Πολεις

Οι σημειώσεις της Κυριακής

Όψεις της πόλης, άνθρωποι, και πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Τα Σαββατοκύριακα η πόλη ανήκει στους τουρίστες. Είναι ευγενικοί, ήσυχοι, θέλουν να απολαύσουν όσο περισσότερο γίνεται την παραμονή τους εδώ. Πάντα έχουμε μεγάλες προσδοκίες από το ταξίδι μας, αλλιώς δεν θα το κάναμε βέβαια. Η ζέστη τούς καταβάλλει, αλλά προσπαθούν να μην το σκέφτονται. Θέλουν να δουν ό,τι υπάρχει εδώ, δείχνουν ο ένας στον άλλο γωνιές που δεν έχουν κάποια αξία μα που γι’ αυτούς οφείλουν να σημαίνουν κάτι. Όταν τύχει να μιλάω μαζί τους, νιώθω την υποχρέωση να τους ζητάω συγγνώμη για τον καιρό, λέω ότι οφείλεται στην κλιματική κρίση, ότι δεν ήμασταν από πάντα έτσι, συμπαθάτε μας. Γελάνε αμήχανα. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το ελέγξω, το κάνω πάντα.

Έχω αρχίσει να ακούω γλώσσες που δεν καταλαβαίνω. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταφέρνουν να εξασφαλίσουν χρήματα για να επισκεφτούν μια ξένη χώρα. Ποιος ξέρει από πού να είναι αυτοί ή εκείνοι; Πώς να τους φάνηκε εδώ; Άξιζε τελικά τον κόπο η απόφαση, ο προγραμματισμός και το ταξίδι τους; Μένουν σε καλό δωμάτιο; Τους άρεσε το φαγητό; Όταν τούς βλέπω να κάθονται σε ταβέρνες που ξέρω ότι δεν είναι και οι καλύτερες, αγχώνομαι λιγάκι. Όμως ίσως είμαι υπερβολικός. Τρώνε μεγάλες πιρουνιές τζατζίκι και γελάνε. Το βράδυ θα ξυπνούν για να πιουν νερό και θα εύχονται να είχαν προνοήσει να φέρουν μαζί τους ένα στοματικό διάλυμα. Αλλά ήταν μια γεύση που τους αιφνιδίασε ευχάριστα. Οπότε δεν πειράζει. Θα πάρουν αύριο το πρωί από ένα μίνι-μάρκετ.

Βλέπεις πολλούς Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς πια. Νέα παιδιά. Όταν τελειώνουν το σχολείο, οι περισσότεροί τους κάνουν ένα μεγάλο ευρωπαϊκό ταξίδι, από ένα μήνα μέχρι ένα χρόνο. Τι ωραία προσκυνηματικού τύπου συνήθεια. Μόνοι, σε μικρές παρέες ή σε ζευγάρια. Κάθε φορά που ακούω ότι κάποιος είναι από εκεί —και τώρα τελευταία είναι στ’ αλήθεια αρκετοί—, σκέφτομαι τη Λούσι Λόουλες, τη Ζήνα. Έμεινε έγκυος σ’ αυτό της το ταξίδι, και γέννησε την κόρη της στα είκοσί της, πολύ μικρή. Η πρώτη bisexual ηρωίδα της τηλεόρασης, είδωλο της LGBT κοινότητας απανταχού της γης, ψηλή, όμορφη, γενναία, γελαστή. Σήμερα τη βλέπουμε στο «My Life Is Murder». Φυσικά, εξακολουθεί να είναι συναρπαστική.

Άνοιξε ένα καφέ-μπαρ στη γειτονιά μας. Αυτοί που το έχουν δούλευαν έξι μήνες μαζί με τα συνεργεία για να γίνει ακριβώς όπως το ήθελαν. Είναι μικρούλι, cozy, χαριτωμένο όσο δεν πάει. Αποφάσισα να διαβάζω εκεί την εφημερίδα μου τις Κυριακές. Πλην, φευ, δεν το ανοίγουν τις Κυριακές, μου είπαν. Εκτός από μένα δεν είναι κανείς εδώ για να υπάρχει λόγος να ανοίξει, πραγματικά. Η πόλη ερημώνει από τους κατοίκους της τις Κυριακές. Προσωπικά δεν μπορώ να το καταλάβω και μελαγχολώ, αλλά είναι κάτι που συμβαίνει. Θα συνεχίσω να διαβάζω την εφημερίδα μου στο σπίτι. Θα μπορούσα βέβαια να διάβαζα την εφημερίδα του Σαββάτου εκεί, αλλά δεν αγοράζω πια εφημερίδα το Σάββατο. Οι κυκλοφορίες έχουν πέσει τόσο δραματικά, που σε πιάνει η καρδιά σου. Φταίμε όλοι γι’ αυτό. Και βέβαια σχεδόν κανείς δεν πουλάει εφημερίδες πια. Το πρακτορείο διανομής Τύπου έχει έναν χάρτη εδώ, με όλα τα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα στην Ελλάδα που εξακολουθούν να διαθέτουν εφημερίδες. Πόσο λίγα είναι. Στη γειτονιά μας δεν πουλάει κανείς, αναγκαστήκαμε να γίνουμε συνδρομητές.

Με τη ζέστη που δεν λέει να σταματήσει, ενθουσιάζεσαι και νιώθεις ευγνώμων με κάθε πνοή αέρα, κάθε ευεργετικό αεράκι που σε φυσάει και σε κάνει να νιώθεις πάλι άνθρωπος, έστω και για λίγο. Σχεδόν θέλεις να του πεις ευχαριστώ. Όμως, πριν προλάβεις, έχει φύγει από σένα, κι έχει πάει αλλού. Ή απλώς ξεψύχησε.

Είναι κάτι μέρες —όλο και πυκνώνουν πια— που νιώθεις εντελώς ανεπαρκής. Για τα πάντα. Μπορείς στ’ αλήθεια να το κάνεις αυτό; Όχι βέβαια. Έκανες καλά που ανέλαβες αυτή τη δουλειά; Όχι βέβαια. Αξίζει κάτι από όσα κάνεις; Όχι βέβαια. Δεν ξέρω αν περνάει ποτέ αυτό, αν αμβλύνεται, αν εντείνεται, αν χειροτερεύει, ή πού μπορεί να φτάσει. Και δεν ξέρω πόσο δίκιο έχει αυτή η φωνή μέσα μου που λέει, «Όχι βέβαια, όχι βέβαια, όχι βέβαια». Μπορεί πολύ. Μπορεί λίγο. Μπορεί ολότελα.

Οι γείτονές μας εδώ έχασαν το σκυλάκι τους πριν μερικούς μήνες. Πέρασαν μεγάλη περίοδο πένθους. Βρήκαν παρηγοριά σε κάποιες σχετικές σελίδες στο Facebook, όπου μετά από κάποιο καιρό έμαθαν για ένα ταλαιπωρημένο και κακοποιημένο σκυλάκι που ζούσε, όπως ζούσε, σε έναν τσιγγάνικο καταυλισμό. Για κάποιο λόγο, το ξεχώρισαν ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα. Τον Ιούνιο που μας πέρασε έκαναν ένα ταξίδι μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων και πήγαν και το πήραν. Ήταν τρομαγμένο τις πρώτες μέρες, και μας το έδειξαν με επιφύλαξη. Του έκαναν τα εμβόλιά του, του έμαθαν το σπίτι, του έδειξαν τη γειτονιά τις ώρες που δεν κυκλοφορεί κανείς στους δρόμους. Τη δέκατη πέμπτη μέρα που το έφεραν, το σκυλί έδειξε πως δεν είναι καλά. Το πήγαν αλλόφρονες στην κλινική, όπου μετά από καναδυό ώρες τούς έγλειψε τα χέρια και το πρόσωπο, και ξεψύχησε. Ακόμη δεν έμαθαν από τι.

Ένα ζευγάρι τσουλούσε το καρότσι του με το μωρό τους χθες, κι όπως πέρασαν από μπροστά μου είδα πως στο κάτω μέρος, εκεί όπου βάζουν συνήθως διάφορα πράγματα που χρειάζεται ένα μωρό, πάνες, φαγητό και άλλα, ξάπλωνε ένα μικροσκοπικό σκυλάκι, φανερά συνηθισμένο να το κάνει αυτό. Αιφνιδιάστηκα με το που το είδα, χαμογέλασα, σήκωσα τα μάτια να δω τους γονείς, μου χαμογέλασαν κι εκείνοι με τον τρόπο που χαμογελάμε σε τέτοιες περιπτώσεις. Και έπειτα προχώρησαν πιο πέρα. Κάνουμε ό,τι μπορούμε ο καθένας. Περνάμε τη ζωή μας με πατέντες.

Ένας άντρας έκατσε δίπλα μου —κάθομαι στο πεζούλι ενός σιντριβανιού, κάθε μέρα στις 8 το βράδυ, για 30-40 λεπτά— και άρχισε αμέσως να ξεφυσάει και σχεδόν να βογκάει. Ήταν τρομερά ιδρωμένος, και τα ρούχα του είχαν ποτίσει. Δεν θυμάμαι να έχω δει άλλη φορά λεκέδες από ιδρώτα σε παντελόνι. Μεγάλες στάμπες στους μηρούς και στις κνήμες. Τα μπατζάκια του ήταν κυριολεκτικά μούσκεμα, λες και τον είχε καταβρέξει κάποιος με έναν κουβά. Είχε ένα κομμάτι ύφασμα σαν μαντίλι, αν και δεν ήταν μαντίλι, και σκούπιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του και το σβέρκο του. Τα μάγουλά του είχαν κατακοκκινίσει, και τα μαλλιά του έσταζαν. Μετά από λίγο σηκώθηκε και συνέχισε να προχωράει κι αυτός. Έμοιαζε να αναβλύζει νερό.

Κάποια αγόρια και κάποια κορίτσια είναι τόσο εντυπωσιακά. Περνάνε από μπροστά σου και σου τραβάνε το βλέμμα σαν ξαφνικός δυνατός ήχος. Ξεχωρίζουν τόσο εύκολα ανάμεσα σε όλους τους άλλους — και το ξέρουν. Αναπόφευκτα, σκέφτεσαι πώς θα τα πάνε με τη ζωή τους. Ειδικά τα ωραία κορίτσια. Καμιά φορά δεν είναι εύκολο να είσαι τόσο ωραίος. Εξίσου αναπόφευκτα σκέφτεσαι πάλι τη δική σου ανεπάρκεια, στα πάντα. Εκείνο το «όχι βέβαια». Και ξαναγυρνάς στη σελίδα του βιβλίου σου που διαβάζεις εδώ και ώρα, πάντα την ίδια σελίδα, ξανά και ξανά, χωρίς να θυμάσαι λέξη.

Στο σπίτι θα δεις πάλι τα memes που είχαν την καλοσύνη να σου στείλουν οι φίλοι σου, τις αστείες φωτογραφίες, τα βιντεάκια με σκυλιά, γατιά, ρακούν, καγκουρό. Στέλνεις κι εσύ τα δικά σου. Χαμογελάς. Όλα θα πάνε καλά.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot