάμε τη σιδερένια πόρτα από ένα πάρκινγκ που είχε κάπου εκεί κοντά, νομίζω, στην Αραχώβης. Με λίγη δύναμη και μπόλικο θόρυβο τη βγάλαμε από τους μεντεσέδες της, τη φορτωθήκαμε τέσσερις από όλους μας στους ώμους, σαν φέρετρο, και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τον δρόμο, τραγουδώντας και ψάλλοντας, και χωρίς να μας προβληματίσει το γεγονός ότι η πόρτα δεν θα χωρούσε ούτε στο ασανσέρ, ούτε στις σκάλες. Κάποια στιγμή, εκατό μέτρα πριν φτάσουμε στον προορισμό μας, ήρθε τρέχοντας καταπάνω μας μια διμοιρία των ΜΑΤ, με βοή και αντάρα. Με τα πολλά, αναγκαστήκαμε να κάνουμε όλο τον δρόμο προς τα πίσω για να βάλουμε την πόρτα της μάντρας στη θέση της. Ήταν άσχημο και κουραστικό όλο αυτό, αλλά δεν μας πτόησε: αν και με άδεια χέρια, θα είχαμε μια περιπέτεια να διηγηθούμε στη Μ. (γιορτάζει σήμερα). Μας δέχτηκε μισοκοιμισμένη βέβαια, σαφώς ενοχλημένη, και το σκυλάκι της, ένα κάτι σαν Μαλτέζ, μια σταλιά, φώναζε και απειλούσε. Ήταν μόνη της φυσικά. Απτόητοι εμείς, ανοίξαμε τα μπουκάλια, σερβιριστήκαμε, και συνεχίσαμε να τραγουδάμε. Έπειτα πιάσαμε φιλολογική συζήτηση, γύρευε με τι θέμα. Η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ. Τρεις μήνες μετά πέθανε και ο Σιδηρόπουλος.

* * *

Η ζωή είναι ωραία όταν, γυρνώντας σπίτι, μπορείς να κάνεις ένα ντους, να φας καρπούζι με φέτα, να διαβάσεις λίγο από το βιβλίο σου, και, ξαπλώνοντας στη δροσιά για να κοιμηθείς, να δεις όσο προλάβεις από τη σειρά που σου αρέσει.

* * *

«Τρέχω στο δωμάτιό μου και κοπανάω την πόρτα. Νιώθω καλύτερα τώρα που είναι κλειστή. Νομίζω ότι δεν θα είχα ιδιαίτερο πρόβλημα στη φυλακή, γιατί μου αρέσουν οι μικροί, κλειστοί χώροι και να είμαι μόνη μου. Δεν φαίνεται να με ενοχλούν αυτά που ενοχλούν τους κανονικούς ανθρώπους. Και είμαι και πολύ υγιής. Δυνατή σαν άλογο, έτσι λέει πάντα η μητέρα μου και με κοιτάζει με παράξενο βλέμμα, σαν να νομίζει ότι κάνει λάθος. Η Άννι λατρεύει τα παραμύθια με πριγκίπισσες και τέτοια κοριτσίστικα. Είναι μικροκαμωμένη για την ηλικία της και συνέχεια αρρωσταίνει. Δεν θα άντεχε ούτε λεπτό σ’ ένα τέτοιο μέρος, αναμορφωτήριο ή δεν ξέρω κι εγώ πώς το λένε. Είναι σαν σχολείο, αλλά άσχημο σχολείο όπου δεν μαθαίνεις τίποτα. Για να αντέξεις σε αυτό το μέρος, πρέπει να θυμάσαι ότι είσαι ζώο. Το έχω μελετήσει». Catriona Ward, «Σαντάιαλ» (μετάφραση Μαρία Σπαθή, Εκδόσεις Μεταίχμιο).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα