- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τρίτη 6 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Τρίτη 6 Αυγούστου 2024
Ένιωθα έναν πόνο στο στήθος έτσι όπως προσπαθούσα να κοιμηθώ με τη βοήθεια ενός βιβλίου, ή μάλλον μια ενόχληση, κάτι περίεργο ή τέλος πάντων ασυνήθιστο, ένα παράξενο μυρμήγκιασμα, άρα αμέσως σκέφτηκα πως πάθαινα έμφραγμα. Ιδρώτας με έλουσε, έκλεισα το βιβλίο, μια μαύρη με κατέβαλε απελπισία — και μια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό μου: νοσοκομείο Παπανικολάου, ζέστη, ιδρώτας, κι εγώ σε έναν θάλαμο με άλλους εφτά άντρες σε ποικίλα στάδια ανάνηψης, που όλοι τους θα είχαν κούρσα και εξοχικό στη Χαλκιδική, θα είχαν φάει από δυο τόνους γόνο μπαρμπουνιού στη ζωή τους, θα υπήρξαν οπαδοί τού Δεν Πληρώνω και βέβαια Αγανακτισμένοι, θα έτρεμαν την εδώ και δεκαετίες επικείμενη ιδιωτικοποίηση του νερού, θα ήθελαν μια ελεύθερη Παλαιστίνη από το ποτάμι ίσαμε την ακτή, θα μισούσαν από πάντα τους Εβραίους, θα σιχαίνονταν παλιά τη Μέρκελ και σήμερα τον Μακρόν, θα ρούφαγαν με θόρυβο τη σούπα τους, θα υποστήριζαν με πάθος τον Πούτιν, θα πίστευαν ότι καλά τα λέει ο λεβέντης ο Μπέος, ότι δίκιο έχει ο Νότης, ότι δεν τα λένε άσχημα και οι Σπαρτιάτες, θα θεωρούσαν αίσχος την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι, θα ήταν παιδιόθεν οπαδοί της ομάδας του Ρώσου ολιγάρχη Иван Саввиди, θα έλεγαν πως είναι ανήκουστο ένας γκέι τρανς ασχημάντρας να παίζει στο γυναικείο μποξ, δεν θα είχαν κάνει το εμβόλιο, θα φορούσαν τη μάσκα με τη μύτη έξω, και θα θεωρούσαν όλη τη φιλολογία γύρω από τον Covid μια ύπουλη προσπάθεια της ΝΤΠ να μας κάνει άβουλα όργανά της και πειθήνιους υπηρέτες της, ή να μας αφανίσει, ή και τα δύο μαζί. «Παναγιά μου Μεγαλόχαρη», σκέφτηκα, «κάνε να πεθάνω πριν φτάσω στο Παπανικολάου, σε παρακαλώ, δώσε ό,τι έχεις και δεν έχεις, χτύπα δυνατά, μη λυπηθείς την καρδιά μου — λυπήσου εμένα». Οι προσευχές μου με ηρέμησαν κάπως, και κάποια στιγμή η ενόχληση υποχώρησε και κοιμήθηκα. Το πρωί ήμουν καλά. Τελικά ήταν μια ψύξη από το κλιματιστικό, o altra cosa. Οπότε: μιαν άλλη φορά, motherfuckers.
* * *
Ανέβηκε πριν από μερικές ημέρες στο Mubi η ταινία της Julia Fuhr Mann, μιας κουίρ φεμινίστριας σκηνοθέτιδος, με τίτλο «Life Is Not A Competition, but I’m Winning». Στο ιδιότυπο αυτό ντοκιμαντέρ γίνεται όλη η συζήτηση για όσα κι εμείς πασχίζουμε να καταλάβουμε τις τελευταίες ημέρες (πασχίζουμε να τα καταλάβουμε έχοντας βέβαια ετοιμοπαράδοτες απόψεις, από πριν καν να ανοίξει η συζήτηση…), όταν ανέκυψε (από το ρωσικό πουθενά) το θέμα με την πυγμάχο Ιμάν Κελίφ από την Αλγερία. Με γυρίσματα στο Ολυμπιακό Στάδιο των Αθηνών και του Βερολίνου, η Mann μιλά για τα άκαμπτα όρια φύλου των ανταγωνιστικών αθλημάτων, για τις γυναίκες αθλήτριες, για τις μαύρες αθλήτριες, και βέβαια για τις κουίρ αθλήτριες, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, για τις θυσίες που καλούνται να κάνουν, και για τους θριάμβους που κατήγαγαν κάποιες φορές. Κυρίως όμως για το μίσος που δέχονται συχνά, και τους αποκλεισμούς που βιώνουν. Ξεκινώντας από τον ιδρυτή των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, βαρόνο Πιέρ ντε Κουμπερτέν, που θεωρούσε ότι «οι γυναίκες αθλήτριες ενεργούν ενάντια στους νόμους της φύσης» και τις απέκλεισε επί ποινή ροπάλου (θυμίζουμε την περίπτωση της Σταμάτας Ρεβίθη που έτρεξε μόνη της Μαραθώνιο το 1896 μπας και τη διορίσουν στον Δήμο Αθηναίων, μόνο και μόνο για να τη σταματήσουν οι κριτές λίγο πριν τον τερματισμό), η σκηνοθέτις αφήνει τις τρανς και ίντερσεξ γυναίκες που πρωταγωνιστούν στην όμορφη και καλογυρισμένη ταινία της να συζητήσουν για τις εμπειρίες τους και να μιλήσουν για θέματα φύλου, αποδοχής και συμμόρφωσης στους κανόνες, όπως πρέπει να μιλάει ο κόσμος. Ελπίζω να τις ακούσουμε. Έχοντας πάντα, ίσως, στο μυαλό μας τι σημαίνει να ζεις στο περιθώριο χωρίς να έχεις επιλέξει να ζεις στο περιθώριο. ΥΓ. Ειδική μνεία γίνεται στον σούπερ κολυμβητή Μάικλ Φελπς, αυτό το παγκόσμιο είδωλο του υγρού στίβου, το σώμα του οποίου όμως, από μια παραξενιά της φύσης, παράγει λιγότερο γαλακτικό οξύ από των συναθλητών του — εξ ου και οι επιδόσεις του και τα μετάλλιά του. Βέβαια είναι cis λευκός άντρας. Οπότε: ΑΛΛΟ ΑΥΤΟ.
* * *
Έχουμε έναν ποδηλατόδρομο εδώ απέναντι από το σιντριβάνι, που ξεκινά από τη Διαγώνιο και φτάνει ώς τη Νίκης, μήκους 120 μέτρων. Είναι ο πιο μικρός ποδηλατόδρομος στον κόσμο, καλαίσθητος, κουκλίστικος, καλοστρωμένος, με μια νησίδα φυτεμένη άγρια σκόρδα να τον χωρίζει από τον δρόμο ήπιας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων παραδίπλα — εν ολίγοις, ένα απίθανο πράγμα. Βέβαια δεν ανήκει στα ποδήλατα· να τα λέμε όλα. Συνήθως περπατάνε και πεζοί εκεί μέσα, και μηχανάκια, και σκυλιά, και πελάτες του Μασούτη με το καρότσι τους γεμάτο νερά και μίνι παγωτά ετικέτας, και τα πάντα. Μάλιστα, μολονότι είναι μονόδρομος (υπάρχει σχετική σήμανση), οι μισοί ποδηλάτες που τον χρησιμοποιούν πηγαίνουν ανάποδα —και βαρώντας αγανακτισμένοι το κουδούνι έτσι και σε δουν να περπατάς κι εσύ εκεί μέσα—, με συνέπεια μικροτρακαρίσματα, ψευτοτραυματισμούς, καβγάδες και τα συναφή. Αλλά δε βαριέσαι. Είναι μικρός, στενός, κομψότατος, και μας αρέσει. Και μια σταλιά: σκέτη ζωγραφιά — σαν ψεύτικος.
* * *
Τα παλαιοβιβλιοπωλεία δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που λέμε «αγορά του βιβλίου». Ή, έχουν όση σχέση έχουν με την αγορά του βιβλίου τα βουλκανιζατέρ, οι μπουτίκ, και τα ντέλι που πουλάνε εκλεκτά προϊόντα μικρών παραγωγών. Από την αγορά ενός βιβλίου από δεύτερο χέρι δεν θα πάρει δραχμή ούτε ο συγγραφέας (για να πληρώσει τους λογαριασμούς του) ούτε ο εκδότης (για να πληρώσει τους λογαριασμούς του, να ανταμείψει τους συνεργάτες του, και για να βγάλει κι άλλα βιβλία). Δεν θα τονωθεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών για έναν λογοτέχνη, ένα είδος, μιαν εποχή κλπ., ακόμη και από το ξεπούλημα όλου του στοκ ενός παλαιοβιβλιοπωλείου, ή και όλων των παλαιοβιβλιοπωλείων μαζί. Δεν θα γίνει τίποτε τέτοιο, ποτέ. «Απλώς» θα συγκινηθούν κάποιοι πελάτες με έναν τίτλο που ίσως έψαχναν χρόνια (βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά γιατί δεν είναι και λίγο πράγμα να βρεις, πες, δέκα βιπεράκια του Λουίς Λ’Αμούρ με 10 ευρώ και να θυμάσαι τα νιάτα σου τρώγοντας καρπούζι στη βεράντα και ξεφυλλίζοντάς τα), και θα κάνουν οικονομία κάποιοι άλλοι —απείρως περισσότεροι— αγοράζοντας αντιπροπέρσινα κοινωνικά, αισθηματικά και αστυνομικά μυθιστορήματα δεύτερο χέρι. Όσο για τους «πνευματικούς θησαυρούς» που βρίσκει κανείς στα τραπέζια και στους πάγκους τους… ω, ελάτε τώρα…
* * *
Είναι ένας γέρος σε μια πολυκατοικία απέναντι (και λέω γέρος και όχι ηλικιωμένος γιατί μιλάμε για γέρο τώρα, εκατοντούτη), που όποτε κι αν κοιτάξεις στο παράθυρό του θα τον δεις όρθιο στην ίδια στάση, με το εσώρουχο μόνο, αδύνατο πολύ, να κάνει πάντα το ίδιο πράγμα κοιτώντας προς τον τοίχο του σπιτιού του: σαν να ζωγραφίζει, αλλά χωρίς τελάρο και χωρίς πινέλο. Πάντα το ίδιο πράγμα, πάντα έτσι ντυμένος, πάντα στο ίδιο σημείο, πάντα κουνώντας το χέρι με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο στο πλάι, λες και ευλογεί κάποιους που πάνε να τον προσκυνήσουν, να ζητήσουν τη χάρη του.
* * *
Περνάμε δύσκολη περίοδο, και να δούμε πώς θα τα βγάλουμε πέρα. Αλλά βέβαια έχουμε περάσει και τη φάση με τα ρεμπέτικα, που μπροστά τους ακόμα και ο Καζαντζίδης είναι Σκάλα του Μιλάνου, πράγμα που σημαίνει ότι είμαστε δυνατοί: σφίξαμε τα δόντια, και το ξεπεράσαμε. Επιβιώσαμε. Κάποιοι χάθηκαν στη διαδρομή —λογικό—, αλλά οι περισσότεροι τα καταφέραμε, και είμαστε ακόμα εδώ, προσπαθώντας να ξεχάσουμε. Ψέματα: έχοντας ξεχάσει ήδη τα πάντα, σαν να μη συνέβη τίποτε ποτέ, σαν να μην ήμασταν εκεί. Οπότε κουράγιο, όλα περνούν κάποια στιγμή. Θα περάσει κι αυτό.
* * *
«Ο κόσμος ήταν εκεί έξω και μας περίμενε πέρα από τα τετράγωνα παράθυρα με το μεταλλικό πλαίσιο. Ήταν αδύνατον να ξέρω τι περιπέτειες ανέμεναν εμένα και τους φίλους μου εκείνο το καλοκαίρι του 1964, ήξερα όμως ότι οι καλοκαιρινές μέρες ήταν ατελείωτες και ράθυμες, κι όταν ο ήλιος εγκατέλειπε τελικά τον ουρανό, τα τζιτζίκια τραγουδούσαν και οι πυγολαμπίδες στροβιλίζονταν και δεν υπήρχαν εργασίες για το σχολείο και, αχ, ήταν μια υπέροχη περίοδος. Είχα περάσει τις εξετάσεις των μαθηματικών και είχα γλιτώσει με μέσο όρο Γ μείον, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, τη φριχτή παγίδα του θερινού σχολείου. Όταν οι φίλοι μου κι εγώ ασχολούμασταν με τις απολαύσεις μας και ξεσαλώναμε στη γη της ελευθερίας, κοντοστεκόμασταν κάθε τόσο και σκεφτόμασταν τους έγκλειστους στο θερινό σχολείο-φυλακή στην οποία είχε καταδικαστεί ο Μπεν Σίαρς την περασμένη χρονιά, και ευχόμασταν το καλύτερο για κείνους, αφού ο χρόνος προχωρούσε χωρίς να τους έχει πάρει μαζί του — και δεν ήταν ότι δεν μεγάλωναν κιόλας. Τικ... τοκ... τικ. Χρόνος, ο βασιλιάς της αναλγησίας». Ρόμπερτ Μακάμον, «Η ζωή ενός αγοριού» (μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης, Εκδόσεις Αίολος).
* * *