Πολεις

Ανηλικίωση

Μια Κυριακή στο Bord De L'Eau, με ωραία ποίηση και ποτό!  

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 505
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Kυριακή βράδυ στη Συγγρού με ψιλόβροχο και πεσμένα σάπια φύλλα από τα δένδρα να μοιάζουν με κακοκολλημένα πόστερ στο δάπεδο της πόλης. Παρκάρω ψηλά και κατηφορίζω προς την κεντρική λεωφόρο, προσπερνάω βιτρίνες χειμωνιάτικων νεωτερισμών, γκλαμ λαϊκές μόδες με αστραφτερές πούλιες και εκτυφλωτικά στρας, άτσαλα ταγκ στα κεπέγκια. Βγαίνω στην Εγνατία και με δεξιώνεται, όπως δεκαετίες τώρα, με το ίδιο λουκ. Η αντανάκλαση από τις πολύχρωμες μαρκίζες των φτηνών ξενοδοχείων στα ρυάκια που λιμνάζουν στην άσφαλτο δείχνει σαν λιωμένο μακιγιάζ στο πρόσωπο γηραιάς κυρίας.

Κόβω αριστερά προς τα σύνορα με τη Δραγούμη, βρίσκω την Εμπορική Στοά 45, όσα χρόνια και να περάσουν, σκέφτομαι, όσο και να αλλάζει το πρόσωπο της πόλης, το gentrification, ο αστικός εξευγενισμός, δεν πρόκειται να έρθει ποτέ εδώ, εξωτερικά τουλάχιστον, κανένας δεν μπορεί να επέμβει στην εικόνα των κτιρίων της πιο σημαίνουσας αρτηρίας της Θεσσαλονίκης. Για πάντα θλιμμένα και μπατίρικα μα ανείπωτα γοητευτικά, θα υπομένουν τον πυρετό του χρόνου και τα γεράματά τους με αξιοπρέπεια και μειλίχια χάρη.

Και ξαφνικά, περνώντας τη γυάλινη προστατευτική πόρτα, όλα αλλάζουν, μοιάζει με τηλεμεταφορά η είσοδος στο χώρο του Bord De L’Eau, το βαλκανικό γαϊτανάκι εξαφανίζεται παραχωρώντας τη θέση του σε μια υβριδική νησίδα κοσμοπολίτικης αισθητικής, αρχιτεκτονημένης με σπάνια υλικά. Άνοιξε πριν από τρία χρόνια αναγεννώντας την παρατημένη στοά. Ο φωτισμός, ο πολυεπίπεδος χώρος, η συγκατοίκησή του με «ομοϊδεάτισσες» κοινότητες που επίσης προσέτρεξαν, συνδράμοντας στη μετεξέλιξη της «σπηλιάς», το καθιστά πραγματικά μεγαλειώδες. Είναι ένα χάρμα project space, όπου συνομιλούν ευθέως ο καφές, η μουσική, τα ποτά και η καλλιτεχνική συνύπαρξη. Συνολικά ο χώρος παραπέμπει σε ένα ελευθεριακό λοφτ, όπου όλα συμπράττουν και συμπαράγουν αυτό που στην κλισέ γλώσσα των μίντια ορίζεται ως «εναλλακτικό».

Το Bord De L’Eau είναι κατάμεστο από κόσμο. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα μου έκανε εντύπωση: οι μουσικές του dj Wicked (Γιάννης Δρίζης) είναι από μόνες τους κάθε Κυριακή απόγευμα λόγος για προσκύνημα. Όμως το πάρτι θα ξεκινήσει λίγο αργότερα, μετά την παρουσίαση της «Ανηλικίωσης». Γιατί εδώ διάλεξε να μιλήσει και να διαβάσει αποσπάσματα από την πρώτη της ποιητική συλλογή η Ειρήνη Βακαλοπούλου, για αυτήν μαζεύτηκαν όλα αυτά τα παιδιά.

«Τοποθέτησέ με στην πιο ζηλευτή σου στιγμή/ Σ’ εκείνη που δεν υπήρξαμε ποτέ/ Χορεύαμε το ροκ εντ ρολ στα γυμνά πατώματα/ Μοιραζόμασταν το ίδιο πιρούνι/ Είχες φαβορίτες, φορούσα μπλου τζιν/ Παιδιά μοιραζόμασταν την άμμο τα καλοκαίρια/ Το βρεγμένο ψωμί έκοβες και μου ’δινες/ είχες πληγές στα γόνατα, είχα μαλλιά αγοριού/ Τοποθέτησέ με εσύ όπου θες/ μονάχα κάν’ το, ο χρόνος να μη μας προφταίνει». Ήταν το «Αδημοσίευτο» με το οποίο ξεκίνησε η κουβέντα μας, μου ζήτησε να τη βοηθήσω, είχε τρακ, ανταποκρίθηκα με θέρμη, πάντα θεωρούσα τα μπαρ τόπους όπου πέρα από τα ποτά και τις χαλαρές συνευρέσεις οι άνθρωποι πρέπει να κοινωνούμε και ιδέες ή να τρακάρουμε με το απροσδόκητο της τέχνης.

Λίγο μετά τα τριάντα, με σπουδές σε Διεθνείς Σχέσεις και Διαφήμιση, η δεσποινίδα αυτή γράφει άγρια και λυρικά, σαν να επιδίδει σύντομες επιστολές υπό μορφή unisex εξομολογήσεων σε dream lovers ή σε υπαρκτούς ανθρώπους, μπορεί όμως και σε ψυχές που έφυγαν και μόνο αυτή ξέρει πού κατοικούν ή δεν. Και το βιβλίο της είναι μια καλή ευκαιρία να γνωριστούμε όλοι μαζί και να ανταλλάξουμε για τον Ρίλκε και τον Μποντλέρ, τους μπίτνικ και την Τζιν Σίμπεργκ, το ρομαντισμό, τους γότθους αλλά και τη μόνιμη ιδιότητα της «Ανηλικίωσης», ως τρόπο θέασης αλλά και συντεταγμένης δράσης, παράλληλα με την ενηλικίωση, που είναι ένας αφόρητος αστερισμός, ανάδρομος και δυστοπικός με τις απώλειες που συνεπάγεται η σύμπλευση με το ρεαλισμό και το βιολογικό εκφυλισμό σωμάτων και συναισθημάτων.

Κυλά πολύ όμορφα το απογευματόβραδο της Κυριακής, βότκες, λέξεις, έκθεση, ανάγνωση ποιημάτων από την Ειρήνη και ύστερα πάλι μουσική στα ηχεία και κουβέντες για το σβήσιμο του πιο ανόητου και αφόρητου απογεύματος του κόσμου. Η συλλογή της Βακαλοπούλου κυκλοφορεί από τις εκδ. Γαβριηλίδη, τιμάται 8 ευρώ, ενάμισι κονιάκ αξία δηλαδή, στη γλώσσα των μπαρ. Κάποιων Θεσσαλονικιώτικων μπαρ πάνω από την Εγνατία, όπως το Bord De L’Eau, που οι θαμώνες τους έχουν και μερικές παραπάνω ευαισθησίες από τις συνηθισμένες αυτών που συχνάζουν στα μπαρ κάτω από την Εγνατία, που όσο κατηφορίζουνε προς τη θάλασσα, μοιάζει να μην ενδιαφέρονται για τίποτα περισσότερο από τα συνηθισμένα: λίγο ΠΑΟΚ, λίγο καινοτομία, λίγο φαγητό, λίγη εξωστρέφεια, λίγο κους κους και... Δευτέρα πάλι, γαμώτο, αύριο. Κάτι πρέπει να γίνει με αυτή τη μέρα!


Κεντρική φωτό: «Eyes without a face!» Σχεδιασμένα από τον Γιάννη Γουναρίδη, ψυχή του Bord De L' Eau design factory