Πολεις

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

(Η στήλη, το ανεπίκαιρο αυτό ημερολόγιο, προσποιείται πως δεν μυρίζει τη φωτιά, δεν τη βλέπει, δεν νιώθει την ζέστη της, αλλά στην πραγματικότητα της έχει κάψει τα πνευμόνια και τα μάτια. Τι φρίκη, τι φρίκη, τι φρίκη…)

* * *

Κατά τα άλλα, είναι εκείνη η εποχή του χρόνου —άρχισε από το περασμένο Σάββατο— που το ασανσέρ είναι στον όροφό σου όλη την ημέρα, λες και σε κατασκοπεύει, ή λες και ζεις μόνος σ’ αυτό το κτίριο, σε έναν κόσμο νεκρών. Ειδικά εμείς, ξυπνάμε 5, παίρνουμε το ασανσέρ 5:15, επιστρέφουμε 5:45, ξαναφεύγω εγώ σε λίγο, επιστρέφω σε μισή ή μία ώρα, και το ασανσέρ είναι πάντα εκεί που το αφήνω. Κι αν αυτό ακούγεται λογικό επειδή είναι ακόμη αρκετά νωρίς, ΟΠΟΙΑ άλλη ώρα και να το χρειαστώ μέσα στην ημέρα, θα είναι πάλι εκεί, κολλημένο στον όροφό μας. Στον οποίο είμαστε μόνο εμείς αυτό το διάστημα. Δεν λέω ότι είναι κακό. Και, επιπροσθέτως, είναι και βολικό. Αλλά, όσο να πεις, είναι και κάπως.

* * *

Η ψιλοκουβέντα στον δρόμο και οπουδήποτε αλλού είναι καλή, βασικά είναι ΠΟΛΥ καλή, αρκεί να μην κρατά πάνω από 20-30 δευτερόλεπτα: «Καλά;» «Καλά». «Φωτιές». «Άσ’ τα». Μετά γίνεται δύσκολο πράγμα, βαρύ, μπορεί να τσακίσει έναν άνθρωπο και να τον κάνει να βλέπει εφιάλτες. Μάλιστα, για να δώσουμε και ένα χρηστικό τιπ, αν έχετε βάσιμες υποψίες ότι ο συνομιλητής σας είναι μάλλον εσωστρεφής, σκεφτείτε πως, όση ώρα τού μιλάτε και εκείνος καλοπροαίρετα σας απαντά, στην πραγματικότητα από μέσα του είναι κάπως έτσι.

* * *

Ξεκίνησα να βλέπω μια ταινία τρόμου, με κάτι σκυλιά που ήταν αποτέλεσμα πειραμάτων ή κάτι τέτοιο, τέρατα κανονικά, θηρία, κτήνη, που ορμούσαν σε ανθρώπους να τους φάνε ζωντανούς. Και κάποιοι ειδικοί από τον στρατό τα μάζευαν σε μια κλούβα χτυπώντας τα. Εννοείται πως ήταν CGI όλο αυτό, δεν έπαιξε κανένα κανονικό σκυλί στο έργο, ούτε για μισή σκηνή. Μολαταύτα: ΠΑΤΕ ΚΑΛΑ; Να χτυπάνε σκυλιά κι εμείς να καθόμαστε να το βλέπουμε; Επειδή είναι, και καλά, λυσσασμένα και μας τρώνε; Μη σώσουμε και γλιτώσουμε, άκου εκεί. Καλύτερα να μας φάνε. Ντιλίτ. Καμία κακοποίηση ζώων σε ταινίες δεν γίνεται ανεκτή. Ούτε καν του Γκοτζίλα. Τελειώσαμε.

* * *

Με τον πρωινό καφέ, μιλάμε στα μηνύματα με φίλους συναδέλφους για διάφορα, φυσικά γελάμε πού και πού για το επιθετικό μάρκετινγκ που έχουν υιοθετήσει μερικοί νεαροί συγγραφείς, ή περίπου συγγραφείς (άλλος, πιο τού βιωματικού αυτός, γράφει επαίνους στον εαυτό του από εκατό διαφορετικούς «αναγνώστες», όλες όμως με το αλλόκοτα ολόιδιο, καρμπόν ύφος, τέτοιο που βλέπεις την υπογραφή του από μακριά, άλλος πουλάει απευθείας στους αναγνώστες τα αντίτυπα που πήρε τιμής ένεκεν από τον εκδοτικό οίκο πηγαίνοντάς τους τα ακόμα και στο… σπίτι, κλπ. κλπ.), αλλά χθες θυμηθήκαμε τον πιο τρομερό όλων, τον αρχηγό τους, κάποιον που διαδίδει πως το βιβλίο του γίνεται ταινία, παρουσιάζοντας μάλιστα και μία εταιρεία παραγωγής στο… Χόλιγουντ, που όμως δεν είναι παρά ένα απλό προφίλ που έφτιαξε μόνος του. Υπέροχος. Μιλάμε για ήρωες. Δεν θα κρατήσουν για πολύ μεν, αλλά ήρωες μια φορά.

* * *

Ευτυχία είναι να έχεις ένα καλό βιβλίο, ή έναν καλό άνθρωπο, ή μια γάτα, ή έναν σκύλο· να μπορείς να πληρώνεις το σούπερ· και να κάνει ησυχία.

* * *

Καμιά φορά τα βιβλία που σου ταιριάζουν σε βρίσκουν μόνα τους. Κι εγώ δεν ξέρω πώς έπεσα πάνω στο μυθιστόρημα του Σάιμον Μόκλερ, «Το σκοτάδι δεν κοιμάται ποτέ» (ωραία μετάφραση από τη Χριστίνα Σωτηροπούλου, Εκδόσεις Κλειδάριθμος). Και το λέω αυτό γιατί εκδόθηκε πέρυσι τον Νοέμβριο —επομένως θεωρείται ήδη παλιό, και από πάνω του είχε στο μεταξύ προστεθεί η αναπόφευκτη δύο μέτρων ντάνα με τα πιο καινούργια αδιάβαστα—, και μάλλον δεν προχώρησε όσο «έπρεπε» στην αγορά. Άγνωστος συγγραφέας (είναι το πρώτο του μυθιστόρημα για ενήλικες), περίεργη εποχή (διαδραματίζεται το 1967: μα ποιος νοιάζεται σήμερα για τα 60s;…), Ψυχρός Πόλεμος κλπ. Λοιπόν, είναι το καλύτερο σύγχρονο νουάρ που θυμάμαι να διάβασα τα τελευταία χρόνια. Και μιλάμε για κανονικό νουάρ, παρά το ψυχροπολεμικό περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουμε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ εδώ, αλλά έναν ιδιώτη ψυχίατρο, που όμως είναι εξίσου σκληροτράχηλος και τρομερά εύστροφος — και συνεργάζεται συχνά-πυκνά με τη CIA. Η οποία CIA προσπαθεί να μάθει τα αίτια μιας καταστροφικής έκρηξης σε μία μυστική στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στην παγωμένη Γροιλανδία, που άφησε πίσω της δύο νεκρούς και έναν στρατιωτικό με μεγάλα, αποτρόπαια εγκαύματα στο πρόσωπο και τα χέρια, και ως εκ τούτου καλεί τον ψυχίατρο για να «ανακρίνει» τον εγκαυματία. Που όμως δεν θυμάται τίποτε. Δεν ξέρω αν ακούγονται ενδιαφέροντα όλα αυτά, αλλά είναι αυτό που έλεγα πριν: καμιά φορά τα βιβλία που σου ταιριάζουν σε βρίσκουν μόνα τους. Γραμμική (επιτέλους) αφήγηση, εκπληκτικές περιγραφές του περιβάλλοντος, βαριά ατμόσφαιρα, χιούμορ μόνο πολύ μαύρο και σε μικροποσότητες, κανονικοί, χορταστικοί διάλογοι, άκρως ενδιαφέροντες χαρακτήρες, καταβύθιση στις λεπτομέρειες, λίγες —πλην έντονες— εκρήξεις βίας, ανατροπές (και ανατροπές επί ανατροπών), μια περίτεχνα πλεγμένη πλοκή, και μια υπέροχη vintage δεκαετία: χωρίς κινητά, με άπειρα τσιγάρα και ποτά, με εφημερίδες, αεροπορικά ταξίδια που γίνονται χωρίς να ψάχνουν τα πράγματά σου, τέλεια ντυσίματα, καπέλα, όλο το ρετρό πακέτο. Τι θρίλερ ήταν αυτό!

* * *

Θα έλεγε κανείς, «Μπράβο, ταλέντο» για τον παραπάνω, και για οποιονδήποτε σαν κι αυτόν — και είναι τόσο πολλοί, δόξα τω Θεώ. Αλλά δεν είναι έτσι. Δεν χρειάζεσαι ταλέντο (δεν ξέρω καν τι είναι αυτό, και έχω την εντύπωση πως κανείς δεν ξέρει) για να σου έρθει μια πραγματικά έξυπνη ιδέα, για να στήσεις επάνω της μία καλή, κατά το δυνατόν φαινομενικά πρωτότυπη πλοκή, για να τη γράψεις και να την ξαναγράψεις, για να δεις τις ατέλειες και τα κενά του σχεδιαγράμματός σου, για να τα διορθώσεις μεθοδικά όλα αυτά και μετά να τα ξανατσεκάρεις, για να δανειστείς από τους συγγραφείς που αγαπάς και υπολήπτεσαι τους χαρακτήρες που θα σε εξυπηρετήσουν για την ιστορία σου, για να γκουγκλάρεις και να ξαναγκουγκλάρεις, για να διαβάσεις ένα ράφι βιβλία για την εποχή και για να δεις καμιά εικοσαριά σχετικές ταινίες και ντοκιμαντέρ, για να πας και να ξαναπάς στη βιβλιοθήκη για περαιτέρω ειδικές πληροφορίες —ξέροντας μάλιστα πως από όλη αυτή την έρευνα ένα 5% θα περάσει στο τελικό σου κείμενο, γιατί γράφεις μυθιστόρημα, όχι ιστορική πραγματεία—, για να κρατήσεις ένα χοντρό σπιράλ τετράδιο σημειώσεις από την πρώτη ώς την τελευταία του σελίδα, για να πάρεις συγκεκριμένα και έγκυρα στοιχεία από πέντε ειδικούς — και για να τα βάλεις όλα αυτά κάτω και ν’ αρχίζεις να χτίζεις λέξη-λέξη το βιβλίο σου. Χρειάζεται απλώς πολλή δουλειά. Θέληση. Σχέδιο. Όραμα. Δυνατή μέση. Καλός ύπνος. Και κάποια κόλπα που τα μαθαίνεις λίγο-λίγο στην πορεία. Τέτοια πράγματα. Ταλέντο; Κανένα ταλέντο. Το ταλέντο είναι για τους ατάλαντους.

* * *

«Είχε συντελεστεί μέσα μου μια μεγάλη επανάσταση. Στο βλέμμα μου είχε αποκαλυφθεί ένας άλλος ηθικός κόσμος. Είχα αρχίσει ν’ αντιλαμβάνομαι τον παραλογισμό των άφρονων κρίσεων των ανθρώπων, παρόλο που ακόμα δεν μπορούσα να προβλέψω σε τι βαθμό θα έπεφτα θύμα τους. Αισθανόμουν όλο και πιο έντονα την ανάγκη για ένα άλλο αγαθό, διαφορετικό από τη λογοτεχνική ματαιοδοξία, της οποίας μόλις μ’ άγγιξαν οι πρώτες αναθυμιάσεις μ’ έκαναν αμέσως να αηδιάσω. Τέλος, ένιωθα την επιθυμία ν’ ακολουθήσω για το υπόλοιπο της ζωής μου μια πορεία λιγότερο αβέβαιη απ’ αυτήν που είχα ακολουθήσει στο πρώτο της μισό, το ωραιότερο. Όλα αυτά με υποχρέωναν να προχωρήσω σε αυτή τη μεγάλη αναθεώρηση που από καιρό την αισθανόμουν αναγκαία. Ανέλαβα λοιπόν το έργο και δεν αμελούσα τίποτα απ’ όσα εξαρτιόντουσαν από εμένα για την ευόδωση του εγχειρήματος». Ζαν-Ζακ​ Ρουσσώ, «Ρεμβασμοί του μοναχικού περιπατητή» (μετάφραση-εισαγωγή Θάνος Σαμαρτζής, Εκδόσεις Δώμα).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα