Πολεις

Περπατώντας στην πόλη, 55 μέτρα όλα κι όλα

Μαγαζιά, φίλοι, γνωστοί, κουβέντες, και ίσως ένα σάντουιτς με σαλάμι και κασέρι, σε ζυμωτό ψωμάκι

Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι άνθρωποι που συναντάς στις καθημερινές λιλιπούτειες περιπλανήσεις σου

Κανείς μπορεί, αν του το επιτρέπει η δουλειά του, να κλειστεί στο σπίτι του και να μη βλέπει άνθρωπο ποτέ, επί μήνες, επί χρόνια, παρεκτός τους ηθοποιούς στα έργα και τους κούριερ από τη μισάνοιχτη πόρτα. Είναι υπέροχο, εφόσον τον ευχαριστεί κι αν δεν θέλει να έχει πολλά-πολλά με τους άλλους. Από την άλλη, κοίτα τι κάνεις αν έχεις σκύλο.

Κάτω από το σπίτι μας είναι ένα μπακάλικο, πολύ όμορφο και μοντέρνο και εκλεκτικό, που έχει και δυο μικρά τραπεζάκια έξω, με ψηλά σκαμπό που βολεύουν πολύ για να κάτσεις και να πεις δυο κουβέντες με τους ανθρώπους εκεί. Μπορείς επίσης να αγοράσεις γιαούρτι Δορκάδος, που είναι μάλλον το καλύτερο στον κόσμο. Ή να φας ένα σάντουιτς. Ή απλώς να χαζεύεις τα δοχεία με τις χειροποίητες αλοιφές, ή τα κρεμασμένα από το ταβάνι σαλάμια. Είναι ωραία θέα.

Ακριβώς απέναντι είναι μια ταβέρνα, που όλοι οι άνθρωποι εκεί είναι φίλοι σου. Μιλάτε ανάλογα με την ώρα της ημέρας, δηλαδή ανάλογα με τη δουλειά που έχουν. Μετά τη μιάμιση και ώς τις τρεις γίνεται χαμός, και ειδικά τα Σαββατοκύριακα, αλλά πιο πριν και πιο μετά τα πράγματα είναι πιο χαλαρά και μπορείτε άνετα να γκρινιάξετε για τον Άρη, να πείτε για τον καιρό, για τα κρουαζιερόπλοια που πιάσανε στο λιμάνι, ή απλώς να χαιρετηθείτε και να κλείσετε το μάτι ο ένας στον άλλο.

Πιο εκεί, δυο μαγαζιά απόσταση από το μπακάλικο, είναι η κάβα, όπου κάθεστε πάντα και τα λέτε με τον φίλο σου που δουλεύει εκεί, είτε για το μαγαζί, είτε για το καινούργιο μηχανάκι που πήρε, είτε για το κούρεμά του — είτε για το δικό σου κούρεμα. Είναι ωραία, και τα παιδιά εκεί έχουν και ένα παλιό βαρέλι στο πεζοδρόμιο, τοποθετημένο όρθιο, που παίζει ρόλο τραπεζιού, κι όλο και μαζεύεται κόσμος για να πιει ένα ποτήρι κρασί στα όρθια και να τσιμπήσει κάτι.

Είμαστε φτιαγμένοι όπως θέλουμε να είμαστε φτιαγμένοι, κατά βάθος όμως είμαστε πλάνητες.

Ακριβώς απέναντι πάλι, και άλλα δύο μαγαζιά πιο πέρα, είναι το ατελιέ του ζωγράφου της γειτονιάς, που έχει αγοράσει και ένα παγκάκι, το έχει βάψει ο ίδιος αλά Μπασκιά, και το έχει τοποθετήσει μπροστά από την είσοδο για να κάθονται οι φίλοι του όσο εκείνος ζωγραφίζει, ή μπαινοβγαίνει, ή μιλάει με υποψήφιους πελάτες για τη δουλειά του. Ή μπαίνεις κι εσύ μέσα στο ατελιέ και βλέπεις τα κρεμασμένα στους τοίχους έργα, και τα άλλα που είναι πάνω στα καβαλέτα και στους πάγκους. Δεν είναι τέλειο;

Δίπλα του είναι ένα καφέ, που φτιάχνει φρεσκοκομμένο εσπρέσο, κι έχει κι αυτό τραπεζάκια και σκαμπό, και πιο δίπλα το στεγνοκαθαριστήριο της γειτονιάς, όπου επιβάλλεται ακόμη μία στάση, καθώς ο πατέρας και ο γιος που το έχουν είναι φίλοι σου, άνθρωποι ευγενικοί, γελαστοί και χαρούμενοι, έξω καρδιά. Εκεί θα συναντήσεις συνήθως και άλλους γνωστούς και φίλους, με πρώτο τον γιατρό από απέναντι, που είναι αδερφός σου και χαίρεσαι να τον βλέπεις εκεί. Πάλι για τον Άρη θα μιλήσετε βέβαια, τι άλλο; Και οι δυο καθαριστές από μέσα θα σας κάνουν καζούρα. Λογικό.

Παραδίπλα είναι το κορνιζάδικο, που πουλάει και έργα ζωγραφικής, ένα ωραίο ατελιέ-εργαστήρι, όπου σίγουρα θα πεις επίσης μια καλημέρα, και πιο δίπλα το μαγαζί με τα έπιπλα και τα αντικείμενα ντιζάιν, μία από τις must στάσεις της βόλτας σου για να τα πείτε με την κοπέλα εκεί για τη δουλειά της, για παραγγελίες και τιμές, για τον ανταγωνισμό, και βέβαια για τα προσωπικά σας. Είναι ωραίο, και οι δυο σας καταλαβαίνεστε χωρίς να λέτε πολλά-πολλά. Ίσως πάλι τη συναντήσεις ακριβώς απέναντι, δίπλα στην είσοδο του παλιού νεοκλασικού, να καπνίζει το στριφτό της, ή λίγο παραδίπλα, στη γωνία, στο μαγαζί με τα δερμάτινα όπου επίσης σταματάς, να συζητάει με τη φίλη της εκεί. Οπότε μπαίνεις κι εσύ στη μέση.

Κι αυτά όλα είναι μέσα στον δρόμο του σπιτιού σου, που είναι 55 μέτρα μακρύς όλα κι όλα. Δηλαδή, στην αρχή της βόλτας σου. Φαντάσου τι γίνεται παραπέρα, όταν περάσεις από τον Γιώργο στην μπουτίκ, από το καφέ της γωνίας, από την άλλη γκαλερί, από το κομμωτήριο, και βέβαια από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς, που είναι το βασικό στέκι της βόλτας σου και βέβαια pet friendly. Και δεν μιλήσαμε και για τους γείτονες που επίσης έχουν βγει με τα σκυλιά τους, με τους οποίους συναντιέστε και τα λέτε, σε πηγαδάκια.

Και πάλι αυτά που είπαμε είναι μόνο τα μισά, ή και τα μισά των μισών. Όμως αυτή είναι η μικρή βόλτα της ημέρας, η μεσημεριανή. Μικρή γιατί έχει ζέστη, και η ζέστη δεν σου αρέσει. Και δεν αρέσει και στα σκυλάκια σου.

* * *

Τα e-shop είναι υπέροχα. Αλλά οι φίλοι, όταν είναι δίπλα, στα πόδια σου, και σε αγαπούν και τους αγαπάς, ή έστω νιώθετε μια συμπάθεια ο ένας για τον άλλο, είναι αλλιώς. Είμαστε φτιαγμένοι όπως θέλουμε να είμαστε φτιαγμένοι, κατά βάθος όμως είμαστε πλάνητες. Και η flânerie είναι ένας τρόπος να ζεις. Παλιός, δοκιμασμένος, ακμαίος ακόμα. Καμιά φορά, μέχρι και συγκινητικός.