Πολεις

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Τι σου είναι η μνήμη, και η συνείδηση, κι αυτός ο μουλωχτός εναγκαλισμός τους. Τα βράδια, εκεί που πας να κλείσεις τα μάτια μήπως και αύριο τα πράγματα πάνε κάπως καλύτερα με εσένα και μ’ όλο τον κόσμο, εκεί που είσαι παραπάνω από βέβαιος πως η περασμένη ημέρα ήταν μια μέρα άξια, γεμάτη, μια μέρα που δεν την άφησες να πάει χαμένη, και άρα μπορείς να ανταμειφθείς αν μη τι άλλο με έναν καλό ύπνο, που θα πάρει από πάνω σου όλη την κούραση για να ξαναρχίσεις αύριο από την αρχή, εκεί πάνω λοιπόν η μνήμη και η συνείδηση κάνουν χάι-φάιβ πάνω από το μέτωπό σου και, τρυπώντας το, ορμούν μέσα σου και σε αναστατώνουν, σου θυμίζουν πράγματα μικρά και ασήμαντα και παλιά, μα που εσύ ακόμη δεν έχεις ξεμπερδέψει με δαύτα, μόνο και μόνο για να σε ταράξουν, να κάνουν την καρδιά σου να χτυπάει δυνατά, σε σημείο που να την ακούει ο σύντροφός σου και να ξυπνά ανήσυχος, πράγματα που μπορούν, όχι απλώς να σου καταστρέψουν εκείνες τις γλυκές στιγμές που μετατοπίζεσαι μεταξύ ύπνου και ξύπνου, αλλά να μετατρέψουν ολόκληρη τη νύχτα σε ένα παγωμένο Καθαρτήριο… Τις ημέρες αυτές, της αναπόφευκτης πυρκαγιάς που από πέρυσι τρέμαμε και περιμέναμε, επέλεξα να μου κάνει παρέα —και βέβαια δεν το συνηθίζω— το τελευταίο βιβλίο του Ζαν-Ζακ​ Ρουσσώ, τους «Ρεμβασμούς του μοναχικού περιπατητή», που κυκλοφόρησαν πριν από λίγες ημέρες οι Εκδόσεις Δώμα σε μια πολύ όμορφη μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή, που υπογράφει και την ωραία και χρήσιμη εισαγωγή. Και νά που διαβάζω εκεί: «Την επομένη, λοιπόν, ξεκίνησα τον περίπατό μου αποφασισμένος να φέρω εις πέρας το σχέδιό μου [την αυτοεξέτασή του αναφορικά με το ζήτημα του ψεύδους]. Η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο νου, όταν άρχισα να συγκεντρώνομαι στον εαυτό μου, ήταν ένα φρικτό ψέμα που είχα πει στην πρώτη μου νιότη. Η θύμηση αυτού του ψέματος με τάραζε σ’ όλη μου τη ζωή, κι έρχεται και τώρα, στα γεράματά μου, και θλίβει την ήδη πολυπονεμένη μου καρδιά. Αυτό το ψέμα, που συνιστούσε από μόνο του μέγα έγκλημα» κλπ. κλπ. Και γράφει λοιπόν ο Θ. Σαμαρτζής σε υποσημείωση για όσους δεν ξέρουμε τι εννοούσε ο συντετριμμένος αυτός άνθρωπος: «Ο Ρουσσώ διηγείται το συγκεκριμένο ψέμα στο τέλος του 2ου βιβλίου των “Εξομολογήσεων”. Στη σύγχυση που δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο της εργοδότριάς του, κυρίας ντε Βερσελλί, ο Ρουσσώ έκλεψε μια ροζ κορδέλα. Όταν τον ανακάλυψαν και τον ανέκριναν ενώπιον ολόκληρης της οικογένειας της θανούσας, ο Ρουσσώ κατηγόρησε ψευδώς την Μαριόν, μια νεαρή και τίμια υπηρέτρια, ότι εκείνη είχε κλέψει την κορδέλα κι ότι μετά του τη χάρισε». Η κορδέλα λοιπόν. Μια ροζ κορδέλα, ακριβώς πενήντα χρόνια μετά. Διάολε.

* * *

Μερικά μέρη που επισκέπτεσαι στον ύπνο σου είναι τόσο ωραία, που θέλεις να βρεις πού είναι στην πραγματικότητα και να πας να μείνεις εκεί. Γιατί ασφαλώς δεν γίνεται να τα φτιάξεις. Μα νά που δεν υπάρχουν. Κάποιος θα πει ότι από εκεί πηγάζει η τέχνη. Πιθανότερο όμως είναι από εκεί να πηγάζουν οι εφιάλτες της νύχτας, ή η μελαγχολική μας διάθεση της ημέρας. Από την άλλη, η τέχνη και οι εφιάλτες έχουν βέβαια τόσο πολλά κοινά.

* * *

Τύποι που συναντώ στην παραλία, πολύ πρωινές ώρες: [1] Αυτόν που τρέχει μόνο με το σορτσάκι, και είναι φέτες. Ναι, κι εγώ τρέχω μόνο με το σορτσάκι, αλλά τρέχω μόνο με το σορτσάκι ΑΚΡΙΒΩΣ επειδή δεν με βλέπει ανθρώπου μάτι· αλλιώς θα έτρεχα με το παρκά. [2] Τον νεαρό δρομέα με τον οποίο διασταυρώνομαι κάθε φορά, που μου φώναξε τις προάλλες κάνοντάς μου και thumbs up: «Μπράβο, μπράβο», σαν να λέει, «Μπράβο, θείο, που τρέχεις στην ηλικία σου». Δεν ξέρω γιατί δεν τον πέταξα στη θάλασσα. Κάτι με τα ένζυμά μου ίσως. Του το κρατάω έκπληξη για την επόμενη φορά. [3] Οι τέσσερις κυρίες που κάνουν δυναμικό βάδην λέγοντας φωναχτά τα νέα τους. Αυτές τις ημέρες έμειναν πρώτα τρεις και πλέον δύο, οι άλλες πήγαν στη Χαλκιδική, έχουν σπίτι εκεί. [4] Οι καρδιοπαθείς κύριοι που περπατάνε σαν ρομπότ, πάντα ένας-ένας — μόνο στο Star Wars έχουμε δύο ρομπότ να κάνουν παρέα και να μιλάνε μεταξύ τους. [5] Ο ελεεινός τύπος με το μικρόφωνο και τον ενισχυτή που τραγουδάει σκυλάδικα και καταστρέφει ένα από τα φιλέτα της παραλίας, όταν δεν βρίζει τους γκέι και τις γυναίκες συλλήβδην μέσα στην παράνοιά του, δυνατά και εις επήκοον όλων. [6] Οι ψαράδες που λέγαμε και προχθές, με τα παρκαρισμένα μηχανάκια τους από δίπλα και τις γάτες να περιμένουν άδικα κάνα μεζέ. [7] Κάτι ξενυχτισμένοι πιτσιρικάδες που προσπαθούν να ξεμεθύσουν και φλερτάρουν άτσαλα στα παγκάκια μπερδεύοντας τα λόγια τους. [8] Δυο-τρεις ξεχασμένοι τουρίστες, που έφτασαν μπουσουλώντας ώς εκεί από τα Λαδάδικα, τελείως κομμάτια από μπόμπες, και που δεν έχουν ιδέα πού στο καλό βρίσκονται, και άραγε γιατί. [9] Τύποι που πάνε στη δουλειά τους με το πατίνι τους, με φως ανθρακωρύχου στο κράνος και ωραίο παράστημα. [10] Οι τελευταίοι πελάτες της καντίνας που πουλάει βρόμικο πριν τη στροφή για το Μακεδονία Παλάς. ¤ Αυτοί είμαστε όλοι κι όλοι ανάμεσα 6 και 7 το πρωί. ΥΓ. Ειδική μνεία στα αγόρια χθες που κάνανε τρικάβαλο σε ενοικιαζόμενο πατίνι και ο ένας τους, ο μπροστά-μπροστά, φώναζε: «Meemeestreevseesee, meemeestreevseesee!» και που μόνο μετά από κάνα χιλιόμετρο κατάλαβα πως σήμαινε, «Μη μι στρίβ’ς ισύ», «Μη με στρίβεις εσύ», και το έλεγε έντρομος στον φίλο του από πίσω επειδή εκείνος είχε χώσει τα χέρια του κάτω από τις μασχάλες του μεσαίου και κούναγε το τιμόνι για να πέσουν και οι τρεις στη θάλασσα.

* * *

Πολλοί δεν καταλαβαίνουν πως καλοπιάνουν το κοινό τους με μια καθαρά μουσολινική ρητορική. Αλλιώς θα το βούλωναν. (Μάλλον. Δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά). Ο λαϊκισμός είναι πιο καταστροφικός από κάθε πυρκαγιά. Τι αηδία όμως. Να βρίσκεις ευκαιρία σε κάθε καταστροφή για να απλώσεις στο καμένο χώμα μια λινάτσα με την πραμάτεια σου και να τη διαλαλάς κλαίγοντας με τα πιο κροκοδειλέ δάκρυα του κόσμου. «Ω! Μα κοιτάχτε πόσο καλός είμαι εγώ, μωρέ. Δείτε με πώς θρηνώ. Κι αν δε σας φτάσει το τόσο, θα θρηνήσω κι άλλο: μπορώ να το κάμω, σας το υπόσχομαι. Πάρτε κάτι, τα έχω βγάλει σε προσφορά σήμερα».

* * *

Αν θέλεις να γράφεις, μην αμελείς να παίρνεις συμβουλές δημιουργικής γραφής από παντού, καθημερινά: τιπ από μεγάλους συγγραφείς, προκλήσεις, ασκήσεις, ιδέες, μικρά και όχι και τόσο μικρά πράγματα που μπορείς —και είναι καλό— να μάθεις. Γίνε συνδρομητής (είναι δωρεάν) σε κάποιο από τα πολλά σάιτ που υπάρχουν. Κάν’ το ακόμα κι αν έχει τύχει να γράψεις πέντε και δέκα και δεκαπέντε βιβλία. Βασικά, ιδίως τότε. Και μόνο που το καθημερινό newsletter θα σου θυμίζει καθώς θα πίνεις το πρωί τον καφέ σου πως είσαι και θα είσαι μια ζωή μαθητευόμενος, και μάλιστα ένας από πολλά-πολλά εκατομμύρια άλλους μαθητευόμενους, είναι καλό. Μην το αμελήσεις άλλο.

* * *

«Σ’ το είπα ήδη και σ’ το ξαναλέω: εκείνη την εποχή με είχε κυριεύσει ο Εωσφόρος, ο Μεγάλος Αμαρτωλός, ο ίδιος ο Διάβολος. Γιατί να βλάψω μια καλή γυναίκα που με αγαπούσε και με νοιαζόταν; Ο Διάβολος μπήκε μέσα μου, φώλιασε στα σωθικά μου και με κατάπιε. Μπορεί να μη με πιστεύεις, εσύ ζεις σε έναν άλλο κόσμο. Ο Διάβολος μπαίνει μέσα στους ανθρώπους και τους διατάζει να κάνουν κακά πράγματα. Μου το είπε ο πάστορας Εσπεράντο, που έρχεται και μας βλέπει εδώ στη φυλακή. Αυτός ήταν που μου το εξήγησε. Ο Διάβολος περιμένει να ανοίξουμε το στόμα μας και μετά, τσουπ, μπαίνει μέσα, πρώτα κάτω από τη γλώσσα μας, και μόλις καταπιούμε φαγητό ή σάλιο, κατεβαίνει στο στομάχι μας και εγκαθίσταται εκεί. Όπως εκείνα τα σκουλήκια των παιδιών, έτσι κάνει και ο Διάβολος. Εκεί φωλιάζει ο μπάσταρδος και από κει ζητά: αλκοόλ, ναρκωτικά, κόκα. Γουστάρει πολύ το μπασούκο. Πρέπει να του προσφέρεις συνεχώς. Έχει έναν αναπτήρα εκεί μέσα, καταλαβαίνεις; Και με αυτόν βάζει φωτιά στα σωθικά σου. Αν δεν τον ακούσεις, σε καίει και σου ανοίγει πληγές και πρέπει να μπεις στο νοσοκομείο. Οι γιατροί δεν βρίσκουν τίποτα, γιατί ο Διάβολος είναι αόρατος, δεν φαίνεται στις ακτινογραφίες ή στην ενδοσκόπηση, είναι ένας καριόλης που πάντα κρύβεται, κι έτσι σε κάνει σκλάβο. Ζητά όλη την ώρα να πιει, ζητά αγουαρδιέντε, ζητά κόκα, από τη μύτη και τον λαιμό, δώσ’ του μπασούκο και σνίφαρε κόκα, ο Διάβολος είναι ακόρεστος και δεν σταματά, και είσαι εκεί όλη μέρα σκυμμένος σ' εκείνο το φιξάκι, να το χώνεις σε αυτόν τον τύπο μέρα και νύχτα για να ηρεμήσει». Santiago Gamboa, «Colombian Psycho» (μετάφραση Δήμητρα Σταυρίδου, Εκδόσεις Διόπτρα).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα