Πολεις

Το ημερολόγιο της Δευτέρας | 28.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Δεν αντέχω στο σπίτι. Η θέση μου είναι έξω, μαζί με τους υπόλοιπους, στον δρόμο, στα στενά που διασταυρώνονται λίγα βήματα από το ενδιαίτημα του Ένοικου, εκείνου τού πέρα για πέρα ξένου όντος, της τυφλής δύναμης που ζει έξω από τον χρόνο, αυτής της έρπουσας μόλυνσης που καραδοκεί πίσω από τους ραγισμένους τοίχους του Σπιτιού, σταλάζοντας τη βλέννα από τη ζοφερή ύλη των ονείρων της στον κόσμο μας. Δεν αντέχω εδώ μέσα. Δεν γίνεται και δεν θέλω να μείνω άλλο. Θέλω να βαφτώ με τα χρώματα του πολέμου, να ντυθώ τη στολή μου, να αναλάβω τα όπλα μου και να τρέξω — όχι πια να βαδίσω αργά, με το κεφάλι σκυφτό, δήθεν προσηλωμένος σε κάτι άλλο, κάτι παράταιρο, κάτι αλλότριο, τάχα απορροφημένος σε σκέψεις — όχι πια φοβισμένος και νωθρός, αλλά τρέχοντας — τρέχοντας χαρούμενος και κατακόκκινος από προσμονή ώς τη γωνία, να δω τους συμπολεμιστές μου, τους άλλους σαν κι εμένα, να χαιρετηθούμε με ένα νεύμα και έναν ψίθυρο συνεργίας —τι άλλο να πούμε εμείς, τι άλλο να κάνουμε μεταξύ μας— και να σταθούμε εκεί, με τον οπλισμό μας έτοιμο, με τα δόντια μας σφιγμένα, με τον ένα ώμο στηριγμένο στον τοίχο, και τα μάτια όλη την ώρα πεισματικά καρφωμένα σε εκείνο το τρομερό ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ του δευτέρου ορόφου, και στην ξύλινη πόρτα κάτω χαμηλά στο πεζοδρόμιο, εκείνην που κάποτε είχε μια χοντρή αλυσίδα στην κλειδαριά της και που τώρα κρύβει ένα χάος πίσω της, ένα πηγάδι χωρίς πάτο, κάτι που αψηφά όσα κατέχει η επιστήμη μας και όσα τρέμει η καρδιά μας. Κάθε μου στιγμή εδώ, στο μικρό μας διαμέρισμα, είναι μια χαμένη στιγμή, σαν να ταξιδεύω με το τρένο στη φλογισμένη έρημο ή με το πλοίο στον ανοιχτό ωκεανό και να μην έχω ένα βιβλίο μαζί μου.

Η διαδικασία της φύλαξης βέβαια είναι κουραστική —νομίζω το είπα ήδη, αν και δεν προσέχω πια αυτά που γράφω—, σε τσακίζει, σε διαλύει, πιάνει τη μέση σου στα δάχτυλά της που θυμίζουν μέγγενη και τη σφίγγει, την πιέζει, τη συστρέφει, αλλά η αναμονή μέχρι την επόμενη βάρδια… α, η αναμονή μέχρι την επόμενη βάρδια μπορεί στ’ αλήθεια να σε τρελάνει. Ο πόνος που νιώθω —γιατί είναι πόνος, κανονικός πόνος, πόνος που μπορώ να τον μετρήσω σε μια κλίμακα από το 0 μέχρι το 10: είναι 10— δεν είναι πια πνευματικός, ή δεν είναι μόνο πνευματικός, αλλά είναι καθαρά (και) σωματικός. Πονάω στην κοιλιά, πονάω στο σώμα μου, νεύρα πάλλονται και δονούνται πίσω από τα πλευρά μου ή στον ώμο μου με έναν τρόπο που σε κάνει να χάνω το κουράγιο μου, φλέβες βομβίζουν στους κροτάφους μου, και τα μέλη μου τινάζονται ανεξέλεγκτα χτυπώντας εδώ κι εκεί, σαν να αναπτύσσω μέσα σε ελάχιστες ώρες βίαια συμπτώματα στέρησης. Σκέφτομαι πως, πράγματι, η δουλειά που μας έτυχε —We few, we happy few…— λίγο ξεχωρίζει ως προς τα σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματά της από το στερητικό σύνδρομο ενός τοξικοεξαρτημένου που αποφασίζει να διακόψει απότομα τη δοσολογία στην οποία είναι εθισμένος. Δεν μπορεί να περιγραφεί με καλύτερη αναλογία, νομίζω, όλο αυτό. Και δεν ξέρω —νά τι με τρομάζει, νά τι στεγνώνει το στόμα μου από σάλιο— πώς θα εξελιχθεί. Δεν ξέρω πού θα φτάσει. Ίσως αύριο να μην αντέχω ούτε λεπτό μέσα. Ίσως να τρέχω εκεί και την ημέρα, ή και απόψε κιόλας, το βράδυ που δεν είναι η σειρά μου, ίσως πάω κι απόψε, καταπατώντας τους κανόνες, απλώς για να είμαι εκεί. Ίσως πάλι να κρατήσει καιρό όλο αυτό μέχρι να διαλυθώ τελείως, ή ίσως προλάβω να διαλυθώ πολύ πιο πριν — ίσως μετά από μια βδομάδα, ή έστω δύο, ή σε δέκα μέρες το πολύ από σήμερα. Ίσως μάλιστα —α, μα φυσικά— και οι υπόλοιποι να περνούν τα ίδια, ή και χειρότερα —δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό το «χειρότερα»—, κι ας μη μου το είπαν, κι ας μην πρόλαβαν να κάνουν κάτι παραπάνω από μία βιαστική αναφορά «στις ωδίνες της αναμονής» όταν μού μετέφεραν όσες πληροφορίες είχαν συγκεντρώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Ωδίνες; Θεέ μου… Αλλά, ναι: αν φτάσαμε όλοι μας στα ίδια συμπεράσματα, από μόνος του ο καθένας μας και χωρίς καμιά έξωθεν καθοδήγηση, κι αν όλοι μας αποφασίσαμε ν’ αφήσουμε χωρίς πολλά-πολλά και για πάντα τη βολή μας, αν εξοπλιστήκαμε όσο καλύτερα μπορούσε ο καθένας μας, έστω άτσαλα, έστω υπνοβατώντας, έστω χωρίς να έχουμε καθαρή γνώση τού λόγου που το κάναμε, κι αν αρπάξαμε τη μοίρα μας απ’ τους γιακάδες και την ταρακουνήσαμε μέχρι να καταδεχτεί να μας κοιτάξει —για να μη μιλήσω για τις γάτες μας, που έβραζε το μέσα τους και μας παρακινούσαν να συντομεύουμε και να επιτεθούμε κατά μέτωπο—, ναι, αν είχαν συμβεί αυτά σε όλους μας, σαν να είχαμε όλοι μας εφτά συν άλλους εφτά Doppelgänger, τότε ήταν περισσότερο και από βέβαιο πως η στέρηση θα ήταν επίσης ένα κοινό, ίδιο κι απαράλλαχτο στον καθένα μας, μαρτύριο, και επίσης υψωμένη στον ίδιο εξοντωτικό βαθμό έντασης και αφόρητου άλγους. Γιατί δεν μπορούσες να αντισταθείς απέναντι σε… απέναντι σε εκείνη την ξεκάθαρη αίσθηση καθήκοντος: εκείνη τη φωνή που σε καλούσε να δράσεις, και να κάνεις αυτό που έπρεπε να κάνεις.

Η λέξη ακούγεται ανόητη, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να το εκφράσω καλύτερα. Υπό μία έννοια, άλλωστε, μέσα στην κάψα αυτού του Αυγούστου, μέσα στην απουσία των ειδήσεων, ή μέσα στην πληθώρα των ειδήσεων, μέσα στον καύσωνα και τις φωτιές, και μέσα στις θάλασσες και την πάγκοινη ευωχία, εμείς, ξαφνικά, άγνωστοι μεταξύ μας, με παράλληλες διαδρομές σ’ αυτό το κομμάτι της πόλης, αυτοχριστήκαμε υπέρμαχοι, έτσι δεν είναι; Υπέρμαχοι, πρόμαχοι, υπερασπιστές: ιππότες και ήρωες. Αυτό κάναμε. Ήταν κάτι που επιλέξαμε μόνοι μας, όλο αυτό. Κάτι που στην αρχή βλέπαμε από μακριά, με έναν μικρό τρόμο στην καρδιά, με δέος, ακόμη και κάνοντας λάθη, ή και εκδηλώνοντας υστερία, μα που όταν έφτασε η ώρα αγκαλιάσαμε με ζέση, όπως πρέπει να συμβαίνει, όπως κάνουν οι πραγματικοί ιππότες, όπως κάνουν οι πραγματικοί ήρωες όταν τούς καλεί ο ωραίος και άξιος θάνατος. Ένας υπέρμαχος έχει άλλωστε αυτές ακριβώς τις συνειδησιακές οδηγίες: υπερασπίζεται, πρώτος απ’ όλους, ό,τι ορίστηκε να υπερασπιστεί, και το υπερασπίζεται με την ίδια του τη ζωή. Αυτό είναι το καθήκον του —νά τη πάλι η λέξη— κι αυτό κάνει· κι έτσι, όταν πεθαίνει, πεθαίνει ευτυχισμένος και πλήρης, σαν να βλέπει μπροστά του τη Βαλχάλα, ή σαν να ανάβει τσιγάρο μετά από ένα καλό δείπνο.

Μόνο που —και νά το πάλι το στερητικό σύνδρομο, εκείνο το στρίψιμο των σωθικών σου με την ατσαλένια τανάλια—, μόνο που η υποχρεωτική ραστώνη, η ραθυμία, η σωματική και διανοητική νωθρότητα των άπειρων αυτών ωρών που περνούσες με το στανιό μέσα στο σπίτι σου —με την τηλεόραση, τα βιβλία, τις εφημερίδες και το ίντερνετ: ω Θεέ μου, τι ανία!—, αυτή η επιβεβλημένη περίοδος αγρανάπαυσης που άλλη φορά θα υποδεχόσουν με πυροτεχνήματα μα που τώρα πια σιχαίνεσαι και εχθρεύεσαι, χώνει ένα μαχαίρι μέσα στην κοιλιά σου κι αρχίζει να το γυρίζει και να το γυρίζει, σαδιστικά. Αν θέλω κάτι, λέω —με τα δόντια μου να επιδίδονται σε έναν έξαλλο βρυγμό που τα τριξίματά του ακούγονται σαν αλυσίδα που γυρνά μέσα στο κρανίο μου, και σαν φτερωτή νερόμυλου που αλέθει πέτρες—, αν θέλω στ’ αλήθεια κάτι, είναι να κατρακυλήσω τους πέντε ορόφους και να βγω στον δρόμο με ψηλά το κεφάλι, να βρεθώ στο πεδίο ανασαίνοντας άτακτα, και να πάω εκεί, ΕΚΕΙ, με μια άτακτη φλόγα να με διαπερνά και να με καίει, για να πολεμήσω την τρομερή, άλαλη σκιά που παράγει το διαβολικό και μαύρο φως στο εσωτερικό του Σπιτιού, εκείνο το αρνητικό φωτοστέφανο του Ενοίκου.

Κι αντί γι’ αυτά, τούτο το χάραμα της Δευτέρας, αρχή μιας άγνωστης εβδομάδας, της τελευταίας του Αυγούστου, εξακολουθώ να κάθομαι κουλουριασμένος εδώ, στην πολυθρόνα μου δίπλα στην μπαλκονόπορτα, με μια κούπα καφέ στο χέρι που είναι ήδη κρύος, σχεδόν παγωμένος, με τα μάτια μου δακρυσμένα, όπως έκανα και όλη την Κυριακή, και δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, με τα σκυλάκια μας πάνω μου και ολόγυρά μου να μου κρατούν συντροφιά, καθώς βάλθηκαν να με παρηγορούν και να με στέργουν, χωρίς να ξέρουν, χωρίς να μπορούν να ξέρουν τι μου συμβαίνει, και γιατί, και πότε θα μου περάσει και θα ’μαι πάλι όπως παλιά, και θα ’ναι, έτσι, κι εκείνα όπως παλιά. Ούτε εγώ ξέρω να τους πω. Και λίγο πιο δίπλα, ανεβασμένη αυτή σε μια στοίβα περιοδικά πάνω στο τραπεζάκι, η γάτα μας, μόνη, αγέρωχη, ανεξάρτητη, να με κοιτά ξέροντας, αυτή, τα πάντα, με το στόμα της σφιγμένο σε μια λεπτή πεισματική γραμμή και με τα μάτια της ψυχρά και αποφασισμένα, αφήνοντας να εννοηθεί πως κάθε μας στιγμή εδώ, στο μικρό μας διαμέρισμα, είναι μια χαμένη στιγμή — σαν να ταξιδεύουμε με το τρένο στη φλογισμένη έρημο ή με το πλοίο στον ανοιχτό ωκεανό και να μην έχουμε ένα βιβλίο μαζί μας.

Κάνε υπομονή, θέλω να της πω, κάνε λίγη υπομονή ακόμα, δες εμένα που κάποιος έχει χώσει ένα μαχαίρι μέσα στην κοιλιά μου και το γυρίζει και το γυρίζει σαδιστικά, δες εμένα πώς τα υπομένω όλα, και κάνε ό,τι κι εγώ. Οι ώρες μας τελειώνουν, θέλω να της πω, οι μέρες μας τελειώνουν, κι αυτή η ιστορία, μια ιστορία καθήκοντος και ηρωισμού, θα τελειώσει κι αυτή. Κι όταν τελειώσει, είτε νικήσουμε είτε χάσουμε, θα ’ναι σαν να βλέπουμε μπροστά μας τη Βαλχάλα.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome