- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024
Τι σκέφτεται ένας εξωστρεφής άνθρωπος για τους εσωστρεφείς; Ότι είναι λυπημένοι, μελαγχολικοί, βαριεστημένοι, ντροπαλοί, αδιάφοροι κλπ. κλπ. κλπ., και αλαζόνες. Στην πραγματικότητα βέβαια ένας εσωστρεφής απλώς είναι στοχαστικός, ονειροπόλος, παρατηρητικός, ευγενικός, και δεν θα σε διακόψει ποτέ για να μιλήσει εκείνος. Και, ναι, είναι και αλαζόνες. Φυσικά και είναι. Με τους εξωστρεφείς έχουν να τα βάλουν, όχι δα και με τον Αϊνστάιν.
* * *
Είμαι σε όλες τις ομάδες εσωστρεφών του αγγλόφωνου Facebook. Αν και τα μέλη τους δεν γελάνε στις παρέες (και βασικά δεν βγαίνουν καν με παρέες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποστεί κανείς ένα τέτοιο βάσανο, για όνομα του καλού Θεού), τα γκρουπ έχουν πολύ γέλιο. («Να σε πάρω τηλέφωνο;» «Ναι, αμέ». «…Πήρα, αλλά δεν το σηκώνεις!» «Είπα εγώ ότι θα το σηκώσω;» Εντάξει, αυτό δεν είναι πολύ αστείο, είναι τύπου dad joke, αλλά εμάς μάς αρέσει). Το μότο των εσωστρεφών είναι: «Από μακριά κι αγαπημένοι», και τα ΜΚΔ σού το παρέχουν αυτό εξ ορισμού. Το ίντερνετ φτιάχτηκε από εσωστρεφείς (κανένας νερντ δεν είναι εξωστρεφής, αυτό δεν γίνεται να γίνεται) και εξακολουθεί να είναι ο παράδεισός τους. Εκεί έξω, ή εκεί μέσα, ο καθένας μπορεί να λάμψει.
* * *
Αν δεν αντέχω κάτι στη ζωή μου, είναι αυτούς που πεθύμησαν ένα Παρισάκι, ένα Λονδινάκι, και τα συναφή. Πείτε το μια ιδιοτροπία μου, μια τρέλα, ή απλή ζήλια που εγώ δεν ταξιδεύω: τίποτε δεν μπορεί να με πειράξει λιγότερο. Δεν τους άντεχα αυτούς τους ανθρώπους ποτέ, αλλά από το 2010 ας πούμε και δώθε, με την κρίση και όλα αυτά, γίνομαι Χουλκ όποτε ακούω κάτι τέτοιο. Εδώ ο κόσμος καίγεται. Για να το πω αλλιώς, πολύ λιγότερο θα με πείραζε αν άκουγα κάποιον να λέει, «Αχ πεθύμησα να φάω έναν τάρανδο γιαχνί, με τα κέρατα και με τα όλα του», ή «Λαχτάρησα να κάνω σεξ με έναν συναινούντα πιγκουίνο, και ειδικά [sigh] με τον Πιγκλ από τη Χιλή. Αχ μωρέ Πιγκλ…» Ιδίως με ενοχλούν όσοι ξέρουν καλά μια ξένη πόλη από τα ταξίδια τους, και όχι επειδή έχουν ζήσει εκεί. Αυτοί που την ξέρουν σαν την τσέπη τους, οι τόσο πια πολυταξιδεμένοι, οι Μαντάμ Σουσού της επιδειξιμανίας: «Καλό πατσά στο Τραφάλγκαρ; Μισό, θα σε στείλω σε ένα κουτουκάκι άλφα-άλφα. Πες ότι σε έστειλε ο Ισίδωρος-Προμηθέας για να σε περιποιηθούν». «Ταϊλανδέζικα στην Πόλη του Μεξικού δεν έχει πολλά που να αξίζουν. Θα σου πω εγώ πού να πας, ένα μικρούλι μαγαζάκι πολύ κοντά στον κουρέα που πάω και μου περιποιείται το μούσι». «Να σου κάνει στρίφωμα σε γιλέκο στο τρίτο διαμέρισμα του Παρισιού μόνο ΜΙΑ πλακοραφού μπορεί, κάτσε να σου δώσω το κινητό της». Δεν το ’χουν σε πολύ να με τρελάνουν όλοι αυτοί, προτιμώ να πάω στην Επίδαυρο και να δω κανένα έργο.
* * *
Η μόνη σημαία, πλην της ουκρανικής, που μπορώ να σχεδιάσω με άνεση είναι η ιαπωνική. Ναι, ντρέπομαι κάπως (όχι πολύ· σχεδόν καθόλου· αλλά σίγουρα ντρέπομαι), παρ’ όλα αυτά δεν φταίω ακριβώς: το μυαλό μου δεν συγκρατεί σχέδια (και αριθμούς). EDIT: Και ονόματα. Και πρόσωπα. Και διάφορα άλλα, από εκείνα που μπορούν να κάνουν έναν άντρα να καταντραπεί.
* * *
Ο μέγας αναρχικός καλλιτέχνης Λεωνίδας Χρηστάκης (1928-2009) υπήρξε πολύ αγαπημένος μου για αρκετά χρόνια —όχι ότι ήταν αμοιβαίο, αλίμονο—, και όποτε έβλεπα τη χαρακτηριστική φιγούρα του ανέβαινε λίγο το μπόι μου. Στις αρχές τού 2000 λοιπόν είχε βγάλει ένα βιβλίο με τίτλο: «Βιοπραγματική ονοματοθεσία. Ονομαστική αναφορά όλων των ανθρώπων που γνώρισε ο Λεωνίδας Χρηστάκης μέχρι τα εβδομήντα δύο του χρόνια» (Εκδόσεις Όμβρος). Ήρθε και το άφησε πάνω στο γραφείο μου με μια αριστοκρατική κίνηση. «Είσαι κι εσύ μέσα, εννοείται», μου είπε. «Ω, μεγάλη μου τιμή, μετρ», του είπα εγώ, και, ενώ είχα κιόλας σηκωθεί για να του φτιάξω καφέ, σταμάτησα, ξανάκατσα και άπλωσα το χέρι για να πιάσω τον φτενό τόμο. «ΑΛΛΑ», συνέχισε εκείνος, «να ξέρεις πως δεν σας έβαλα σε αλφαβητική σειρά». «Αλλά… με τι σειρά;…» ρώτησα εγώ, και ο Χρηστάκης έσκυψε προς το μέρος μου, με το μουσάκι του να τανύζεται κι αυτό, πονηρά. «Με τυχαία σειρά βέβαια», είπε. «Με απολύτως τυχαία σειρά. Και μετά τα ανακάτεψα ξανά. Και μετά άλλη μία. Τρέχα-γύρευε». Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, μέσα σε εκείνες τις σελίδες με τα ψιλά γράμματα ήταν αδύνατον να βρεις το όνομά σου, όσο και να έψαχνες. Έπρεπε να αρκεστείς στον λόγο τού ιδίου. Αλλά και γιατί να ψάξεις; Άλλωστε, πολλά από τα ονόματα εκεί μέσα ήταν φανταστικά, και δεν αντιστοιχούσαν σε πραγματικούς ανθρώπους που γνώρισε ο Λεωνίδας Χρηστάκης μέχρι τα εβδομήντα δύο του χρόνια. Το ίδιο βέβαια ισχύει για τον καθένα μας. Ξεχνάμε ανθρώπους που γνωρίσαμε, και επινοούμε άλλους, που δεν υπήρξαν ποτέ.
* * *
Το πιο εύκολο πράγμα σε ένα μυθιστόρημα αφού τελειώσει, είναι να του προσθέσεις μερικές χιλιάδες λέξεις ακόμη. Το πιο δύσκολο, να του αφαιρέσεις μερικές εκατοντάδες.
* * *
Τα μυθιστορήματα δεν γίνονται καλύτερα αν τους αφαιρέσεις λέξεις, αν τα «σφίξεις», αν έχει μεγαλύτερη οικονομία η αφήγηση κ.ο.κ. Αυτά είναι μύθοι, και γενικότητες. Κάθε βιβλίο μπορεί να γίνει καλύτερο με τον μοναδικό, ολόδικό του τρόπο. Μόλο που τα περισσότερα δεν μπορούν να γίνουν καλύτερα με την καμία.
* * *
Αυτό που φαίνεται να περισσεύει σε ένα μυθιστόρημα, μια αίσθηση πάχους που έχει, ένα στρώμα λίπους κάτω από το δέρμα, είναι συχνά αυτό που το κάνει αξιανάγνωστο και όμορφο, και δύσκολο να χαθεί: το κρατά στη ζωή για περισσότερο καιρό, όπως το λίπος της φάλαινας την κρατά ζεστή μέσα στην παγωμένη θάλασσα, ή όπως το μακιγιάζ σε έναν καλλιτέχνη του καμπαρέ τον κάνει αμέσως να ξεχωρίζει, πριν καν αρχίσει το νούμερό του. Αυτό που, αντιθέτως, δεν ανήκει σε ένα βιβλίο είναι ό,τι δεν προωθεί την πλοκή του, την «ιδέα» του, τον όγκο του προς τα μπροστά. Τα στοιχεία που συμβάλλουν στη δημιουργία μιας συγκεκριμένης ατμόσφαιρας, δεν είναι περιττά — αλίμονο, κάθε άλλο. Οι άσχετες ιστορίες όμως είναι άσχετες και εξοβελιστέες, όπως άλλωστε και οι απόψεις του συγγραφέα για τούτο και για κείνο. Μας νοιάζουν μόνο οι απόψεις των ηρώων του. Γι’ αυτούς διαβάζουμε το βιβλίο, όχι για εκείνον.
* * *
«Μια αίσθηση ολέθρου είναι διάχυτη στον κόσμο. Το μυθιστόρημα την καταγράφει και, καταγράφοντάς την, απαστράπτει. Όσο πιο έντονα μυρίζει το σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας —και σήμερα η Δανιμαρκία μοιάζει να καταλαμβάνει σημαντικό μέρος σύμπαντος— τόσο πιο απαραίτητο γίνεται το μυθιστόρημα. Η Εσχάτη Θούλη, αντανάκλαση ενός ακατάβλητου ορμέμφυτου προς την επιβίωση, προς την επικράτηση της μορφής απέναντι στο χάος, της προσπάθειας απέναντι στην αβουλία, του πνεύματος απέναντι στην άμορφη ύλη: το μυθιστόρημα είναι όλα αυτά μαζί, και πολλά ακόμα. Τροφοδοτούμενο από ακραίες εντάσεις, μάρτυρας βίαιων αναταραχών, ταϊσμένο άλλοτε με χαβιάρι και πέρδικες και άλλοτε με ψοφίμια, ανακάμπτει σήμερα στη διεθνή σκηνή με ρώμη αξιοζήλευτη. Ανθίζει με μια πληρότητα που θα τη ζήλευαν ακόμα και τα ρόδα. Νά το: πρωτεϊκό, γενναιόδωρο, τολμηρό, πανταχού παρόν, δύσπιστο, ιδιότροπο, ανήμερο. Κάθε κοινωνική κρίση το αναγκάζει να αναγεννηθεί. Όποτε είναι απαραίτητο, αλλάζει δέρμα. Οι αντιξοότητες το θρέφουν. Σήμερα είναι στα καλύτερά του και, ως εκ τούτου, πιθανώς κάποιοι από μας θ’ αρχίσουν ήδη να προφητεύουν την επικείμενη εξαφάνισή του. Ίσως έχουν επιλέξει ήδη φέρετρο και τόπο ταφής. Αυτή η προφητεία αποτελεί μέρος των ηθών και των εθίμων του αιώνα μας. Κάθε φορά που το μυθιστόρημα θάλλει, κάποιος διαλαλεί τη θανατική του καταδίκη. Η αλήθεια είναι όμως ότι κανείς δεν μπορεί να το νικήσει». Σέρχιο Πιτόλ, «Η τέχνη της φυγής» (μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου, Εκδόσεις Δώμα, σ. 213).
* * *
Από μια παραξενιά, τα φώτα χθες δεν άναψαν, για λίγο, στο σιντριβάνι και στα πέριξ. Ξαφνικά, μας βρήκε το πιο γλυκό σούρουπο, κι ας είχε πάλι ζέστη, κι ας κολλούσαμε ολόκληροι. Είναι ωραίο το μούχρωμα, γιατί αφήνει να φαίνονται καλύτερα τα πάντα. Με το φως, όλοι γινόμαστε ένα, ένα tableau vivant όπου δύσκολα ξεχωρίζει κανείς: δεν μπορείς καν να διακρίνεις τον εαυτό σου. Στο δειλινό, το λυκόφως που παίζει ανάμεσα στις σκιές γράφει έτσι το περίγραμμά σου που το κάνει να φαίνεται σε όλους, σαν να σε σκέπει μια πινακίδα νέον. Έπειτα όμως τα φώτα του δρόμου και της πλατείας άναψαν, και γίναμε πάλι όλοι ένα. Και κολλούσαμε ολόκληροι.
* * *