Πολεις

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο
Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Δεν είμαι καθόλου ετοιμόλογος. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Είναι καλό να είσαι ετοιμόλογος όταν είσαι ο ντετέκτιβ σε ένα hardboiled αστυνομικό μυθιστόρημα, σε ένα κλασικό νουάρ που διαδραματίζεται σε κάποιο προάστιο του Λος Άντζελες. Δεν είναι καλό να φοράς καμπαρντίνα και ρεπούμπλικα αν σκέφτεσαι μια ώρα τι να πεις όταν η βασική ύποπτος σε ξαφνιάζει με μια πονηρή ερώτηση. Αλλά εγώ δεν είμαι ο Μάρλοου. Οι μόνοι που ρωτάνε κάτι εμένανε είναι οι γείτονες για τα σκυλιά μου («Τι κάνουν;» «Καλά». «Ζεσταίνονται;» «Ναι»), και κάνας τουρίστας για το ποια ταβέρνα στη γειτονιά είναι καλύτερη κατά τη γνώμη μου. Αλλά, δεν ξέρω πώς, στο μυαλό μου δεν σταματά ποτέ να ξεπροβάλλει πού και πού η σωστή, ατακαδόρικη, πληρωμένη απάντηση που όφειλα να έχω σκεφτεί σε εκείνες τις δύο ή τρεις περιπτώσεις σε όλη μου τη ζωή που έπρεπε στ’ αλήθεια να μου έρθει μια σωστή, ατακαδόρικη, πληρωμένη απάντηση. Το ακόμη χειρότερο; Τώρα ΞΕΡΩ τι έπρεπε να πω. Πάντα μού έρχονται οι πιο ωραίες απαντήσεις, αλλά πάντα μού έρχονται κατόπιν εορτής. Ίσως λίγα λεπτά μετά, ή ίσως μερικά χρόνια μετά. Ποιος ξέρει: μπορεί να επέλεξα τα βιβλία, όχι μόνο γιατί δεν μου άρεσε κάποια άλλη δουλειά περισσότερο, αλλά για να πετάνε εξυπνάδες οι ετοιμόλογοι ήρωές μου στο φτερό. Τόσο ωραίοι.

* * *

Η εφηβεία είναι μια σύγχρονη επινόηση. Δεν υπήρχαν πάντα έφηβοι. Μέχρι σχετικώς πρόσφατα, υπήρχαν μόνο παιδιά και ενήλικες. Βασικά, ακόμη και η παιδική εργασία δεν ήταν κάτι που το αντιλαμβάνονταν ακριβώς οι άνθρωποι τότε σαν τέτοιο: εφόσον μπορούσες να δουλέψεις, θα δούλευες· εφόσον μπορούσες να πολεμήσεις, θα πήγαινες στον πόλεμο. Ήσουν νεαρός άντρας· ή, αν ήσουν νεαρή γυναίκα, θα γένναγες στα δεκατέσσερα-δεκαπέντε — ήταν υποχρεωτικό, νόρμα. Η ίδια η ιδέα ότι κάποιος ανάμεσα στα δεκατρία και στα δεκαεννιά του είναι κάτι άλλο, αλλά πάντως όχι «παιδί» ή «ενήλιξ», είναι φρέσκια, κι ας έχουμε γεννηθεί όλοι μέσα σ’ αυτήν. Στην αρχαία Ελλάδα, όπως πληροφορούμαστε από το Liddell-Scott, ἔφ-ηβος, (δωρ. ἔφ-ᾱβος), ὁ, ήταν αυτός που φτάνει στην εφηβεία (ἥβη), ένας νέος δεκαοκτώ χρονών, ηλικία στην οποία οι Αθηναίοι νέοι υποβάλλονταν στην «δοκιμασίαν» και θεωρούνταν πλέον ως καταγεγραμμένοι πολίτες στο ληξιαρχικό γραμματείο του δήμου. Καμία σχέση με τα δικά μας εφηβάκια, πά’ να πει. Στο Merriam-Webster ο όρος «teenager» δεν χρησιμοποιήθηκε με τη σύγχρονη έννοια μέχρι το 1913. Ουσιαστικά όμως, η λέξη αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρέως μετά τη δεκαετία του 1940, και κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας τού 1950 και έπειτα. Οπότε; Δεν υπήρχαν έφηβοι πιο πριν; Όχι. Άρχισαν να υπάρχουν όταν έγινε υποχρεωτική η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή όταν οι νέοι ανάμεσα στα δεκατρία και στα δεκαοχτώ-δεκαεννιά τους άρχισαν να περνούν πολύ χρόνο μαζί, μακριά από ενήλικες και παιδιά, άρα να αναπτύσσουν και μία κοινή, διακριτή γλώσσα και κουλτούρα. Ήταν τότε που άρχισαν να δημιουργούνται καταναλωτικά προϊόντα μόνο για εφήβους: μουσική, ταινίες κ.ά. Που τόσο μάς αρέσουν κι εμάς.

* * *

Σχεδόν κανείς δεν μας ξέρει, σχεδόν κανείς δεν ξέρει ότι γράφουμε, ότι έχουμε βγάλει βιβλία, ότι έχουμε κάνει αυτό ή εκείνο. Ως εκ τούτου, νά μια συμβουλή για έναν νέο στο επάγγελμα: Όση επιτυχία και να τύχει να κάνεις —πράγμα που έτσι κι αλλιώς είναι μάλλον απίθανο—, σχεδόν κανείς δεν θα ξέρει τα βιβλία σου, ποτέ. «Οι υπόλοιποι όμως;» Σωστά. Οι υπόλοιποι είναι ένα δύσκολο κοινό. Γιατί θα σε ξέρουν με το μικρό σου όνομα.

* * *

Στην Πράγα, το δικτατορικό καθεστώς συνήθιζε να αναθέτει σε αντικαθεστωτικούς συγγραφείς, καθηγητές και διανοουμένους τις πιο ταπεινωτικές, λέει, εργασίες, κάτι, ορισμένως, πολύ πιο σαδιστικό από τον σωφρονισμό σε μια φυλακή ή τη δουλειά στα αλατωρυχεία. Η πιο ταπεινωτική όλων ήταν του ανθρώπου που καθάριζε τις ράγες του τραμ από χαλικάκια, σκουπίδια κλπ. με το ένα χέρι, ενώ τις λάδωνε με το άλλο όπου έβλεπε σκουριά. Η δουλειά γινόταν τις βραδινές και τις πρώτες πρωινές ώρες. Στην κρίση ενός θεού αυτό είναι σπουδαίο βέβαια, σημάδι υψίστης γενναιότητος, αλλά δεν μπορούμε καν να φανταστούμε τι φρίκη ήταν για εκείνους τους σπουδαίους ανθρώπους, πόσο ροκάνιζε το μέσα τους αφήνοντάς τους σκέτα κουφάρια που περιφέρονταν στους δρόμους με το δοχείο τους κρεμασμένο από τον λαιμό και με ένα σκουπάκι για να διώχνουν τις βρομιές. Και πόσο συχνά περνούσε από το μυαλό τους να μην τραβηχτούν στο πλάι όταν το πρώτο τραμ της ημέρας τούς πλησίαζε κουδουνίζοντας μανιασμένα, και να του ουρλιάξουν κι εκείνοι κατάμουτρα.

* * *

Όταν τα φέρνει έτσι η ζωή που μια από τις δουλειές σου είναι να παρουσιάζεις νέες εκδόσεις, χάνεις πια τη χαρά του διαβάσματος: δεν διαβάζεις για σένα, αλλά για τους άλλους. Το προσωπικό διάβασμα προϋποθέτει μια κάποια αταξία, είναι τρόπον τινά επαναστατικό, και εν πάση περιπτώσει αντανακλά το γούστο σου (ή θα έπρεπε να το αντανακλά): είναι μια μοναχική ασχολία, ένα χόμπι που αφορά εσένα. Διαβάζοντας για να καλύψεις την εκδοτική δραστηριότητα, δεν επιλέγεις πια αυτά που σου αρέσουν, αλλά αυτά που είναι καλά και που πρέπει να διαβαστούν. Κάτι χάνεις — αλλά και κάτι κερδίζεις δηλαδή. Νά όμως κάτι που συμβαίνει έτσι: ξεχνώ όλα τα βιβλία που διαβάζω σχεδόν αμέσως μόλις τελειώσω το κείμενό μου, όσο καλά και να ήταν — και πολλά πράγματι είναι. Γιατί η καρδιά μου, το μυαλό μου, η μνήμη μου, γαντζώνονται σε εκείνα τα παλιά, ως επί το πλείστον φτηνά βιβλία που αγαπώ ακόμα και θα αγαπώ για πάντα. Βιβλία που κανείς δεν μιλά, ή δεν πρέπει να μιλά, γι’ αυτά.

* * *

Στις 99 από τις 100 φορές που κάποιος λέει «μαγικός ρεαλισμός», δεν υπάρχει κανένας μαγικός ρεαλισμός. Και ζήτημα αν υπάρχει και στην εκατοστή. Όμως γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ το Φανταστικό; Δεν εξυπηρετεί την ιδεολογία μας; Δεν είναι αρκετά προοδευτικό; Τι διάολο; Είναι πιο επαναστατικός ο μαγικός ρεαλισμός; Πιο κομαντάτε Τσε Γκεβάρα; Πρέπει να το σκεφτώ περισσότερο. Ή ίσως να μη δίνω καμία απολύτως σημασία στα οπισθόφυλλα. Άλλωστε έχω γράψει τόσο πολλά στη ζωή μου.

* * *

Με ενοχλεί η μανία με το φαγητό. Είναι κάτι που ποτέ μου δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Είναι τόσο μακριά από εμένα. Το φαγητό. Το καλό φαγητό. Το γκουρμέ φαγητό. Το ηθικό φαγητό. Η μία και η άλλη πολύ ειδική διατροφή, που δεν έχει να κάνει τέλος πάντων με την υγεία σου αλλά με τα γούστα σου της ώρας. Η ικανότητα, πες, να διακρίνεις διαφορές ανάλογα με τον τύπο του ορυκτού αλατιού που χρησιμοποιήθηκε: ενοχλητική. Αντιλαμβάνομαι πως είναι κάπως χωριατιά αυτό που λέω, ή και πολύ, αλλά τι να κάνουμε τώρα. «Να πάμε εκεί για τα συγκεκριμένα σουτζουκάκια». Θεούλη μου, λυπήσου τα νιάτα σου και την ομορφιά σου, γιατί να σε φάνε οι δρόμοι. Φάε ένα τοστ. Κάτσε εδώ που ’ναι καλά. Γίνεται χαμός στον κόσμο, καημένε, αφουγκράσου τον. Κι αν δεν φας φέτος αυγά αχινού τηγανισμένα σε βούτυρο γιακ, τι να κάνουμε; Υπομονή, θα φας του χρόνου.

* * *

«Στο Μπρούκλιν επισκέφτηκα τον Πολ Όστερ στο σπίτι του, στο Παρκ Σλόουπ. Τι χρονιά ήταν αυτή που πέρασε! Είδε την εγγονή του να πεθαίνει και στη συνέχεια έζησε τον θάνατο του γιου του. Και τώρα τον βρήκε ο καρκίνος. Είχε ξεκινήσει χημειοθεραπείες και τα μαλλιά του είχαν πέσει. Ο Πολ είχε πάντα ωραία μαλλιά. Πλέον το κεφάλι του κρυβόταν από ένα καπέλο. Είχε χάσει βάρος. Αλλά η διάθεσή του ήταν καλή. Επρόκειτο να πάρει τέσσερις δόσεις με διάλειμμα τριών εβδομάδων και να κάνει ανοσοθεραπεία. Η ελπίδα όλων ήταν ότι με τον τρόπο αυτόν θα συρρικνωνόταν ο όγκος. Στη συνέχεια θα υπήρχε ένας μήνας ή έξι εβδομάδες ανάρρωσης λόγω χημειοθεραπείας και μετά, όπως έλπιζε, το χειρουργείο. Στο στάδιο αυτό θα έπρεπε να αφαιρεθούν οι δύο από τους τρεις λοβούς του δεξιού πνεύμονα. Του θύμισα ότι ο Βάτσλαφ Χάβελ, ο Τσέχος θεατρικός συγγραφέας που έγινε Πρόεδρος της χώρας του, επίσης μανιώδης καπνιστής, απέμεινε με μόλις τον μισό πνεύμονά του ύστερα από την εγχείρηση, αλλά έζησε μια χαρά. Ο Πολ γέλασε και μου είπε ότι έλπιζε σε κάτι καλύτερο. Ένιωσα όμορφα που τον είδα και τον άκουσα να γελάει. Ήμουν χαρούμενος με την αισιοδοξία του. Αλλά ο καρκίνος είναι πάντα ύπουλος. Μόνο για το καλύτερο μπορούμε να ελπίζουμε μαζί του». Σαλμάν Ρούσντι, «Μαχαίρι» (μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, Εκδόσεις Ψυχογιός).

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.