- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Αντανακλαστικά, όπως οι ξιφομάχοι βγάζουν τη μάσκα τους μετά από κάθε κερδισμένο πόντο, πάντα όταν μπαίνω στο σπίτι κάνω το σήμα της νίκης σαν τον Τσόρτσιλ, ή, ανάλογα με τα κέφια, πανηγυρίζω σαν τον Τολιόπουλο μετά από ένα ακόμη μπάζερ-μπίτερ. Οκέι, το κάνω από μέσα μου. Αλλά το κάνω: με κάποιον τρόπο, ο πανηγυρισμός της ανακούφισης και του θριάμβου είναι εκεί. Όλος αυτός ο κόσμος (και, ας το παραδεχτούμε: δεν είναι δα κι ο καλύτερος, μη γελιόμαστε) παραείναι πολύς κάθε φορά, και φορτικός, και βαρύς, και στενάχωρος. Ναι, δεν λέμε ότι θέλουμε να ζούμε όπως ο Ρόμπερτ Νέβιλ στον «Ζωντανό θρύλο» του Ρίτσαρντ Μάθεσον («I Am Legend, 1954), για όνομα του καλού Θεού, αλίμονο. Αλλά και πάλι, αν το καλοσκεφτείς… τι να πω. Λες; Ναι, ποιος ξέρει, γιατί όχι… Αρκεί βέβαια να μην υπάρχουν βαμπίρ ένα γύρο, και να έχεις καβάτζα μερικά ζευγάρια γυαλιά για διάβασμα, μην την πατήσεις όπως ο άλλος, στο Twilight Zone. Τα άλλα όλα βολεύονται. Αυτό που δεν βολεύεται είναι η βαριά συναναστροφή. Η πολλή συνάφεια του κόσμου.
* * *
Τον παλιό καλό καιρό, προ ΜΚΔ, τα ανέκδοτα —μαζί με τους ιούς— διαδίδονταν με τα τρένα (τι να κάνεις σε ένα εικοσάωρο ταξίδι; θα πεις και ανέκδοτα κάποια στιγμή, δεν θα τρως όλη την ώρα κρύα κεφτεδάκια), και οι μπαρούφες επικοινωνούνταν με τα συνθήματα στους τοίχους: «Να είστε ρεαλιστές· απαιτήστε το αδύνατο!» (βαθύ: χάλκινο μετάλλιο μπαρουφολογίας), «Σταματήστε τη γη να κατέβω» (αργυρό μετάλλιο, τύπου Η ζωή είναι στιγμές), «Ο πολιτισμός σας καταρρέει όταν πέφτει το ηλεκτρικό ρεύμα» (χρυσό ασυζητητί), «Η φαντασία στην εξουσία» (πλατινένιος δίσκος) κ.ο.κ. Με τα ΜΚΔ, τα συνθήματα στους τοίχους αντικαταστάθηκαν με ταγκαρίσματα: λογικό. Όσο για τα ανέκδοτα, ας μην πούμε άλλα. Είναι από άλλο πλανήτη και θέλουν το κακό μας. Όπως η ζάχαρη.
* * *
(Ναι, ποτέ δεν υπήρξε «παλιός καλός καιρός», κάθε σήμερα είναι ΠΑΝΤΑ καλύτερο από όλα τα χθες μαζί, αλλά τα λέμε για να συνεννοούμεθα. Είναι σχήμα λόγου).
* * *
Δεν είναι λίγα αυτά που δεν αντέχω στην παραλία, εδώ στην πόλη μου. [1] Ας πούμε, η απουσία καφέ με εκνευρίζει όλα ελάχιστα πράγματα μπορούν να το κάνουν. Α! θα πει κάποιος. Μα ΥΠΑΡΧΟΥΝ καφέ! Ναι, πράγματι. Αλλά δεν τα βλέπεις. Είναι κάτι μεταλλικά/γυάλινα κουτιά, απόμερα και κρύα σαν όνειρο, φτιαγμένα έτσι που να τα αποφεύγεις. Πουθενά δεν υπάρχει ξύλο, ομπρέλες, υπόστεγα, πάγκοι, κάποιου είδους ζεστασιά, κάτι ζωντανό. Η παραλία προστατεύεται από την «κατανάλωση» σαν κάτι… ιερό. Ξεχνώντας βέβαια πως μόνο αυτή, η τρισκατάρατη κατανάλωση, είναι σημάδι πολιτισμού. Ακόμη και γεμάτα να είναι αυτά τα καφέ, που βέβαια ποτέ δεν είναι, καταπίνουν τους πελάτες κρύβοντάς τους από την κοινή θέα. Ίσως η πιο ψηλομύτικη παραλία στην καταγεγραμμένη ιστορία. [2] Κάτι βέβαια που δεν ισχύει στο πιο εμπορικό κομμάτι της, μεταξύ Λευκού Πύργου και Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εκεί όπου γίνεται το ακριβώς αντίθετο. Εκεί όλα είναι χύμα. Και, βέβαια, ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ πως αυτό που εκνευρίζει εμένα και υποθέτω όλους τους άλλους περιπατητές εκεί είναι οι πάγκοι των μικροπωλητών με τις εξοντωτικά θορυβώδεις, καυτές γεννήτριες, που συνήθως πουλάνε καλαμπόκι, μαλλί της γριάς και μπιχλιμπίδια. Δίνουν μια τριτοκοσμική εικόνα σε ολόκληρη την πόλη, κι ας μοιράζονται όλοι μαζί μια απόσταση το πολύ εκατό μέτρων. Μιλάμε για ένα αίσχος που λερώνει το παραλιακό μέτωπο ΠΟΛΛΑ χρόνια τώρα. Σε αντίθεση με αυτό, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει και μια καντίνα (μία και μόνη: πουλάει λουκουμάδες με μέλι), που τη βλέπεις κάπου απόμερα (αν και όχι πάντα: μετακινείται) και τη ζηλεύεις: θέλεις μια τέτοια και μέσα στο σπίτι σου. Μακάρι να υπήρχαν εκατό τέτοιες, και κανένας από τους φρικτούς πάγκους που απορείς πώς και τα καταφέρνουν και παίρνουν άδεια. Φυσικά, σ’ αυτή την καντίνα με τους λουκουμάδες υπάρχει πάντα ουρά. [3] Αλλά το χειρότερο βέβαια είναι οι ψαράδες. Αυτοί οι μιας κοψιάς τύποι (αν δεις έναν, τους έχεις δει όλους) που κάθονται από τα άγρια χαράματα εκεί, με τρία και τέσσερα καλάμια ο καθένας —γιατί δεν είναι κανονικοί αργόσχολοι ψαράδες, είναι τύπου επαγγελματίες—, με κουβάδες, καλάθια, δεξαμενές νερού, σκαμνιά, τρανζίστορ που παίζουν πεθαμένους μπουζουξήδες, τύποι που έχουν καταλάβει ο καθένας τους από τέσσερα-πέντε μέτρα παραλίας λες και τους ανήκει, βρομίζοντάς τη ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ. Μάλιστα, πολλοί από δαύτους ψαρεύουν και στην παλιά, λεγόμενη, παραλία, που είναι εξαιρετικά στενή — τα Σαββατοκύριακα σχεδόν δεν χωράει ο κόσμος, ντόπιοι και τουρίστες, που κάνουν τον περίπατό τους εκεί. Ναι, και ο τύπος που γράφει το όνομά σου σε ρύζι (τι πρωτοτυπία…) εμποδίζει, αλλά τουλάχιστον είναι ένας, και δεν βρομάει ψαρίλα, φύκια και σκουλήκια, δεν έχει μπήξει τρία καλάμια μπροστά του, ούτε τα πετάει στο νερό, με το βαρίδι και τα αγκίστρια να σφυρίζουν γύρω από το κεφάλι σου απειλώντας να σου πάρουν το αυτί και το σκαλπ. Αν ήταν ελάχιστα πιο θρασείς, θα ψάρευαν και με δυναμίτη. Μπορεί να το κάνουν καμιά φορά, ποτέ δεν ξέρεις.
* * *
Όταν δεν έχω πολλή δουλειά, κάθομαι και αντιγράφω αποσπάσματα από μυθιστορήματα και κάνω όλα τα «αυτός», «αυτοί», «άλλοι» κλπ. «αυτός/αυτή», «αυτοί/αυτές», «άλλοι/άλλες» κ.ο.κ. Το ίδιο κάνω και με τα επαγγέλματα: «όλοι οι δάσκαλοι»: «όλοι/όλες οι δάσκαλοι/δασκάλες», «οι Αμερικανοί αστροναύτες»: «οι Αμερικανοί αστροναύτες / οι Αμερικανίδες αστροναύτισσες» κλπ. Έχει πλάκα. Αν μου ’κοβε, θα το έκανα app αυτό και θα το πουλούσα: θα διάλεγες συγγραφέα, θα σου εντόπιζε στην τύχη μία παράγραφο, και θα της άλλαζε τα φώτα. Μπορεί βέβαια να το κάνει οποιοσδήποτε, μόνος, στο σπίτι του, χωρίς app: απλώς με το βιβλίο που διαβάζει. ΥΓ. Κάτι τέτοια φαίνονται φεμινιστικά. Όμως δεν είναι πάντα. Για πολλούς, είναι ένας ανέξοδος τρόπος να παριστάνουν τους φεμινιστές. Βιτρίνα, εν ολίγοις.
* * *
Δεν υπάρχει κανείς πλεονασμός στις ευχές που έχουν το καλό/καλή/καλά στην αρχή τους και που, εκ πρώτης όψεως, μοιάζουν κάπως «ταυτολογικές». Είτε λέμε «καλή επιτυχία», είτε «καλή λευτεριά», δεν εννοούμε πως θα μπορούσε η επιτυχία να ήταν κακή, δηλαδή… αποτυχημένη, ή να μην είναι ανακουφιστική η γέννα. Το «καλό», στις περιπτώσεις αυτές, σημαίνει «με το καλό να έρθει [η επιτυχία, η ημέρα της γέννας κ.ο.κ.]», «άμποτε». Ακόμη πιο εύκολα κατανοητό γίνεται ίσως με το εξής παράδειγμα: «Καλή πατρίδα, σύντροφε», ήτοι: «Με το καλό να επιστρέψεις, να επιστρέψουμε, στην πατρίδα μας, στην Ελλάδα», γιατί μάς έφαγε η ξενιτιά και η αυτοεξορία. Τα ίδια και με το «Καλό Παράδεισο», άλλη παμπάλαια ευχή (ο Παπαδιαμάντης την αντιγράφει κοντά ενάμιση αιώνα πίσω): ο θάνατος νοείται σαν η αρχή ενός ταξιδιού προς τον άλλο κόσμο, και οι ζωντανοί εύχονταν πάντα να ήταν εύδρομο το ταξίδι αυτό, και ο προορισμός του ο καλύτερος δυνατός: «Με το καλό να φτάσει [ο νεκρός] στον Παράδεισο». Κατ’ αυτά, και το «Καλή Παναγιά» («Με το καλό να φτάσει η μέρα του Δεκαπενταύγουστου, το κατακαλόκαιρο») δεν έχει να κάνει με το καλός-κακός. Είναι μια όμορφη ευχή. Και, όχι, δεν είναι φεϊσμπουκικός νεολογισμός: είναι πολύ-πολύ παλιά. Ναι, όχι στα μέρη σου. Στα άλλα. Ηρέμησε. Δεν ξέρεις.
* * *
«Αρχίσαμε να συναντιόμαστε — πρώτα για χάρη του Διοικητή και στη συνέχεια για τη δική μας ευχαρίστηση. Δεν είχαμε την παραμικρή εμπειρία από λογοτεχνικές λέσχες, οπότε φτιάξαμε τους δικούς μας κανόνες: μιλούσαμε ο καθένας με τη σειρά για τα βιβλία που είχαμε διαβάσει. Στην αρχή προσπαθούσαμε να είμαστε ήρεμοι και αντικειμενικοί, αλλά αυτό σύντομα άλλαξε και στόχος των ομιλητών έγινε να παρακινήσουν τους άλλους να διαβάσουν κι αυτοί το ίδιο βιβλίο. Όταν είχαν διαβάσει το ίδιο βιβλίο δύο μέλη, μπορούσαν να το συζητήσουν — κι αυτό ήταν η μεγαλύτερή μας απόλαυση. Διαβάζαμε βιβλία, μιλούσαμε για βιβλία, συζητούσαμε για βιβλία και γίναμε αγαπητοί ο ένας στον άλλο. Κάτοικοι από άλλα Νησιά της Μάγχης ζήτησαν να γίνουν μέλη μας, και τα βράδια που περνούσαμε μαζί ήταν γεμάτα φως και ζωντάνια. Πού και πού μπορούσαμε σχεδόν να ξεχάσουμε τη σκοτεινιά που επικρατούσε έξω. Εξακολουθούμε να συναντιόμαστε κάθε δεκαπενθήμερο». Μέρι Ανν Σέφερ και Άννι Μπάροουζ, «Η λέσχη ανάγνωσης και πατατόπιτας του Γκέρνζι» (μετάφραση Αντουανέττα Καλλέγια, Εκδόσεις Αίολος).
* * *