- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το ημερολόγιο της Παρασκευής | 25.08.2023
Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
Αλλά δεν ήταν μόνο οι σκέψεις για τον Σπένγκλερ —πού τον θυμήθηκα— και το τέλος της προόδου που με τριβέλιζαν, καθώς η μέρα ήταν μακρά, ήταν ατέλειωτη σαν πορεία σε κηδεία στρατιωτικού, και είχε απλωθεί πάνω στα μέλη μου με όλο της το πλαδαρό βάρος: ώσπου να φτάσει η ώρα για τη νυχτερινή μας επίθεση, τη νύκτια επιχείρηση που ετοίμαζα στο μυαλό μου βήμα το βήμα, ξανά και ξανά από την αρχή, είχα χρόνο για να σκεφτώ πολύ —αν και όχι πάντα σωστά· και βέβαια, ποιος το καταφέρνει αυτό, εδώ που τα λέμε—, ακόμα και πράγματα καλά κρυμμένα κάτω από το φθαρμένο χαλί της καθημερινότητας, ακόμα και κάτω από την καταπακτή που σκέπαζε το χαλί, ακόμα και στα βάθη εκείνου του μουχλιασμένου υπογείου που έκρυβε πράγματα συνηθισμένα στο σκοτάδι. Η μόλυνση του Σπιτιού, άλλωστε —αν και αρχικά μού πέρασε από το μυαλό: είπαμε, είχα χρόνο για τα πάντα, για όλες τις σκέψεις, τις σωστές, τις λάθος και τις επικίνδυνες—, εκείνο το πράγμα τέλος πάντων που το κατοίκησε, δεν είχε να κάνει με καμιά παρακμή του σύγχρονου πολιτισμού, ασχέτως τού εάν εγώ δεχόμουν κάτι τέτοιο ή όχι. Αν και έμοιαζε αναπόφευκτη και αυτή —για την ακρίβεια: ΑΥΤΗ ήταν που έμοιαζε αναπόφευκτη, όχι η σπενγκλερική—, ήταν εντελώς ανεξάρτητη. Τρόπον τινά, σε αντίθεση με την άλλη, αυτή ήταν μια ανωμαλία. Πού μπορούσε να στηρίζεται; Ποιοι τής άνοιγαν τον δρόμο; Και γιατί; Σε τι τους εξυπηρετούσε; Εάν βασίλευε το χάος στον πλανήτη, ποιοι μπορούσαν να έχουν ένα κάποιο κέρδος από αυτό; Ποιος θα διάλεγε ποτέ να εξουσιάζει ένα βασίλειο νεκρών και τρελών, ανθρώπων με γυάλινα μάτια; Ήξερα την απάντηση: κανείς. Σε αντίθεση με τον πόνο, που καθένας μας τον γεύεται μόνος, ο άνθρωπος χρειάζεται ευτυχισμένους ανθρώπους δίπλα του για να νιώσει ευτυχία. Ούτε καν ο βασιλιάς Μίδας δεν είναι πλούσιος σε μια χώρα χτυπημένη από την ανέχεια και τη συμφορά. Και ο τελευταίος άνθρωπος στη γη, με όλο της τον πλούτο στα πόδια του, όλες της τις πηγές και όλα της τα έργα τέχνης, δεν θα είναι παρά το πιο άτυχο πλάσμα που γεννήθηκε ποτέ κάτω από τον ουρανό. Άρα;
Άρα;… Έσπαγα το κεφάλι μου, εκεί, κουλουριασμένος στην πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα με τα μισοκατεβασμένα στόρια, ή στον καναπέ, ή και στο πάτωμα ακόμα, ή ξαπλωμένος στο κρεβάτι όταν πήγαινα μέσα για να αλλάξω παραστάσεις, ακολουθούμενος πάντα από τα σκυλάκια μας που έμοιαζαν παραδομένα πια σ’ αυτό το καινούργιο, άθλιο status quo. Αναστενάζαμε και σκεφτόμασταν όλοι μας, σκεφτόμασταν και αναστενάζαμε, κάνοντας σιωπηλή παρέα ο ένας στον άλλο και αλληλοστηριζόμενοι ξεφυσώντας αργά και ακουμπώντας δήθεν τυχαία σε όποιο σώμα βρισκόταν πιο κοντά μας. Μα δεν ήξερα πολλά περισσότερα από αυτούς. Κι εκείνοι δεν ήταν σε θέση να μοιραστούν τις δικές τους σκέψεις με εμένα. Μπορούσαν μόνο να με κοιτάνε λοξά, όσο μπορούσαν πιο διακριτικά, με τα θλιμμένα τους μάτια, σαν να μου έλεγαν πως, εντάξει, θα το άντεχαν κι αυτό αφού δεν γινόταν να το αποφύγουν, ας μην ανησυχώ, ήταν η φτιαξιά τους τέτοια. Μα η αλήθεια είναι πως τους πονούσε, και δεν ήταν ικανά να το κρύψουν όσο θα ήθελαν. Έβαζα τότε κι εγώ δύναμη στα χέρια, στην κοιλιά και στο μυαλό μου για να πηγαίνω μια στο τόσο στην κουζίνα σέρνοντας τα βήματά μου και να τους δίνω από ένα μπισκοτάκι, για να τονώνονται και να αναθαρρεύουν. Ποτέ δεν είπαν όχι σε ό,τι ελάχιστο τους επιδαψίλευα, αλλά έβλεπα —δεν ήμουν τυφλός— πως ο ενθουσιασμός τους ήταν προσποιητός, και κάπως άχαρος: το έκαναν μόνο και μόνο για να ευχαριστήσουν εμένα, όχι επειδή ευχαριστιόνταν αυτά. Κατάπιναν τις μικρές λιχουδιές τους από καθήκον, υπερβαίνοντας κάθε σκυλίσιο κανόνα που ήξεραν και υπάκουαν, γιατί τούς αρκούσε η ικανοποίηση που θα έβλεπαν στα μάτια μου. Ακόμη και αν δεν μας βλέπει κανείς τρίτος, μια πράξη ελεημοσύνης πάντα μάς κάνει να νιώσουμε καλύτερα.
Σκεφτόμουν, και έσπαγα το κεφάλι μου, και ίδρωνα παρά το κλιματιστικό που μοχθούσε κι αυτό, αλλά ήξερα παράλληλα πως δεν ήμουν σε θέση να βγάλω οποιοδήποτε συμπέρασμα που θα μπορούσε να βρίσκεται έστω κάπου κοντά στην αλήθεια. Το αρχαίο, πέρα από τον χρόνο Κακό που είχε εισβάλει στο Σπίτι και είχε θρονιαστεί εκεί, ένα Κακό προσκαλεσμένο από ποιος ξέρει ποια σκοτεινή σέχτα, ποια κοινωνία ορεσίβιων ασασίνων, ποια δράκα σαλών και αποσυνάγωγων πιστών του χάους, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να μετρηθεί ή να αξιολογηθεί με τα συνήθη μέτρα, ξεπερνούσε την αντιληπτική μας ικανότητα και τις όποιες προσλαμβάνουσές μας, δεν ανήκε σε καμία από τις γνωστές κατηγορίες της συστηματικής ταξινόμησης των έμβιων όντων, ήταν ένα καινούργιο —για τη γνώση μας—, θρασύ είδος νεομύκητα, συνιστούσε ένα νέο —αλλά αναρωτιέμαι πόσο πραγματικά παλιό…— βασίλειο: δεν ανήκε στα βακτήρια, δεν ανήκε στα πρωτόζωα, δεν ανήκε στα φύκη, δεν ανήκε στα φυτά, δεν ανήκε στους πραγματικούς μύκητες, δεν ανήκε βέβαια στα ζώα. Όμως μπορούσε να τα ελέγχει όλα αυτά, να τα κατευθύνει, να τους τρυπά το μυαλό ή ό,τι είχαν για μυαλό, και να αφήνει εκεί μια ληθαργική και ανόσια σπορά τρόμου. Αυτό είχα να αντιμετωπίσω.
Ίσως. Ίσως. Δεν μπορούσα να ξέρω. Όχι στ’ αλήθεια. Κανείς μας δεν μπορούσε. Ούτε εγώ, ούτε κάποιος από όλους τους άλλους, από εκείνους τους θλιβερούς και μόνους ερασιτέχνες μαχητές, τους εθελοντές που είχα δει εκεί, δυο νύχτες πριν. Όλους εκείνους τους γείτονες, τους λιγότερο αποφασισμένους και περισσότερο κατατρομοκρατημένους άντρες και γυναίκες που είχαν, σαν κι εμένα, πάει έξω από το Σπίτι με τις γάτες τους —τι θέαμα κι αυτό—, για να θυσιαστούν σώζοντας την πόλη, και τον κόσμο. Τι να είχαν απογίνει; Να έμειναν κάποιοι από αυτούς στο πόστο τους; Να συνέχισαν αυτό που είχαν ξεκινήσει να κάνουν; Να επιχείρησαν τάχα την άλωση του Σπιτιού —έστω, ένας από όλους τους—, με μια ευθεία επίθεση, με ένα ρεσάλτο, ή με πολιορκητικό κλοιό εκείνο το μικρό χνουδωτό τετράποδο που κρατούσαν στην αγκαλιά τους ή είχαν δεμένο κοντά τους, στα πόδια τους, με ένα λουρί; Και αν ναι, με ποιο αιώνιο για την ψυχή τους τίμημα; Δεν ήξερα. Δείλιασα τις προάλλες, το ’σκασα, έδωσα μια και γκρέμισα τα πάντα, κατέστρεψα ό,τι λίγο είχα φτιάξει μέχρι τότε από αμηχανία, ντροπή — και, ας το παραδεχτώ, από φόβο. Και έκανα, βέβαια, και τη δικιά μας γάτα να με κοιτά πικραμένη, οργισμένη, απελπισμένη με εμένα και τις ανύπαρκτες αντοχές μου. Το μόνο που ήξερα ήταν να γεμίζω το σπίτι μας με πράγματα, άχρηστα τα περισσότερα, ή απαραίτητα μόνο σε κάποιον που θα τα παρατούσε, και δεν θα στεκόταν εδώ να δώσει τη μάχη.
Όμως όχι πια. Δεν θα έφευγα. Δεν θα ανέβαινα στο βουνό. Θα έδινα τη μάχη εδώ. Θα μετρούσα ώς το τέσσερα από μέσα μου, και με το που θα έλεγα εκείνο το «τέσσερα», θα ορμούσα με το κεφάλι ψηλά. Σωστά;
Σωστά;… (Δεν ξέρω).
Η γάτα μας, πάνω που τη μνημόνευσα, ανέβηκε με ένα σάλτο στον καναπέ και μου νιαούρισε δυνατά, κρύβοντας σε εκείνη τη μακρόσυρτη συλλαβή έναν ολόκληρο μονόλογο, έναν πολεμικό, ξεσηκωτικό λόγο σαν άλλος Ερρίκος Ε΄. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε η εορτή του αγίου Κρισπίνου, μου έλεγε —και με τ’ αυτιά μου την άκουγα ολοκάθαρα—, κι όποιος τυχερός έβλεπε το τέλος της και τύχαινε, στο ωραίο μέλλον, να γεράσει, κάθε χρόνο μέχρι να του κλείνανε τα μάτια θα καλούσε σπίτι τούς γείτονές του τούτη την ημέρα, θα μάζευε τα μανίκια ώς ψηλά τον αγκώνα και θα τους έδειχνε τις ουλές του λέγοντας: «Νά, και νά, και νά, εδώ είναι οι λαβωματιές που μου χάρισε η μάχη ανήμερα του αγίου Κρισπίνου!» Γιατί αυτή η ιστορία δεν θα ξεχνιόταν, α όχι, όχι, κι απ’ τον γονιό θα περνούσε στο παιδί, στόμα το στόμα, σαν ακριβή κληρονομιά, και για πάντα, από σήμερα ίσαμε το τέλος του κόσμου, θα μνημονευόμαστε βέβαια κι εμείς την ημέρα τούτης της γιορτής, πατέρα — εμείς οι λίγοι, οι τυχεροί εμείς, οι αδελφωμένοι. We few, we happy few, we band of brothers.
Ναι, της είπα λιγότερο ανατριχιασμένος και περισσότερο τρέμοντας, ναι. Και πήγα με βαριά καρδιά και φόβο να ετοιμαστώ, αν και ακόμη ήταν νωρίς, ούτε καν μεσάνυχτα, για να μην την κακοκαρδίσω άλλο. Θα βγαίναμε από το σπίτι στις τέσσερις τα χαράματα, και θα πηγαίναμε να συναντήσουμε τη μοίρα μας. We few, we happy few, we band of brothers.
* * *
Έκανα ένα μακρόσυρτο ντους γεμίζοντας ατμούς όλο το μπάνιο, και όταν ξεθόλωσε ο καθρέφτης βάφτηκα όπως έπρεπε στα μάγουλα, στο μέτωπο και στον λαιμό, με φαρδιές μαύρες πινελιές. Φόρεσα τη στρατιωτική στολή μου και όλη την απαιτούμενη εξάρτυση, έβαλα το κράνος μου και διάλεξα δύο μαχαίρια για να στερεώσω στη ζώνη μου, μαζί με το πιστόλι των φωτοβολίδων και την πτυσσόμενη αξίνα, που κρέμασα διαγώνια στην πλάτη. Προσάρμοσα έναν φακό ανθρακωρύχου στο κράνος και έχωσα ακόμη έναν, χειρός, σε μια από τις φαρδιές τσέπες του παντελονιού μου. Φόρεσα στη γάτα μας το περιστήθιό της —όπως και προχθές, έκατσε με αγαλλίαση να της το βάλω—, και του πέρασα ένα απλό λουρί. Ήξερα πως δεν θα το ’σκαγε — τουλάχιστον όχι μέχρι να φτάσουμε εκεί· δεν είχα ιδέα τι θα έκανε μέσα στο Σπίτι, ενώ ίσως, σκεφτόμουν με ένα ρίγος, εκείνη είχε ήδη κάτι στο μυαλό της. Θα το μάθαινα όμως και αυτό στην πορεία.
Έμεινα έτσι, ντυμένος και έτοιμος, μέχρι την καθορισμένη ώρα, και τότε σηκώθηκα (είχα μετρήσει από μέσα μου μέχρι το τέσσερα) και είπα στα σκυλάκια μας αυτά που έπρεπε να τους πω. Ότι θα επέστρεφα. Και χωρίς περαιτέρω χρονοτριβή βγήκαμε έξω, οι δυο μας, για τη μεγάλη μάχη.
Όταν φτάσαμε πέρα στη γωνία, και κοντοστάθηκα για μια στιγμή να αναπνεύσω —γιατί όλη εκείνη την ώρα περπατούσα με την ανάσα μου κομμένη, όπως διαπίστωσα έντρομος—, είδα και άλλους σαν κι εμάς να περιμένουν. Όπως ακριβώς και την προηγούμενη φορά. Δειλοί σαν κι εμένα; Καινούργιοι; Δεν ήξερα να πω. Οι γάτες τους, σαν να τις είχες μαγνητίσει, κοιτούσαν όλες τους το Σπίτι, με τον λαιμό τεντωμένο και τη ράχη καμπουριασμένη. Όλα ήταν έτοιμα. Και, επιτέλους, δεν ήμουν μόνος. Δεν ήμασταν μόνοι. We few, we happy few, we band of brothers.
Προχώρησα θαρρετά προς το σπίτι, έφτασα μπροστά από την πόρτα και άπλωσα το χέρι για να τη σπρώξω.
* * *
Και τώρα είναι Παρασκευή, έξι το πρωί, κι έχω στα χέρια μου μια κούπα με έναν ήδη κρύο καφέ, μισοξαπλωμένος στην πολυθρόνα δίπλα στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα με τα κατεβασμένα στόρια. Μα δεν αντέχω. Δεν αντέχω. Τα μάτια μου κλείνουν και πρέπει να κοιμηθώ.
Δεν αντέχω άλλο.