Πολεις

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Γράφει κάπου ο Μέλβιλ: «Είναι καλύτερο να αποτύχεις πρωτοτυπώντας, παρά να πετύχεις μιμούμενος». ¡Ay, caramba! Μά τον Θεό, θα προτιμούσα να πετύχω με οποιονδήποτε τρόπο (πλην προδοσίας, παιδεραστίας και καναδυό άλλα τέτοια), όχι απλά μιμούμενος κάποιον, ή κάτι, ή τα πάντα. Τι κακό έχει η μίμηση δηλαδή; Μόνο έτσι προχωρά η τέχνη. Λυπηθείτε μας λίγο, κε Χέρμαν. Βέβαια, όχι απλώς δεν με ακούει (άλλωστε στον Χόθορν αναφερόταν, όχι σε μένα, όχι στους πολλούς — αλίμονο, το ξέρω…), αλλά συνεχίζει στο ίδιο κείμενο, αμέσως παρακάτω: «Όποιος δεν έχει αποτύχει, δεν μπορεί να μεγαλουργήσει. Στην αποτυχία είναι που δοκιμάζεται το μεγαλείο». Πράγματι, απευθύνεται μεν σε άλλον ένα κορυφαίο —γενικώς οι μεγάλοι μιλάνε μόνο μεταξύ τους όταν τούς τσιμπάει η μύγα της διαμάχης· και πώς αλλιώς—, μα αντιλαμβάνεται κανείς πως —καθώς κάτι τέτοιες αποστροφές εύκολα κεντιούνται σε έναν ημιλογοτεχνικό τσεβρέ για να κοσμήσουν έναν νεανικό, ασχέτως ηλικίας, τοίχο αφέλειας— με τέτοια τσιτάτα ΠΡΑΓΜΑΤΙ δεν μπορεί να πάει μπροστά κανείς. Γιατί; Γιατί μόνο τύποι σαν τον Μέλβιλ μπορούνε να τα λένε. Εξωγήινοι δηλαδή. Άλιεν. Όχι άλλοι. Και βέβαια, ίνα πληρωθή το ρηθέν, ο ίδιος απέτυχε πράγματι παταγωδώς — πρωτοτυπώντας απολύτως: ο «Μόμπι-Ντικ» δεν πούλησε πάνω από 3.000 αντίτυπα τα 40 χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοσή του μέχρι τον θάνατο του Μέλβιλ. Τόσα πουλάει οποιοσδήποτε Έλληνας συγγραφίσκος είναι αρκετά θρασύς για να κάνει σελίδα για τον εαυτό του — και δη σε τρεις μήνες. Ας είναι. Θυμηθήκαμε το μελβίλειο απόφθεγμα —που βέβαια ο ίδιος δημοσίευσε ανώνυμα, χαζός δεν ήταν— από μια ωραία βιβλιοφιλική ανάρτηση στο Facebook. Και πού αλλού, θα πεις. Στο New Yorker ή στο Paris Review; Σωστά.

* * *

Μα γιατί ήμασταν στο Facebook;… Μα και πού αλλού να ήμασταν, θα πεις. Στο New Yorker ή στο Paris Review; Σωστά… Φοράμε τα καταραμένα γυαλιά, και δεν βλέπουμε το Obay που γράφει πάνω αριστερά, κάτω από το f.

* * *

Τρεις μήνες. Τόσο ζούνε τα καινούργια βιβλία. Μετά, πεθαίνουν. Έρχονται άλλα, κι αυτά φεύγουν από τις βιτρίνες (αν βρήκαν ποτέ θέση εκεί), από τα τραπέζια (όπου ίσως κατάφεραν να τρυπώσουν) και από τα ράφια. Βέβαια, και στα ράφια να μείνουν, δεν πάει να πει ότι ζουν. Ένα παράξενο χέρι θα τα τραβάει από εκεί μια φορά τον χρόνο — το πολύ. Είναι άραγε κακό αυτό; Όχι, αλίμονο, είναι μια πραγματικότητα, και οι πραγματικότητες δεν είναι καλές ή κακές. Απλώς είναι. Έτσι άλλωστε γράφονται οι ιστορίες της λογοτεχνίας: η διαδρομή της καθεμιάς δεν είναι ένα είδος μαραθωνίου δρόμου, αλλά μια ανάβαση — κανείς σκαρφαλώνει στις πλάτες των προηγουμένων, πατώντας με δύναμη —και με μια δόση κακίας— πάνω τους· και φορώντας άρβυλα. Αλίμονο αν τρέχαμε όλοι μαζί, παλιοί και καινούργιοι, σαν μέλη μιας κοινωνίας που συνεχίζει να γεννά, μα χωρίς να ξέρει πια τι είναι ο θάνατος. Στη ζωή και στη λογοτεχνία, δεν υπάρχει χώρος για όλους. Γι’ αυτό και οι τόσοι νεκροί. Στο σήμερα χωράει μόνο το σήμερα. Και οι λαμπρές, πλην σπάνιες, επινοήσεις τού χθες. Πλην σπάνιες, ξαναλέμε.

* * *

Αν πω ότι δεν πεθύμησα το εμβόλιο για τον κορονοϊό, θα ήταν ψέμα. Πόσο καλύτερα είναι τα πράγματα όταν ξέρεις πως για τους επόμενους μήνες —ίσως και για έναν ολόκληρο χρόνο— είσαι ουσιαστικά απρόσβλητος απέναντι στον Covid! Ότι οι πιθανότητες να μεταδώσεις τον ιό σε ευάλωτα άτομα μειώνονται θεαματικά. Ότι ζεις υπό τις πτέρυγες του ορθού λόγου, της επιστήμης, και της αειθαλούς και αδιάλειπτης προόδου. Έστω και σε μια φούσκα, καθώς αυτά που ακούς γύρω σου —ακόμη και από ανθρώπους που δείχνουν καθ’ όλα φυσιολογικοί— μπορούν να σε επαναφέρουν στην πραγματικότητα με την ταχύτητα που ο Γουίλι το Κογιότ πέφτει από την άκρη του γκρεμού στο σκληρό χώμα της ερήμου, όταν εξανεμίζεται η ορμή που του είχε δώσει μια ρουκέτα ή ένα μασούρι δυναμίτες. Σε κάθε περίπτωση: φέρτε το νέο εμβόλιο, και φέρτε το χτες. Έχουμε σηκώσει το μανίκι.

* * *

Μόνο στην Αμερική, ασκούνται στο μποξ πάνω από 8 εκατομμύρια άνθρωποι. Από αυτούς, το 40% είναι γυναίκες, δηλαδή 3,2 εκατομμύρια. Η γη έχει 8 δισεκατομμύρια κόσμο, και οι ΗΠΑ ένα τρίτο του δισεκατομμυρίου. Αν τα πράγματα πήγαιναν αναλογικά, θα είχαμε κάπου 200 εκατομμύρια πυγμάχους στον πλανήτη. Τώρα, το ποσοστό intersex ατόμων ανέρχεται στο 1,7%. Ας το κάνουμε 2% για να είναι πιο εύκολοι οι υπολογισμοί μας. Έτσι, 2 στα 100 άτομα είναι διαφυλικά. Και τώρα ας διαβάσουμε αυτό: «Γεννήθηκα το 1991 και υποθετικά ήμουν ένα “τυπικό” κοριτσάκι. Όταν έγινα 16 ετών, πληροφορήθηκα ότι αυτή η υπόθεση ήταν ψευδής. Έχω γεννηθεί με σύνδρομο Frasier, που σημαίνει ότι έχω XY δυσγενεσία γονάδων, ή, πιο απλά, “τυπικά” αρσενικά χρωμοσώματα και γενετικούς αδένες (όρχεις), σε θέση που διαφορετικά θα έπρεπε να βρίσκονται ωοθήκες. Αυτοπροσδιορίζομαι ως ίντερσεξ γυναίκα». Νομίζω πως είναι μάλλον απλό να το καταλάβουμε, ακόμη και όσοι από εμάς τα παίρνουμε δύσκολα, όπως —τρανό παράδειγμα— εγώ. Έτσι λοιπόν, υπάρχει πιθανότητα να έχουμε κάπου 65.000 ίντερσεξ γυναίκες μέσα σε εκείνα τα 3,2 εκατομμύρια γυναικών πυγμάχων. Γιατί να μην αγωνίζονται μεταξύ τους λοιπόν και να αφήσουν ήσυχες τις άλλες; Νά γιατί: αυτή τη στιγμή, σε κοτζαμάν Αμερική υπάρχουν μόνο τρεις εν ενεργεία πυγμάχοι που αυτοπροσδιορίζονται ως ίντερσεξ γυναίκες. Όχι τρεις χιλιάδες: ΤΡΕΙΣ. Μάλλον δεν κινδυνεύουμε εμείς και τα παιδιά μας δηλαδή. Προτείνω να κρεμάσουμε πάλι πάνω από το παραγώνι τον γκρα. Δεν ήρθαν οι άντρες που παριστάνουν τις γυναίκες να δείρουν τα κορίτσια μας. False alarm.

* * *

Χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα, αντιλαμβάνομαι ότι πολλοί άνθρωποι που δεν έχουν παιδιά από επιλογή τείνουν να δημιουργούν φιλίες και σχέσεις με ανθρώπους που επίσης δεν έχουν παιδιά. Να είναι οι κοινές εμπειρίες και ενδιαφέροντα, επειδή τα άτομα χωρίς παιδιά έχουν συχνά περισσότερο ελεύθερο χρόνο και μεγαλύτερη ευελιξία στα προγράμματά τους; Οι παρόμοιες κοινωνικές δραστηριότητες που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να ακολουθήσουν όσοι έχουν παιδιά, λόγω των πρόσθετων ευθυνών τους απέναντι σε αυτά; Ένα είδος «αμοιβαίας κατανόησης», καθώς όσοι δεν έχουν παιδιά κατανοούν καλύτερα τις επιλογές ζωής που κάνουν άλλοι σαν κι αυτούς, ενώ παράλληλα δεν υφίστανται καμία κοινωνική ψυχολογική πίεση; Ή μήπως αυτοί που δεν έχουν παιδιά είναι λιγότερο «ώριμοι» από τους άλλους, και ψάχνουν ανθρώπους που τους μοιάζουν, για να ανταλλάσσουν χαρτάκια Panini και τη γνώμη τους για τις τελευταίες σειρές Star Wars, που απροπό είναι κάπως απογοητευτικές; Ή μήπως οι «άτεκνοι» δεν έχουν πολλές εμπειρίες ζωής και υποχρεώσεις; Μάλλον όχι, ε; Μάλλον έχουν εξίσου μεγάλες: η ζωή χτυπάει με τον κόπανο όλο τον κόσμο, αδιακρίτως. Ενώ επίσης πολλοί γονείς δεν δείχνουν και τόσο ώριμοι τελικώς — και όχι με την καλή έννοια της ανωριμότητας. (Θέλω να πω: «Σωστά; Σωστά», αλλά το αποφεύγω από ευγένεια).

* * *

Μα έχει και τα καλά του το Facebook: κάθε μέρα εκεί, καταλαβαίνουμε —ανάμεσα σε άλλα όμορφα και εν πολλοίς ακριβά— πόσο μικροί, ανεπαρκείς, αστοιχείωτοι και αμόρφωτοι είμαστε αν μας στοιχίσεις δίπλα σε κάποιους άλλους. Η σύγκρισή μας μαζί τους (κατά περίπτωση: με καμπόσους, ή αρκετούς, ή πολλούς) είναι συντριπτική (ακόμη και στην περίπτωση που πολλοί από τους εν λόγω άλλους είναι κατά την κρίση μας «κακοί», αντίθετης πολιτικής ιδεολογίας, ή απλώς οπαδοί της άλλης ομάδας) και μπορεί να αφήσει ξέπνοη μια κάπως αγαθή ψυχή. Αυτό είναι το ένα καλό. Το άλλο είναι να τους διαβάζουμε αυτούς τους άλλους, να τους κατανοούμε, και να προσπαθούμε να τους μιμηθούμε ει δυνατόν. Επίσης μιλάμε με τους φίλους μας, μαθαίνουμε για ταινίες και βιβλία, και βλέπουμε βίντεο με βίδρες και κουτά, ανέμελα κοάλα.

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα