Πολεις

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024: Ημερολόγιο

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυγουστιάτικες ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Νομίζω —και βέβαια, πώς θα μπορούσα να είμαι σίγουρος— ότι, καθώς η ιλιγγιώδης ζωή μας είναι φτιαγμένη έτσι που να φθίνει συνεχώς, να ξεγλιστρά, να εξατμίζεται σαν το νερό που ρίχνεις στο μπαλκόνι για να δροσίσει μια στάλα το καταμεσήμερο, όπως έκανες παλιά, μικρός, παιδί ακόμα, σε ένα σπίτι παραθερισμού που δεν υπάρχει πια, όπως ασφαλώς δεν υπάρχεις ούτε εσύ πια, ούτε κανείς και τίποτε από τότε, νομίζω, λέω, πως οι αναμνήσεις μας —αυτά τα κομμάτια ενός παζλ που ολοένα φτιάχνεται και ολοένα καταρρέει μέσα στην ίδια του την ουσία, την έννοιά του, λίγο πριν μπει στη θέση του και το τελευταίο κομμάτι— παίζουν τον καθησυχαστικό ρόλο μιας ψυχικής δραμαμίνης που στην πραγματικότητα είναι ένα επικαλυμμένο με πικρή ζάχαρη άκακο χαπάκι, ένα placebo. Ασφαλώς και δεν μπορείς να φτιάξεις, να συναρμολογήσεις τον εαυτό σου μέσω των αναμνήσεων που κατασκευάζεις. Σχεδόν όλες τους άλλωστε είναι ψεύτικες: όταν δεν εκτελεί χρέη δημίου, το μυαλό μας είναι ένας συμπονετικός λογοκριτής.

* * *

Σήμερα μού επιτέθηκαν εικόνες από το φιλμ «Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού». Πηγαίνοντας μέσα στο μεσημέρι σε μια δουλειά που δεν ήθελα καθόλου να κάνω —μια από εκείνες τις υποχρεώσεις που, όλες μαζί, ξεπερνούν κατά χίλιες φορές το σύνολο των ευχάριστων πραγμάτων της ζωής—, ίδρωνα σαν σιδερόφρακτος ιππότης του κακού καιρού στον Αμαζόνιο. Δεδομένου ότι ένα τσίμπημα κουνουπιού στο μπράτσο μου έχει μολυνθεί και με ταλαιπωρεί μέρες τώρα κοκκινίζοντας μια επιφάνεια όση η παλάμη μου, καθώς οι κρέμες δεν του κάνουν τίποτε και δεν μπορώ παρά να το ξύνω (νά μία απόλαυση που αδυνατεί να καταλάβει όποιος δεν νιώθει φαγούρα), αντιλαμβάνομαι πως μπορεί να μην είμαι βέβαια ο Αγκίρε —αντί για τον σιδερένιο του θώρακα φοράω ένα μπλουζάκι που γράφει MIAMI BEACH—, αλλά ότι η ζέστη και τα κουνούπια είναι, μαζί με τις μυρωδιές, ό,τι πιο κοντινό έχουμε σε χρονομηχανή.

* * *

Στις πιο σκοτεινές μας στιγμές έχουμε την τάση να στρεφόμαστε στην τέχνη, όπως οι ηλίανθοι στον ήλιο. Κι αν όμως απλώς βυθιζόμαστε σε ένα ανελέητο binge-watching μιας μάλλον ευτελούς σειράς στην τηλεόραση, για να ξεχάσουμε και να ξεχαστούμε; Ε, τέχνη είναι κι αυτή, δεν φτιάχτηκε από μόνη της. Και οι ταινίες του Ούβε Μπολ, τέχνη είναι κι αυτές. Και το «Ρετιρέ». Όπως και τα Άρλεκιν. Ας μη φοράμε διαρκώς τα γυαλιά του Χάρολντ Μπλουμ. Πιθανότατα δεν είμαστε ο Χάρολντ Μπλουμ. Και μάλλον δεν θα ήθελε να τον παριστάνουμε και ο ίδιος. (Αγριάνθρωπος, λένε). Όση ποίηση και να διαβάσει κανείς στη ζωή του, δεν θα μπορέσει να έρθει σε τόσο μεγάλη επαφή με καλλιτέχνες από όταν απλώς διαβάζει τους συντελεστές μιας μέσης ταινίας τού Netflix. Τα «γράμματα».

* * *

«Θέλω να το ξέρεις αυτό. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου ήμουν ένας κοσμοκαλόγερος Η μεγαλύτερη πολυτέλειά μου ήταν το όχι. Η μοναξιά μου μου δίνει ακόμα όσα χρειάζομαι». Απόσπασμα από το μήνυμα ενός φίλου, που ήρθε ξαφνικά, με ένα κρυστάλλινο ντιν. Φυσικά με έκανε να χαμογελάσω. Μετά από κάτι τέτοια, κλείνεις το τηλέφωνο και παίζεις με τον σκύλο σου. Ή απλώς τού μιλάς. Κι αυτός θα σε ακούσει, και θα σε καταλάβει. Τι άλλο να κάνεις δηλαδή. Ηρεμία. Ηρεμία και ησυχία.

* * *

Όταν ήμουν μικρός, έτρεχα. Δεν άντεχα τις μετακινήσεις, και ήθελα να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα. Ο κυριότερος λόγος που λάτρεψα το Star Trek ήταν ο διακτινισμός. Μάλιστα, πρόκειται να διαβάσω το τελευταίο μυθιστόρημα του Μισέλ Μπυσσί, ακριβώς γιατί στο μέλλον που περιγράφει ο διακτινισμός είναι μια πραγματικότητα. Παρά ταύτα, στο Τρίτο Μάτι, το μπαρ της Ζωσιμάδων στα Εξάρχεια, κάτω από του Στρέφη, όπου μαζευόμασταν τα βράδια, όλα τα βράδια, για τέσσερα-πέντε χρόνια, ο παλαιός των ημερών Τσακατσούκας, που πούλαγε ξηρούς καρπούς και τον περιμέναμε αμάν και πώς, είχε γράψει πάνω στη Βέσπα του, ανάμεσα σε λουλουδάκια και ανθέμια, και στα κρεμασμένα καλάθια του με τα γεμάτα αλάτι σακουλάκια: ΠΑΩ ΑΡΓΑ ΓΙΑΤΙ ΒΙΑΖΟΜΑΙ. Ας είναι. Ακόμα δεν αντέχω τις μετακινήσεις. Κι αν δεν ντρεπόμουν, θα έτρεχα και πάλι στα πεζοδρόμια.

* * *

Θα πέφτουμε πάντα στην παγίδα. Υπάρχει μια έτοιμη μήτρα αγανακτισμένων ανθρώπων που μέσα της πέφτουν με χαρά (ψέματα: με αγαλλίαση) όσοι εξαρχής ήθελαν (ή και ποθούσαν) να πέσουν. Οι ανοιχτές κοινωνίες είναι κοινωνίες ανοήτων. Με το παραμικρό, θα ξιφουλκήσουν ενάντια στον εαυτό τους και στη βολή τους, σαν τον πρωταγωνιστή στη «Φάλαινα» του Αρονόφσκι που καταπίνει βουλιμικά την τελευταία του πίτσα ξέροντας πως είναι η τελευταία του. Δεν τον νοιάζει. Ούτε εμάς μάς νοιάζει. Αν αύριο ένας δικτάτορας τύπου Πούτιν τούς πει πως οι κοκκινομάλληδες είναι τελικά Εβραίοι γκέι που λαχταρούν να μας πνίξουν μέσα σε ένα woke βαρέλι, δεν θα αφήσουν να περάσει πολλή ώρα πριν βγουν με τα δικράνια στους δρόμους για να ξετρυπώσουν τους κοκκινομάλληδες. Οφείλουμε να υπερασπίζουμε το woke και να χτυπάμε με όση δύναμη έχουμε και όσα όπλα διαθέτουμε τον βάρβαρο φαιοκόκκινο υπερσυντηρητισμό της ακροδεξιάς και της αριστεράς. Οφείλουμε να γίνουμε το περιθώριο της μεσαίας τάξης εκπληρώνοντας την προφητεία των μέσων της προηγούμενης δεκαετίας: ένα ακραίο κέντρο, λοιπόν.

* * *

Καθόμαστε με τον σκυλάκο μου στο σιντριβάνι και βλέπουμε τον κόσμο να περνάει. Κάποιοι κάθονται κι αυτοί στο πεζούλι, συνήθως δύο-δύο, καμιά φορά και περισσότεροι. Μερικοί μιλούν στο τηλέφωνο. Αυτοί είναι και οι πιο ενοχλητικοί. Περισσότερο ακόμη και από όσους έχουν μικρά παιδιά μαζί τους. Όμως εκείνοι που ξεπερνούν κάθε όριο είναι όσοι είναι μεν με παρέα, αλλά ταυτόχρονα μιλούν στο τηλέφωνο, φωναχτά και μες στα γέλια. Φυσικά και υπάρχει κάποια εξεζητημένη τιμωρία γι’ αυτούς στην άλλη ζωή.

* * *

Δεν μπορώ να πάρω στα σοβαρά κανέναν άνθρωπο που παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά.

* * *

Διαβάζω ότι υπάρχουν πλέον supper clubs, ή λέσχες δείπνων, που διοργανώνονται «σε διαμερίσματα, διατηρητέα, γκαλερί, παραλίες, ή όπου μπορείς να φανταστείς». Εκεί «θα γνωρίσεις κόσμο και θα γευτείς λιχουδιές — από μικρά μεζεδάκια στο μπουφέ μέχρι ένα παραδοσιακότατο παστίτσιο, μπρι και καμαμπέρ, έως και fine dining μπουκιές». Επίσης, «θα πιεις, θα χορέψεις, θα φλερτάρεις, θα ανοίξεις κουβέντα, θα γνωρίσεις αγνώστους που μπορεί να καταλήξουν και σχέσεις ζωής, ποιος ξέρει…» Εντέλει: «Δεν χρειάζεται να παίρνεις παντού τους φίλους σου, θα κάνεις εκεί άλλους!» Νά μια Κόλαση για μένα λοιπόν. Supper clubs. Ή λέσχες δείπνων. Πραγματικά σκέφτομαι ότι θα μαράζωνα εκεί πέρα, σε ένα τέτοιο κλαμπ, θα μαράζωνα κυριολεκτικά: θα μίκραινα μπροστά στα μάτια όλων, μέχρι να γίνω ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι, ένας homunculus, ένα γυμνό πλάσμα που θα έτρεχε ανάμεσα στις πιατέλες και τα μπολ, τα σερβίτσια και τα πιατικά, ένα πλασματάκι μια σταλιά που θα έπεφτε σε μια σος για τις γαρίδες για να σωθεί, και θα πνιγόταν βέβαια εκεί — ένας γλυκόξινος θάνατος.

* * *

Τι διαβάζουμε σήμερα | Τι ακούμε σήμερα