Πολεις

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

Το πρόβλημα με το να είσαι στο ίδιο σημείο κάθε μέρα, συγκεκριμένες ώρες —έξω από το σπίτι σου, εννοώ—, είναι ότι αναγκαστικά θα συναντήσεις ανθρώπους εκεί, δεν μπορείς να το αποφύγεις. Δεν μπορείς να πεις, «Αχ δεν γίνεται να ιδωθούμε αύριο στο σιντριβάνι, δεν θα είμαι εκεί» γιατί θα είσαι. Οπότε θα τον δεις, θες δε θες. Έτσι, συμβαίνουν δύο τινά: (α΄) δεν είσαι πάντα όσο θέλεις μόνος, και (β΄) καμιά φορά κάποιος απλώνει το χέρι του για χειραψία. Τώρα, εννοείται πως δεν βλέπω τα μέλη των ανθρώπων σαν τα πλοκάμια του Κθούλου, όχι βέβαια, αλίμονο, είναι μια χαρά χέρια, αλλά… δεν ξέρω, δεν είναι και το καλύτερό μου να κάνω χειραψίες. Αυτή η επαφή των δύο επιδερμίδων —ακόμη και αν έχει σφρίγος και δεν είναι σαν κάποιων που πιάνουν μόνο την πρώτη φάλαγγα των δαχτύλων του άλλου: ω η φρίκη, η φρίκη— δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος που επινόησαν οι άνθρωποι για να χαιρετιούνται και να δείχνουν ότι είναι άοπλοι. Και, εν πάση περιπτώσει, κάποιος μπορεί πάντα να κρύβει ένα μικρό πλακέ πιστόλι στη ζώνη, έτσι δεν είναι; Ή ένα Μπόουι. Ίσως δεν θα ήμουν τόσο κάθετος αν έπρεπε να αγγίζουμε τις γροθιές μας, ή να προχωράμε σε πιο ακραία τυπικά, όπως κάτι περίεργα που έκαναν οι ανθρωπόμορφοι εξωγήινοι στα παλιά σίριαλ επιστημονικής φαντασίας. (Γενικά στην επιστημονική φαντασία η χειραψία απουσιάζει, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που εκτιμώ την επιστημονική φαντασία). Σε κάθε περίπτωση, εδώ και δύο χρόνια ή κάτι τέτοιο έμαθα να λέω σθεναρά και με χαμόγελο πως είμαι μικροβιοφοβικός, και ότι ως εκ τούτου δεν μπορώ να κάνω χειραψίες. Ήταν μια απόφαση που πήρα δύσκολα, μα την πήρα μια φορά. Και πιάνει. Και, όχι, δεν είμαι μικροβιοφοβικός. Θέλω να πω, φοβάμαι τα μικρόβια αλλά μέχρις ενός φυσιολογικού βαθμού. Τόσο όσο. Όπως τα φοβάται όλος ο κανονικός ο κόσμος. «Μαμά να πιω από τα λύματα;» «Όχι, παιδί μου, θα κολλήσεις κανένα μικρόβιο». Όμως είναι μια καλή δικαιολογία, ο άλλος την ακούει, σε κοιτάζει με κατανόηση, και δεν συνεχίζει να έχει απλωμένο το χέρι καταπάνω σου σαν τον Κθούλου.

* * *

Μολαταύτα προχθές είχα μία πολύ ωραία συνάντηση με έναν φίλο εκεί στο σιντριβάνι, έναν εκλεκτό άνθρωπο. Μου είπε πολλά, και έμαθα πολλά από αυτόν. Το ευχαριστήθηκα που λένε, πράγμα σπάνιο. Και μου είπε και κάτι —ανάμεσα σε πολλά άλλα— που μου έκανε εντύπωση: κάθε συνεταιρισμός, λέει (και σαν τέτοιον θεωρούσε και τον γάμο ή μια οποιαδήποτε τόσο στενή σχέση), πετυχαίνει στον βαθμό που τα δύο μέρη έχουν κοινό όραμα. Το σκέφτηκα πολύ αυτό. Ένα τέτοιο όραμα είναι να θέλετε στο τέλος της ημέρας να τρώτε καρπούζι με τυρί, και να είστε ήρεμοι. Ή να τρώει ο καθένας ό,τι αγαπά. Και να είστε ήρεμοι.

* * *

Δεν ξέρω αν φταίει το γεγονός ότι κάνω πάρα πολλά πράγματα επειδή είμαι εσωστρεφής —για να καλύψω το «κενό» της κοινωνικοποίησης, και καλά— ή αν θα τα έκανα ακόμη και αν δεν ήμουν εσωστρεφής. Και δεν ξέρω ποιος είναι ο μέσος όρος της κοινωνικοποίησης για κάποιον. Να κάνει τρία τηλεφωνήματα ημερησίως, ξέρω γω, παρενοχλώντας ισάριθμους χριστιανούς; Δεν έχω ιδέα· δεν έχω μελετήσει εις βάθος το αντίπαλο στρατόπεδο. Αλλά είναι κάποιες μέρες που απλώς οι ώρες δεν σου φτάνουν, είναι τόσο λίγες που σε πιάνουν τα γέλια. «Σοβαρά τώρα; Πήγε οχτώ; LOL». Ναι, διάολε. Πήγε οχτώ. Άλλη μια μέρα που δεν θα προλάβεις να τα κάνεις όλα. Και τι στο καλό να γίνονται άραγε οι λέξεις που δεν προλαβαίνουμε να γράψουμε μέσα στην ημέρα; Διαλύονται, αποσυναρμολογούνται σε φθόγγους; Γλιστράνε μέσα από τα δάχτυλά μας σαν το νερό μέσα στο ποτάμι του χρόνου, όπως θα έλεγε και ένας wannabe συγγραφέας στο πρωτόλειό του;

* * *

Και τι κάνουμε —νά ένα πιο σοβαρό ερώτημα— με τους συγγραφείς που αγαπάμε, μα που αντιμετωπίζουν μία, δύο, τρεις ή και παραπάνω κατηγορίες σεξουαλικής παρενόχλησης ή/και κακοποίησης εναντίον γυναικών; Ο Νιλ Γκέιμαν είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς ever, και στην περίπτωσή μου ένας από τους συγγραφείς που ζηλεύω παθολογικά. Και το λέω εγώ που δεν μου αρέσει καν το Sandman, όπως επίσης δεν μου αρέσουν ούτε και οι σειρές που φτιάχνει για την τηλεόραση. (Το American Gods με το ντούκι πρωταγωνιστή ήταν τόσο κακό, που δεν ήξερες αν καταντούσε καλό από την ανάποδη). Αλλά λατρεύω κάποια βιβλία του. Και τώρα έχουν ανοίξει το στόμα τους και καταγγέλλουν ότι τούς επιτέθηκε σεξουαλικά ή τις κακοποίησε, όχι μία, αλλά τέσσερις (μέχρι στιγμής) γυναίκες, εντελώς άγνωστες μεταξύ τους. Πολύ φοβάμαι πως θα υπάρξουν και άλλες μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Και, όχι, δεν συνηθίζουν να τρελαίνονται ξαφνικά οι γυναίκες και να φαντάζονται παρενοχλήσεις, κακοποιήσεις και επιθέσεις. Οπότε, επανέρχομαι στο ερώτημα: τι κάνουμε με τους συγγραφείς που αγαπάμε, μα που αντιμετωπίζουν μία, δύο, τρεις ή και παραπάνω κατηγορίες σεξουαλικής παρενόχλησης ή/και κακοποίησης εναντίον γυναικών; Δείτε και ακούστε εδώ μία απάντηση.

* * *

Με τον Γκέιμαν είχα εκνευριστεί όταν κατάφερε να σπάσει το λοκντάουν και να ταξιδέψει από τη Νέα Ζηλανδία στη νήσο Σκάι της Σκοτίας, στο σπίτι του εκεί, όταν ήταν στα χωρίσματα με τη γυναίκα του, τη φοβερή και τρομερή καλλιτέχνιδα Αμάντα Πάλμερ. Είχε γίνει μεγάλο σούσουρο τότε, αν και οι ατζέντηδές του και οι εκδότες του τα κουκούλωσαν όμορφα κι ωραία. (Και τώρα πάλι αυτό προσπαθούν, φοβούμενοι μην ξεσπάσει θύελλα. Θα δούμε). Αλλά μπάστα. Άραξε. Ολόκληρη Νέα Ζηλανδία, ρε φίλε. Και μια πανδημία που δεν ξανάδαμε όμοιά της. Ας βάλουμε ένα ταβάνι κάπου, ας μπει ένα όριο. Δεν είσαι και ο Κινγκ. Ούτε καν.

* * *

Νά ένα από τα καλά των εσωστρεφών: όποτε ξεσπάει παγκόσμια επιδημία και μπαίνουν απαγορευτικά μέτρα, οι εσωστρεφείς το γλεντάνε. Όχι πια με το στανιό έξοδοι, όχι πια ανόητες και τρομακτικές συναθροίσεις, όχι πια γραφείο, όχι πια προσκλήσεις για ΚΑΦΕΔΑΚΙ. Και όχι πια χειραψίες. Για να μην πούμε πόσο ωραίες είναι οι πανδημίες για εσωστρεφείς που έχουν σκύλο: μόνοι στην άδεια πόλη, αυτοί κι ο σκύλος τους, να κάνουν ατέλειωτες βόλτες στη γνωστή τους, καθημερινή διαδρομή, ή σε μία από τις χίλιες άλλες που έχουν στη διάθεσή τους. Μαγεία. Τι ωραία εποχή που ήταν εκείνη· αξέχαστη. Αχ…

* * *

«Ψέλλιζα συγγνώμη καθώς έβαζα μέσα σου το λεπτό λευκό υπερόπλο κι εσύ ούρλιαζες διαμαρτυρόμενος. Το σάλιο είχε μουσκέψει τη φορμίτσα σου και είχε φτάσει ώς το φανελάκι σου. Απομάκρυνα το βρεγμένο βαμβακερό και ανακάλυψα πλήθος από σπυράκια, διάσπαρτα στο στήθος σου. Δεν ήταν εκεί το πρωί. Δεν υπήρχαν ούτε όταν σε έβαλα για ύπνο. Σου φόρεσα μια καινούργια πάνα και μετά άρχισα να σε χαϊδεύω με τα μαλλιά μου σ’ όλο το γυμνό κορμάκι σου, ένα αργό κύμα από πάνω ώς κάτω, από το κεφάλι σου ώς τα δάχτυλα των ποδιών. Οι λυγμοί υποχώρησαν, καθώς άπλωνες τα χέρια σου μέσα στη μάζα τους. Δεν τα γράπωσες, ούτε τα τράβηξες, απλώς τα άφησες να κυλήσουν μέσα από τα δάχτυλά σου. Πίσω-μπρος, πίσω-μπρος, λίκνιζα το κεφάλι μου και σε χάιδευα με τα μαλλιά μου ώσπου ηρεμήσαμε και οι δυο. Ύστερα σου φόρεσα ένα φρεσκοπλυμένο φανελάκι και σε σήκωσα στην αγκαλιά μου. Τα μάγουλά σου ακόμα έκαιγαν, αλλά τα δάκρυά σου είχαν επιτέλους σταματήσει». Claire Kilroy, «Για πάντα» (μετάφραση Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Παπαδόπουλος).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα