- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το ημερολόγιο της Κυριακής | 27.08.2023
Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
Κυριακή πρωί, 27 του μηνός Αυγούστου —ψέματα, όχι πρωί ακόμα, χαράματα, εκείνη η ώρα που η ημέρα μετράει με το στανιό ώς το τέσσερα από μέσα της για να το πάρει απόφαση ν’ ανοίξει τα μάτια της και να σηκωθεί—, και νιώθω τον ουρανό κι ό,τι υπάρχει από πάνω του —κενό, ύλη, αντιύλη, σκοτεινή ύλη, σκοτεινή ενέργεια, όλα αυτά τα πράγματα, όπως και να τα λένε, ό,τι κι αν είναι στ’ αλήθεια, όλες αυτές τις αχαρτογράφητες πιθανότητες, όλο εκείνο το κρυφό μεγαλείο, όλον εκείνο τον τρόμο— να με κοιτάνε με ένα βλέμμα κενό μεν μα που σε μια του άκρη ξεμύτιζε μια τόση δα στάλα οίκτου: ένα ψέμα· και η υποψία ενός ξεψυχισμένου αναστεναγμού.
Δεν ήξερα τίποτε για το σύμπαν, δεν ήξερα τίποτε καν για τον ουρανό (ο ουρανός μας είναι για το σύμπαν ό,τι το παράθυρο ενός κοτετσιού, ψέματα: ό,τι η τρύπα της φωλιάς ενός τυφλοπόντικα για τη Γη, ή μάλλον για το ηλιακό μας σύστημα, ή ακόμα καλύτερα για όλο τον γαλαξία), δεν ήξερα τίποτε για τα κυρκόνια, τα νετρίνα, την ακτινοβολία και τις μάζες τους, για την αστάθεια των πρωτονίων, για την προέλευση των χημικών στοιχείων, για τις ακόμη ή και για πάντα αναπόδεικτες θεωρίες σχετικά με τον μικρόκοσμο, το φως, τη βαρύτητα, τις χορδές, τις υπερχορδές, και όλα τα άλλα ιερά μυστήρια της μοντέρνας θεολογίας μας. Ήξερα μόνο πως ήμουν κουρασμένος· γεμάτος μεν, και χαρούμενος, ναι, που επιτελούσα το καθήκον μου —αν βέβαια είχα το κουράγιο να θυμηθώ και να εντοπίσω κάπου μέσα μου αυτή την αίσθηση πληρότητας και χαράς: εδώ ακόμη και το σύμπαν με λυπόταν—, αλλά κουρασμένος. Και ήξερα και κάτι ακόμα: πως η δραστηριότητα που είχα επιλέξει, ή που είχαν επιλέξει για λογαριασμό μου τα πράγματα, η ζωή που κυλά προς τα μπροστά —αν το κάνει κι αυτό—, ο φόβος μου, οι φόβοι μου, η γάτα μου, ένας συνδυασμός όλων αυτών ή δεν ξέρω κι εγώ τι — ήξερα επίσης, λέω, πως αυτή η δραστηριότητα, η φύλαξη του Σπιτιού, η σκοπιά, το καθήκον μας, η φοβερή απόφαση που είχαμε λάβει —μια παραδοχή αυτοθυσίας—, ήταν κάτι που μπορούσε να σε τσακίσει, να σε διαλύσει, να σε ισοπεδώσει, κι ας γινόταν μια φορά κάθε σαράντα οχτώ ώρες —απόψε έχω ρεπό—, όσο καλά προετοιμασμένος κι αν ήσουν, οσοδήποτε δυνατός και αποφασισμένος και σίγουρος για το δίκαιο του σκοπού σου. Δεν υπάρχει τίποτε πιο κουραστικό από το να κάθεσαι πάνω στην καταπακτή που κρατά φυλακισμένο έναν τυφώνα ζόφου και παράνοιας, εμποδίζοντας την έξοδο σε μία κοχλάζουσα τρέλα (αν ήταν αυτό που κάναμε) τίποτε πιο κουραστικό για την ψυχή σου. Γιατί αυτή σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος, τόσο στη βάρδιά σου όσο και ανάμεσα στις υπηρεσίες σου, και ούτως ή άλλως αυτή είναι που δίνει κάθε φορά το μέτρο της αντοχής μας. Όχι το σώμα.
Και όμως, και όμως: δεν ξέραμε τίποτε γι’ αυτό. Δεν ξέραμε τι ακριβώς φυλούσαμε. Ποιος ήταν ο εχθρός μας. Και πότε θα τον σκοτώσουμε, ή θα μας σκοτώσει. Δεν ξέραμε τίποτε για την ίδια την ουσία της αποστολής μας, για όλο αυτό που κάναμε ή νομίζαμε ότι κάναμε. Ίσα-ίσα, η μικρή, αδιόρατη, επιπολής επαφή μας —αν μπορείς να την πεις καν επαφή— με τον Ένοικο του Σπιτιού, αυτή η μερική άποψή μας για ό,τι μάς είχε φέρει ώς εκεί και μας ένωσε σε μια ομάδα, και μας είχε φέρει κοντά χωρίς να χρειαστεί να πούμε πολλά —γιατί όλοι είχαμε την ίδια ιστορία να αφηγηθούμε, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις—, αυτή η μικρή μας επαφή μάς έδειχνε πολύ πιο παραστατικά από οτιδήποτε άλλο πόσο μηδενική γνώση είχαμε στην πραγματικότητα ΓΕΝΙΚΩΣ για τη ζωή, ναι, για το σύμπαν, ναι, και για καθετί άλλο: δεν μπορούσαμε να ξέρουμε τίποτε εντέλει (τώρα το συνειδητοποιούσαμε όλοι μας, και το συνειδητοποιούσαμε με έναν τρόπο που πίεζε τον θώρακά μας σαν επιθετική εμπύρετη νόσος, σαν πυκνός ιστός αράχνης, σαν πίκρα ανήμπορου ηλικιωμένου), κατά τον ίδιο τρόπο που ένα έξυπνο ζώο, όσο καλά εκπαιδευμένο κι αν είναι, δεν μπορεί να παίξει μια παρτίδα σκάκι, ή καν να την παρακολουθήσει, όσο παραστατικά και ενθουσιωδώς κι αν κουνάει την ουρά του.
Ποιος ή τι ήταν λοιπόν αυτός ο Ένοικος; Από τι ήταν φτιαγμένος; Πόση μακρινή σχέση είχε η δική του ζωή με τη δική μας; Πόση σχέση είχε η δική του νοημοσύνη με τη δική μας, ΑΝ είχε κάποια; Πού ζούσε πριν; Από πού είχε έρθει; Και πώς, με ποιον τρόπο; Μέσα από ποιες κοσμικές σκουληκότρυπες και κρυμμένος σε ποιων τα όνειρα; Ποιοι ήταν οι υπηρέτες του, που βλέπαμε να γυρνούν στα στενά του κέντρου τα βράδια και να παραφυλάνε στις γωνίες και πίσω από τους κάδους, εκείνοι οι άστεγοι, οι άντρες και οι γυναίκες που τάιζαν τα αδέσποτα, οι μοναχικές ψυχές που απέφευγαν ακόμη και τις σκιές των υπολοίπων, κάποιοι άλλοι που έσερναν ή τσουλούσαν καρότσια με παλιοσίδερα και χαρτόνια, κι εκείνοι οι υπόλοιποι, που βάδιζαν στα μουλωχτά, σκυφτοί σαν κατάσκοποι σε βωβή ταινία και κοιτάζοντας πίσω από τη ράχη τους; Πώς τους είχε προσηλυτίσει; Τι τους είχε τάξει; Ήταν κάποιοι, ανάμεσά τους, όργανά του από παλιά; Και πώς στρατολογήθηκαν όταν στρατολογήθηκαν; Ή τους κέρδισε όλους —και πάλι: με ποιον τρόπο, με τι ανταλλάγματα;— τον τελευταίο μήνα; Και ήταν τάχα αυτοί ο κύριος στρατός του, το βασικό τάγμα των υπηρετών του, ή οι υπόλοιποι δεν φαίνονταν γιατί κρύβονταν σε διαμερίσματα, γραφεία και υπηρεσίες; Ποια ήταν τα σχέδιά του; Για ποιο λόγο να είχε σχέδια έτσι κι αλλιώς; Τι τον ενδιέφερε η Γη; Γιατί υπήρχε ο ίδιος; Κι αν, πες, αυτή η ερώτησε φάνταζε γελοία, ας είναι: φτιάχτηκε άραγε τυχαία όπως εμείς; Ήταν προϊόν οντογένεσης, ή κομμάτι μιας μακραίωνης εξελικτικής διαδικασίας; Και πόσο παλιό της κομμάτι; Πλάστηκε έτσι, ως είχε, ή η φαινοτυπική του διακύμανση υπήρξε μακρά, επίπονη και ταραχώδης; Ήταν άραγε (πράγμα που με ανατρίχιαζε όποτε το σκεφτόμουν), «Το κατοικίδιο του Θεού, που είχε στραφεί ενάντια στον Κύριό του επειδή το κλότσησε», όπως είχε ισχυριστεί ένας από τους νέους μου φίλους, τους συμμάχους μου, τους υπόλοιπους φύλακες, ο μόνος ανάμεσά μας που έβλεπε ολοζώντανα όνειρα και ήταν σε θέση να τα καταγράψει κάθε πρωί, εκείνος που είχε πιάσει το μπράτσο μου όταν ήμουν έτοιμος να μπω στο Σπίτι; Ήταν, με άλλα λόγια, ο διάβολος —όμορφος κάποτε, λαμπερός, μα αποκρουστικός ήδη από παλιά, σχεδόν από την αρχή των καιρών, και ακόμη πιο αποκρουστικός σήμερα—, και είχε έρθει, χολωμένος με το αφεντικό του, για να πάρει αυτά που πίστευε ότι του ανήκουν; Και ποια ακριβώς ήταν «αυτά»; Η ανθρωπότητα — τα νέα κατοικίδια του αφεντικού του; Ή μήπως, καθώς εμείς παραήμασταν ασήμαντοι γι’ αυτόν, κάτι άλλο;…
Κι όσο για το Σπίτι; Τι ήταν το Σπίτι; Γιατί είχε διαλέξει το συγκεκριμένο κτίριο για να το στοιχειώσει; Τυχαία; Μετά από έναν ορισμένο σχεδιασμό; Ήταν άραγε η δική του εκδοχή της καταπακτής; Μια πόρτα; Μια είσοδος στον κόσμο μας; Ζούσε επί ολόκληρους αιώνες από κάτω του; Έπειτα, αν ο Ένοικος ήταν πράγματι κάτι τόσο… τόσο τελεσίδικο, τόσο αληθινό, και τόσο ασύλληπτα κολοσσιαίο, και τερατώδες, και παλιό, και άγριο, και διψασμένο, και —κυριολεκτικά— διαβολικό, γιατί να έχει ανάγκη, πρώτον, από ένα παλιό, μισογκρεμισμένο, εγκαταλειμμένο ψευδονεοκλασικό για να περνά τις ώρες του μέχρι να είναι σε θέση να κάνει την κατακλυσμιαία εμφάνισή του, και, δεύτερον, είτε ήταν έτσι τα πράγματι είτε όχι, από πού κι ώς πού νομίζαμε όλοι εμείς —We few, we happy few, we band of brothers and sisters— πως ήμασταν ικανοί να τον αντιμετωπίσουμε με τα βαμμένα πρόσωπά μας και με εκείνα τα αστεία όπλα μας, τα σφυριά και τα τσεκούρια και τα μαχαίρια, τις κατάνες και τις βαλλίστρες που παραγγείλαμε από το ίντερνετ, αγορασμένα, τα περισσότερα, με κωδικούς και κουπόνια που παρείχαν 20% έκπτωση; Λοιπόν, πόσο μπορούσε να μας βοηθήσει το θράσος μας όταν θα ερχόταν η αναπόφευκτη ώρα της τελικής σύγκρουσης; Πόσο ελάχιστα; Πόσο καθόλου;
Χωρίς να έχω καμία απάντηση σε όλα αυτά, παρά μόνο όλο και περισσότερα ερωτηματικά, ανασηκώνομαι και σκύβω όλος προς τα μπροστά, χώνοντας το κεφάλι ανάμεσα από τα μισόκλειστα γόνατά μου και αφήνοντας να πέσουν τα χέρια μου στο πάτωμα, για να τεντώσω την πλάτη μου που με πεθαίνει από τον πόνο. Η υπηρεσία δεν είναι δύσκολη ή επίπονη καθαυτή —το μόνο που κάνεις εντέλει είναι να περιμένεις εκεί, στο πόστο σου, δίπλα στους υπόλοιπους, ψάχνοντας για ύποπτες κινήσεις πίσω από τα παράθυρα του Σπιτιού, όπως και στους δρόμους που οδηγούν σ’ αυτό, ενώ ήδη κάποιοι φέρνουν και αλκοόλ μαζί τους μέσα σε μικρά πλακέ μπουκάλια που βγάζουν από τις τσέπες τους, ή ζεστό τσάι που πίνουν λίγο-λίγο μέσα από ένα θερμός—, αλλά με έναν παράδοξο τρόπο η ευθύνη που ενέχει η φύλαξη σε εξουθενώνει. Αναμφισβήτητα είναι ωραίο να είσαι ντυμένος —ή μασκαρεμένος— όπως εμείς και να ενώνεσαι με τους συντρόφους σου στήνοντας ενέδρα στον διάβολο, ναι, δεν χωρά αμφιβολία — αλλά σε διαλύει. Το πρώην κατοικίδιο του Θεού είναι τοξικό, και οι αναθυμιάσεις από το φολιδωτό δέρμα του σε πνίγουν και σε αποδιοργανώνουν. Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα είμαστε ικανοί να το κάνουμε αυτό. Χρειαζόμαστε ενισχύσεις, υποθέτω. Κι άλλους σαν κι εμάς που θα μπορούσαν να σηκώσουν ένα όπλο και να φυλάξουν σκοπιά μέσα στη νύχτα, πίνοντας τσάι από το θερμός, ή λίγο ουίσκι. Και με τη γάτα τους βέβαια μαζί, στην αγκαλιά τους ή δεμένη με το λουρί για να μη χιμήξει στο Σπίτι. Πάντα βέβαια με τη γάτα τους.
Το βλέμμα μου στρέφεται στη δικιά μας. Με κοιτά κι εκείνη, από τη γωνία απέναντι, ανεβασμένη επάνω σε ένα από τα ονυχοδρόμιά της. Δεν είμαι βέβαιος, σκέφτομαι κοιτώντας τη ωραία συμμετρία του κορμιού της, πως συμφωνεί με την τακτική μας. «Γάτα, Γάτα, ω μέγα φως, μες στα δάση της νυκτός, Θείο ποιο μάτι, χείρα ποία, την τρομερή σου πλάθει συμμετρία;» της λέω, και χαμογελώ. Και την καταλαβαίνω. Ούτε εγώ συμφωνώ απαραίτητα. Απλώς η ατολμία μου —το φάσμα της οποίας δεν είμαι σε θέση, ούτε προτίθεμαι, να ξορκίσω— αρκούσε για να συναινέσω αμέσως στην κοινή απόφαση των υπολοίπων να μην επιτεθούμε με ό,τι είχαμε στα χέρια μας για να διαλύσουμε το Σπίτι και, ίσως, τον Ένοικό του, αν τον βρίσκαμε εκεί. Και οι γάτες μας αυτό ήθελαν: την ευθεία επίθεση. Δεν ξέρω. Ίσως μάς καθοδηγεί η δειλία. Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω. Παρ’ όλα αυτά, είμαι βέβαιος πως, τη στιγμή της μάχης, όλοι θα κάνουμε αυτό που πρέπει να γίνει. Ή τουλάχιστον —ας μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου— αυτό θέλω να πιστεύω. Αλλιώς τίποτε δεν θα έχει σημασία, και όλες μας οι θυσίες των τελευταίων εβδομάδων, όλες μας οι σκέψεις, ακόμη και όλοι μας οι φόβοι, όλα θα έχουν πάει στράφι.
Τεντώνομαι λίγο ξανά, και σηκώνομαι. Θα φτιάξω έναν καφέ ακόμη, και μετά θα ξαπλώσω λίγο, κοιτάζοντας το ταβάνι. Ίσως και να κοιμηθώ λίγο. Μακάρι. Στις οχτώ το πρωί, πάντως, θα κατέβω για τις εφημερίδες. Το συζητούσαμε, στη νυχτερινή μας φύλαξη, και συμφωνήσαμε πως αυτές οι μικρές δόσεις κανονικότητας θα μας κρατούσαν ενδεχομένως σε μια κάποια ισορροπία — αν υποθέταμε πως δεν είχαμε τρελαθεί ήδη, ή αν υπήρχε γυρισμός για μας. Θα γύριζα λοιπόν σπίτι, θα καθόμουν στον καναπέ, με τα σκυλάκια μας δεξιά και αριστερά, θα ξεχώριζα τα τμήματα των εφημερίδων, και θα έφτιαχνα με αυτά μικρές στοίβες μπροστά μου, στο τραπεζάκι. Και έπειτα θα τα έπαιρνα με τη σειρά, και θα τα ξεφύλλιζα. Θα διάβαζα —αν και μόνο με τα μάτια— για όλα αυτά που απασχολούσαν τον υπόλοιπο κόσμο, όλα αυτά που τον έκαναν να φοβάται και να τρέμει το αύριο. Και θα χαμογελούσα. Γιατί όλοι αυτοί —αυτοί που τα έγραφαν, αυτοί που τα διάβαζαν, και πολλοί από αυτούς που τα ζούσαν— δεν ήξεραν. Ήταν βουτηγμένοι στην πιο ευχάριστη μακαριότητα. Κι αυτό ήταν καλό. Πάντα η μακαριότητα είναι καλή. Α, ναι!…
Με έναν αναστεναγμό, κοιτάζω την ώρα. Εφτά παρά είκοσι πέντε, Κυριακή 27 Αυγούστου 2023. Άλλη μια νύχτα είχε περάσει με τον κόσμο ακόμη ολόκληρο.