Πολεις

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Είχαμε συνηθίσει τα συγχαρητήρια που έδιναν οι πολιτικοί στους Έλληνες Ολυμπιονίκες μετά από κάθε μετάλλιο —με τη σειρά, από το μεγαλύτερο κόμμα μέχρι το ΚΚΕ (μ-λ) και το Χαρίζω Δάνεια—, τώρα πρέπει να συνηθίσουμε και τα συγχαρητήρια όλων των φίλων μας στο Facebook. Εγώ, μ’ άλλα λόγια, πέντε χιλιάδες συγχαρητήρια. Για τον κάθε ένα Ολυμπιονίκη. «Συγχαρητήρια!» Τι να κάνεις; Υπομονή. Θα περάσει κι αυτό.

* * *

Επηρεάζομαι τρομερά από τις κακές κριτικές των καταναλωτών τέχνης, κυρίως δε κινηματογράφου. Όχι από τις καλές. Και εκατό καλές να έχουν προηγηθεί, δεν μου λένε κάτι αν η εκατοστή πρώτη λέει, «ΑΙΣΧΟΣ, μην το δείτε, μην το διαβάσετε, μην το αυτώσετε». Μιλώ βέβαια για ξένες ταινίες (και για βιβλία με διεθνή καριέρα), καθώς ντρέπομαι που το λέω αλλά από ελληνικές ταινίες η τελευταία που είδα ήταν η «Εκδρομή» του Κανελλόπουλου. Ή μήπως «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα»; Κάτι τέτοιο. Αλλά ναι, με τσακίζει αυτή η μία κακιά κουβέντα, μου γεμίζει πίκρα το στόμα, με κάνει να χάνω το ενδιαφέρον μου. Έστω, για λίγο. Ίσως την άλλη μέρα να το έχω ξεπεράσει. Αλλά αυτή η μέρα είναι χαμένη πέρα για πέρα. Αν, δε, οι κακές είναι πολλές, απλούστατα δεν είμαι σε θέση να δω το έργο. Αν πάλι είναι λίγες, απλώς δεν μπορώ να το καταλάβω, γιατί συχνά δεν έχει απολύτως κανένα νόημα — μοιάζει σαν να παίρνεις μέρος σε ένα όργιο φορώντας ζώνη αγνότητας. Όσο για επαγγελματική κριτική κινηματογράφου, ένα από τα καλύτερα σάιτ που δεν χαρίζεται πουθενά είναι βέβαια αυτό.

* * *

Κανόνες συγγραφής: 1. Απομακρυνόμαστε από οποιονδήποτε περισπασμό. Αποσυνδεόμαστε από το ίντερνετ. Το γράψιμο απαιτεί απόλυτη προσήλωση. Δεν γράφουμε σε καφενεία ή σε τεφτέρια. Το γράψιμο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να γίνεται σε οχληρό περιβάλλον, και ―μολονότι γράφουμε μόνο για τους άλλους― πολύ μοναχική. 2. Δεν γράφουμε πιωμένοι. Δεν είμαστε ο Μπουκόφσκι. Βασικά, ούτε ο Μπουκόφσκι έγραφε πιωμένος. 3. Γράφουμε για όσα βλέπουμε και για όσα ξέρουμε. 4. Δεν μαθαίνουμε να γράφουμε από συγγραφείς όπως, πες, η Κλαρίσε Λισπέκτορ. 5. Ο κυριότερος λόγος που κανείς πρέπει να σπουδάζει δημιουργική γραφή είναι για να μην τρώει τον χρόνο του κάνοντας πράγματα που έχουν γίνει ήδη, ίσως μάλιστα και πολύ-πολύ παλιά ― και πιθανότατα πολύ καλύτερα από όσο μπορούμε εμείς. 6. Ο καλύτερος δάσκαλος παρ’ όλα αυτά είναι η προσεκτική ανάγνωση της πεζογραφίας όλων των περιόδων και όλων των ειδών. Μαζική, μανιακή, πολλή ανάγνωση. Χωρίς να αμελεί κανείς τουλάχιστον τα βασικά έργα της θεωρίας της λογοτεχνίας. 7. Στην ερώτηση: «Υπάρχουν κακές λέξεις που πρέπει να αποφεύγονται;» η απάντηση είναι: Βεβαίως. Όλες οι περιττές λέξεις είναι κακές λέξεις. Ό,τι μπορεί να ειπωθεί με έναν α αριθμό λέξεων δεν πρέπει να λέγεται με α+1 λέξεις. Αυτή η παραπανήσια λέξη είναι κακή. 8. Η γραφή είναι, εν πολλοίς, χειρωναξία. Γι’ αυτό βοηθά πολύ η άσκηση του σώματος: με γερό σώμα γράφεις καλύτερα. Η σωματική κούραση, από την άλλη, συνιστά αρνητικό παράγοντα. Το γράψιμο είναι κοπιώδης απασχόληση, εξ ου και ξεκινά να γράφει κανείς κάθε ημέρα απολύτως ξεκούραστος (και έχοντας φάει καλές πρωτεΐνες). 9. Το σχεδιάγραμμα είναι για το γράψιμο ό,τι οι Δέκα Εντολές για το Δίκαιο. 10. Μη χρησιμοποιείς ήρωες που δεν ξέρεις το βιογραφικό τους.

* * *

Ένα καλός φίλος και συνάδελφος θα βγάλει ένα βιβλίο για την Καλλιδρομίου στα 80s, που το δεύτερο μισό της, μαζί με μια πενταετία ή κάπου τόσο ακόμα, ζούσαμε αλλιώς σε εκείνους τους δρόμους. Οπότε άρχισα από την αναγγελία της έκδοσης και μετά να θυμάμαι —κυρίως τα βράδια, όταν πας να κοιμηθείς— πράγματα από τότε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο Άσιμος είναι από τα πρόσωπα που θυμάμαι περισσότερο, η εικόνα του έρχεται στο μυαλό μου συνέχεια. Η χριστιανική του φιγούρα, το βαλιτσάκι με τις κασέτες του που δειγμάτιζε απαρεγκλίτως κάθε βράδυ, ξανά και ξανά, όλο στους ίδιους, το μαγαζί-σπίτι στην Καλλιδρομίου και Θεμιστοκλέους, από όπου περνούσαμε κάθε μέρα (εκεί θα κρεμιότανε ένα πρωινό), τα κακόμοιρα σκυλιά που έπαιρνε κοντά του, το ξύλο που μάζευε από όπου και όποιον μπορείς να φανταστείς, από αναρχικούς που κατρακυλούσανε από του Στρέφη μέχρι αστυνομικούς. Για πλάκα συνήθως. Τι θλίψη, τι θλίψη. Αλλά θυμάμαι κι άλλα.

* * *

Το συγκριτικό πλεονέκτημα που έχουμε εκεί στο σιντριβάνι που καθόμαστε με τον σκυλάκο μου κάθε βράδυ, γύρω στις 8, για κάνα μισάωρο περίπου ή κάπου τόσο, είναι που, όταν δεν χαζεύουμε στο κινητό ή όταν εγώ δεν διαβάζω καναδυό σελίδες από το βιβλίο μου, μαθαίνουμε λίγα πράγματα από τον κόσμο και τις συμπεριφορές του, έτσι όπως είναι όλοι τους χαλαροί και εκδηλωτικοί, καθώς είναι «στη βόλτα» — την ίδια στιγμή που ο κόσμος δεν μπορεί να μάθει κάτι από εμάς. Εκτός, ίσως, από το προφανές: είμαστε κι οι δυο μας μια στάλα γραφικοί.

* * *

Τέτοιες μέρες, Αύγουστο μήνα, έγινε η μάχη των Πλαταιών, το 479 π.Χ., κατά τη διάρκεια της δεύτερης περσικής εκστρατείας. Πριν τη μάχη οι Έλληνες στρατοπέδευσαν στις υπώρειες του Κιθαιρώνα, και ο Μαρδόνιος έστειλε εναντίον τους το ιππικό του, υπό την αρχηγία του Μασίστιου. Ο αγέρωχος Μασίστιος πολεμούσε πολύ γενναία και ήταν ανίκητος γιατί φορούσε μια ολόσωμη πανοπλία, πολύ ακριβή και ωραιότατη. Φαινόταν από μακριά, με τις φούντες στο κράνος και το παράστημά του, και πολλοί πήγαν να τον πολεμήσουν, πλην μάταια, γιατί η πανοπλία ήταν αδιαπέραστη και είχε μόνο ένα στενό άνοιγμα για τα μάτια. (Αλλά πολλοί περισσότεροι κιότεψαν και γύρναγαν γύρω-γύρω). Εντέλει, κάποιοι πελταστές πήραν κάτι σπασμένες λόγχες, έτρεξαν και κατάφεραν κάπως να πληγώσουν το άλογό του, που βρέθηκε με το πλευρό στο χώμα. Άλλοι λένε πως το σημάδεψε ένας δεινός Αθηναίος τοξότης. Σε κάθε περίπτωση, το νεαρό αρχοντόπουλο έπεσε στο χώμα, και δεν μπορούσε να σηκωθεί ακριβώς λόγω του βάρους της πανοπλίας. Είχε λυσσάξει που ήταν έτσι ανήμπορος να πολεμήσει τους βαρβάρους. Ένας άσημος στρατιωτάκος, μάλλον Μεγαρέας, πήρε τότε το σίδερο από ένα σπασμένο ακόντιο, σύρθηκε μέσα στις λάσπες —το αίμα κάνει την καλύτερη λάσπη—, πήγε από πίσω και το έμπηξε μέσα από το άνοιγμα του χρυσού κράνους, τρυπώντας του τα μάτια και σκίζοντάς του το κεφάλι. Οι άνδρες της φρουράς του, μόλις το αντιλήφθηκαν, και αφού απέτυχαν να πάρουν τον νεκρό μαζί τους, διέταξαν γενική υποχώρηση και σταμάτησαν τις εχθροπραξίες — για να αρχίσει αμέσως ένα μεγάλο δράμα — το γνωστό κούρεμα της χαίτης των αλόγων, οι νεκρικές πυρές, η πορεία των πενθούντων με τα μάγουλά τους βαμμένα με στάχτη, η κουρά των οπλιτών που διοικούσε κλπ. κλπ. Οι Έλληνες έβαλαν το γυμνό πτώμα του Μασίστιου σε ένα κάρο και το περιόδευσαν μπροστά από τις παραταγμένες δυνάμεις για να τον δουν όλοι οι οπλίτες, να χαρούν και να αναθαρρήσουν. Η πανοπλία του σκυλεύτηκε και δεν βρέθηκε ποτέ, πήγε χαράμι.

* * *

«Το δωμάτιό του μύριζε λεβάντα και γάτες. Δεν τον ένοιαζε. Υπήρχε ένας νιπτήρας στη γωνία. Άνοιξε τη βρύση και ακούστηκε κάτι σαν υποβρύχιο που άδειαζε τη δεξαμενή έρματος στο υπόγειο του σπιτιού. Την έκλεισε και έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του. Χαλάρωσε τη γραβάτα του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Θα προτιμούσε να μην τον κοιτούσε μια εικόνα του Εσταυρωμένου από τον απέναντι τοίχο και θα προτιμούσε το στρώμα να είχε ελατήρια αντί για πουρέ πατάτας, αλλά το σώμα του λαχταρούσε να κοιμηθεί και έτσι τον πήρε ο ύπνος». Simon Mockler, «Το σκοτάδι δεν κοιμάται ποτέ» (μετάφραση Χριστίνα Σωτηροπούλου, Εκδόσεις Κλειδάριθμος).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα