Πολεις

Το ημερολόγιο της Τρίτης | 22.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Και αυτή τη φορά το χτύπημα του θυροτηλεφώνου με πέταξε έντρομο από τη θέση μου και έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει έξαλλα, σαν να με είχαν πιάσει να κλέβω κάτι σε ένα μαγαζί γεμάτο κόσμο χώνοντάς το κάτω από το μπουφάν μου. Ποτέ δεν μου άρεσε αυτός ο ήχος, όπως άλλωστε και το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Είναι πράγματα δυσοίωνα και τα δυο τους, και συνήθως άσκοπα: σου ροκανίζουν τον χρόνο, κόβουν τον ειρμό των σκέψεών σου, σε αποσπούν από αυτά που κάνεις, από τις υποχρεώσεις και τις δουλειές σου, από τα πράγματα που μπορούν να έχουν μια κάποια αξία για τον όσο χρόνο σού υπολείπεται, αυτό το λίγο που νομίζεις ότι σου ανήκει. Πριν από δυο-δυόμισι δεκαετίες θα πίστευε κανείς πως τα με κινητά και τη δόνηση θα περνούσαμε σε μια εποχή με λιγότερες οχλήσεις, αλλά οι λογής τερατώδεις ήχοι πέρασαν στην αντεπίθεση και νίκησαν: όσο περνά ο καιρός, πληθύνονται. Κι αν κανείς τους, ποτέ, δεν μπορεί να φτάσει το κακόηχο, όλο απελπισία και σπαραγμό καμπάνισμα του τηλεφώνου, το χτύπημα του θυροτηλεφώνου είναι ακόμη χειρότερο γιατί ξέρεις πως ο καλών είναι δίπλα σου, μια ανάσα μακριά, και μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαρρήξει την ησυχία σου, να επέμβει με σωματικό τρόπο στα πράγματά σου, να πατήσει χωρίς να βγάλει τα παπούτσια του στην προσωπική σου ζωή και να τη γεμίσει λάσπες.

Απάντησα με ένα κοφτό αλλά έντρομο, «Ναι;…», έχοντας στα πόδια μου τα αναστατωμένα σκυλάκια μας που χαλούσαν τον κόσμο με τα γαβγίσματά τους κάνοντας κύκλους το ένα γύρω από το άλλο. Το χτύπημα του θυροτηλεφώνου, αυτός ο απροειδοποίητος, σαν έκρηξη, θόρυβος, τα αναστατώνει περισσότερο και από όσο αναστατώνει εμένα.

Ήταν ο κούριερ για τα πράγματα που είχα παραγγείλει στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας, τελικά, εκείνη την ημέρα που αποφάσισα να γεμίσω το σπίτι με προμήθειες για τον επερχόμενο κατακλυσμό. Πάτησα το κουδούνι και περίμενα κολλημένος στην πόρτα, προσπαθώντας να δω από το ματάκι. Το ασανσέρ κατέβηκε και ανέβηκε πιο αργά και από εφιάλτη, όπως πάντα. Ή και χειρότερα από όσο έκανε συνήθως. Μια σκέψη ήρθε απρόσκλητη στο μυαλό μου: Κι αν ήταν κόλπο; Αλλά όχι. Δεν είχαν λόγο να στήσουν ολόκληρο σχέδιο —ένα μάλλον φτηνό σχέδιο, μάλιστα— τη στιγμή που μπορούσαν να μπουν στο διαμέρισμά μου όποτε ήθελαν. Το είχαν κάνει ήδη άλλωστε, είτε μία, είτε δύο, είτε περισσότερες φορές. Δεν μπορούσα να ξέρω πόσες. Αλλά, ναι: ήταν ικανοί για τα πάντα, και δεν θα έμπαιναν στον κόπο να υφάνουν μια τόσο προφανή και ερασιτεχνική πλεκτάνη. Τους αρκούσε να διαρρήξουν το σπίτι μου όσο έλειπα έξω, ή τα δέκα λεπτά που ήμουν στο μπάνιο για να πλυθώ. Το είχαν κάνει ήδη, ναι.

Ο κούριερ άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ και άρχισε να ξεφορτώνει χαρτόκουτα στο χολ του πέμπτου ορόφου, τοποθετώντας τα το ένα πάνω στο άλλο. Τι ήταν όλα αυτά; Πόσα πράγματα είχα παραγγείλει; Ήταν όντως δικά μου, ή είχε γίνει κάποιο λάθος; Με την καρδιά μου να εξακολουθεί να χτυπάει —τόσο που ήμουν σίγουρος πως ο άνθρωπος μπορούσε να την ακούσει—, προσπάθησα να θυμηθώ. Αλλά μου ήταν αδύνατον. Είχα παραγγείλει πράγματι αρκετά, ναι, πιθανότατα, αλλά… αλλά δεν θυμόμουν τι. Ξαφνικά, τον είδα να πλησιάζει την πόρτα, διεσταλμένος από τον ευρυγώνιο φακό και στικτός επειδή το τζαμάκι ήταν ασκούπιστο, γεμάτο σκόνη και στίγματα, να απλώνει το χέρι και να χτυπά το κουδούνι μου, και έκανα ένα βήμα πίσω λες και φοβήθηκα πως δεν στόχευε με το δάχτυλό του το κουδούνι αλλά το μάτι μου. Φυσικά, δεν επρόκειτο να του ανοίξω. «Είμαι άρρωστος», του είπα, και έβηξα δυνατά και επίμονα, όπως και στους προηγούμενους που επιχείρησαν να με δουν από κοντά. «Πρέπει να υπογράψετε», επέμεινε εκείνος. «Γιατί;» Έκανε μια παύση, και μάλλον ξεφύσησε. «Γιατί έτσι γίνεται», είπε. Ήταν φανερό πως δεν ήθελε να πει περισσότερα. Και ήταν επίσης φανερό —σκέφτηκα προσευχόμενος να μην έκανα λάθος— πως ήθελε κι εκείνος όσο κι εγώ να φύγει από την πόρτα μου και να συνεχίσει τις παραδόσεις της ημέρας. Θέλαμε ο ένας να απαλλαγεί από τον άλλο, εξίσου.

Άνοιξα απότομα την πόρτα ξεχνώντας πως είχα βάλει τον σύρτη, τραντάζοντάς την ολόκληρη. Τα σκυλάκια μας τρόμαξαν από τον θόρυβο και έκαναν μερικά βήματα προς τα πίσω. Τράβηξα τον σύρτη, μισάνοιξα την πόρτα και έβγαλα έξω το χέρι μου, μέχρι τον αγκώνα. «Πού υπογράφω;» είπα, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν πως εκείνος ο άντρας την επόμενη στιγμή θα έσκυβε και θα μου δάγκωνε τα δάχτυλά, κόβοντάς τα. Ή ότι θα μου τραβούσε το χέρι προς τα έξω, μέχρι να μου βγει από τον ώμο. Ή ότι… «Εδώ», είπε, και έφερε στην άκρη των δαχτύλων μου μια συσκευή που θύμιζε κάτι μεταξύ κινητού τηλεφώνου και POS, όπως μπορούσα να διακρίνω μέσα από το άνοιγμα της πόρτας. Ακούμπησα την οθόνη αφής και κούνησα το δάχτυλό μου σαν να έκανα το σύμβολο του απείρου. Ήταν αρκετό, παρ’ όλα αυτά. Το επόμενο δευτερόλεπτο, ο άντρας είχε στρίψει, είχε ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ και έμπαινε ήδη μέσα στον θάλαμο. Ήθελε να φύγει, και ο παράξενος τύπος του πέμπτου τού είχε φάει τον χρόνο.

Έμεινα μόνος αλλά χωρίς να νιώσω ανακούφιση, και κοίταξα ολόγυρα τις στοίβες με τα κουτιά. Τι διάολο ήταν όλα αυτά; Άρπαξα το πιο κοντινό και το έβαλα στο άνοιγμα της πόρτας, μην τυχόν και κλείσει και μείνω απέξω. Μετέφερα τα κουτιά όσο πιο γρήγορα μπορούσα μέσα στο σπίτι, έχοντας τον νου μου στις σκάλες και στο ασανσέρ. Ευτυχώς, οι περισσότεροι άλλοι ένοικοι δεν είχαν επιστρέψει ακόμη από τις διακοπές τους. Μόλις ακούμπησα και το τελευταίο στο πάτωμα, έκλεισα την πόρτα, και τράβηξα πάλι τον σύρτη. Τον δοκίμασα για να δω αν είχε χαλάσει. Όχι. Ήταν γερός. Ευτυχώς. Σήκωσα πάλι μία-μία τις κούτες, τις κουβάλησα στην κουζίνα και τις ανέβασα στη μεγάλη ξύλινη νησίδα, για να έχω καλύτερη εποπτεία στα πράγματα που είχα πάρει. Το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς, αλλά και πάλι δεν κατάφερα να θυμηθώ το παραμικρό. Είχα θολώσει. Πολλά πράγματα από όσα είχαν συμβεί τις προηγούμενες έξι-εφτά ημέρες είχαν βουλιάξει σε περίεργες τρύπες του μυαλού μου, ενώ άλλα, πράγματα που δεν μπορούσε να είχαν συμβεί, έρχονταν ξανά στη μνήμη μου μασκαρεμένα σε ζωντανά όνειρα και μου έβγαζαν τη γλώσσα. Ξεφυσώντας με δύναμη, άνοιξα ένα από τα τέσσερα μεγάλα συρτάρια της νησίδας, έβγαλα τον ελβετικό σουγιά μου, και άρχισα να ανοίγω τις χαρτόκουτες. Ήταν μια δουλειά, υπολόγισα, που θα μου έπαιρνε κάμποση ώρα για να τελειώσει. Αλλά τουλάχιστον θα μάθαινα πού είχα ξοδέψει τα λεφτά μου. Και γιατί.

Στην πρώτη κούτα ήταν ένα αντίσκηνο. Μολονότι χωρούσε έναν άνθρωπο όλο κι όλο, έμοιαζε ικανό να κρατήσει ολόκληρη χιονοθύελλα από έξω. Δεν χρειαζόταν πασσάλους για να στηθεί, αλλά είχε ενσωματωμένα άγκιστρα και πίρους στη ραφή της βάσης του για να γαντζωθεί σε οποιοδήποτε έδαφος. Δεν μπορεί να είχα παραγγείλει κάτι τέτοιο… Άνοιξα με ολοένα αυξανόμενη περιέργεια και τα υπόλοιπα κουτιά. Εξοπλισμός για διαβίωση στο βουνό. Στο δάσος. Στην έρημο. Μέσα στις χαρτόκουτες υπήρχαν δύο ορειβατικοί σάκοι, δύο σετ γερά παντελόνια με πολλές τσέπες, τεχνικά πουλόβερ και μπουφάν με κουκούλα, γάντια, ένας σκούφος και μια μπαλακλάβα, αδιάβροχα ισοθερμικά εσώρουχα, ορειβατικές μπότες, ορειβατικές κάλτσες, ένας υπνόσακος με αφαιρούμενο σεντόνι που έκλεινε μέχρι επάνω, σαν σαρκοφάγος, υπόστρωμα, φλις κουβέρτες, ραφτικά, λάμπες, φακοί, σκαπάνες, αξίνες, διάφορα άλλα εργαλεία που δεν καταλάβαινα τι ήταν και σε τι χρησίμευαν, σχοινιά, κουλούρες αρτάνης, ένα μεταλλικό βαλιτσάκι φαρμακείου γεμάτο με χάπια, ενέσεις, ιμάντες περίδεσης και γάζες, δισκία αποστείρωσης νερού, παστό κρέας σε αεροστεγή συσκευασία —αρκετό για να κρατήσει κάποιον στη ζωή για μήνες—, βιταμίνες, ξηροί καρποί, τσάι, συμπυκνωμένες ταμπλέτες καφέ, αγκίστρια και σφεντόνες, μια καραβάνα με πτυσσόμενα μαχαιροπίρουνα, πλάκες πράσινου σαπουνιού, δέκα κουτιά με προσανάμματα, σπίρτα που δεν έσβηναν ούτε με καταιγίδα, μπαταρίες, μία τεράστια power bank, μια πυξίδα ενσωματωμένη σε ένα μεγάλο όργανο με πολλούς ακόμη δείκτες που δεν είχα ιδέα τι έδειχναν, ένα πιστόλι φωτοβολίδων, και μαχαίρια. Στρατιωτικά μαχαίρια. Μπορούσες να πριονίσεις ολόκληρο δέντρο με ένα από αυτά. Και τέλος, εντελώς αναπάντεχα, ένα ρόπαλο του μπέισμπολ. Αυτό, ναι, το θυμόμουν. Ήταν το μόνο που θυμόμουν.

Ήμουν έτοιμος να πάω στο βουνό λοιπόν. Και να ζήσω εκεί. Ή, μάλλον, να προσπαθήσω να ζήσω.

Κοίταξα το πάτωμα στο σαλόνι, που είχε γεμίσει απ’ άκρη σ’ άκρη με όλα αυτά τα εφόδια. Στο υπόλοιπο σπίτι είχα αποθηκευμένα τρόφιμα, καλλυντικά, χαρτικά και καθαριστικά για μία πολύμηνη πολιορκία, ενώ εδώ είχα τα απαραίτητα για μια ζόμπι-αποκάλυψη. Το μόνο που μου έμενε για να γίνω κανονικός ρέντνεκ ήταν ένα τζιπ ή ένα διπλοκάμπινο για να τα φορτώσω όλα αυτά —αν και δεν οδηγώ: νά ένα πρώτο πρόβλημα—, μια επαναληπτική καραμπίνα, ή και δύο, συν ένα ζευγάρι Glock με τα πυρομαχικά τους. Τουλάχιστον αυτά δεν μπορούσα να τα παραγγείλω από το ίντερνετ — ευτυχώς.

Έκατσα στο πάτωμα, ανάμεσα από όλα αυτά τα πράγματα, με τα σκυλάκια μας αποστομωμένα να μην ξέρουν τι να κάνουν, και μια να κοιτάνε εμένα, μια να μυρίζουν το πιο κοντινό τους αντικείμενο, μια να κοιτάζονται μεταξύ τους, και προσπάθησα να θυμηθώ σε τι κατάσταση ήμουν όταν έκανα αυτή την κολοσσιαία παραγγελία. Και τι θα σκέφτηκαν για εμένα στο κατάστημα που την έστειλα όταν την κατέβασαν. Όμως δεν μπορούσα να ανακαλέσω στη μνήμη μου το παραμικρό.

Η γάτα μας πήδηξε πάνω μου με ένα νιαουρητό. Δεν ήταν κάτι που το συνήθιζε αυτό. Αν και, τώρα τελευταία, δεν έκανε πολλά πράγματα από αυτά που συνήθιζε. Ούτε τα σκυλάκια μας. Ούτε εγώ. Κανείς μας. «Τι;» της είπα, κι εκείνη με κοίταξε με τα παράξενα μάτια της που είχαν το χρώμα του νοεμβριάτικου ουρανού στις πέντε η ώρα που βραδιάζει. Και νιαούρισε ξανά. Ήξερα τι ήθελε, όμως. Δεν χρειαζόταν να μου πει. Ήθελε να πάμε εκεί που δεν έπρεπε να πάει κανείς. Και σίγουρα όχι εγώ. Και σίγουρα όχι μαζί της. Ήθελε να πάμε στο Σπίτι. Οι δυο μας. «Αύριο», της είπα χαϊδεύοντάς τη στο σβέρκο. «Αύριο. Σ’ το υπόσχομαι». Και έμεινα έτσι, να τη χαϊδεύω και να την κοιτάω, να κλείνουμε ο ένας στον άλλο τα μάτια μας, και να μη μιλάμε πια. Είχε έρθει το απόγευμα, και σε δυο-τρεις ώρες θα νύχτωνε. Κι από εκεί που λίγες μόνο μέρες πριν ένιωθα τον χρόνο να έχει παγώσει μπροστά μου και να μην μπορώ να σηκώσω τα πόδια μου λες και πατούσαν σε υγρό τσιμέντο, τώρα όλα γύρω μου έτρεχαν σαν τρελά. Το αύριο θα έρθει τόσο γρήγορα, σαν πνοή αέρα, και σαν φωνή που έρχεται από μακριά μέσα στο δάσος, μια φωνή νεράιδας, ή ξωτικού, ή κάποιου που ζητά βοήθεια.

* * *

Το αύριο ήρθε κιόλας. Βέβαια είναι πρωί ακόμα, είναι χαράματα, αλλά το αύριο είναι ήδη εδώ: Τρίτη, 22 Αυγούστου 2023, 06:15. Αυτή είναι η μεγάλη μέρα λοιπόν. Ή η μεγάλη νύχτα.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, και αναστενάζω. Η πόλη, έξω από τα κατεβασμένα στόρια, ανατριχιάζει στον ύπνο της. Και αλλάζει πλευρό.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome