- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το ημερολόγιο της Δευτέρας | 21.08.2023
Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
Η Κυριακή πέρασε μέσα στη δυσπιστία. Ίσως συμβαίνει πιο συχνά αυτό από όσο νομίζουμε, ή τέλος πάντων ίσως θα έπρεπε να συμβαίνει πιο συχνά: ταξιδεύουμε με τον ρου της ζωής και των πραγμάτων που ξέρουμε, ή που φανταζόμαστε, ή που ονειρευόμαστε, με τα μάτια μισόκλειστα, τα χέρια κολλημένα στα πλευρά και χτυπώντας τα πόδια μας στα νερά, πλατσουρίζοντας περισσότερο σαν γυρίνοι παρά σαν δελφίνια, κολυμπάμε όλοι μαζί —κι εμείς, και η ζωή, και τα πράγματα που ξέρουμε, ή που φανταζόμαστε, ή που ονειρευόμαστε— μέσα σε έναν ουράνιο, δαιδαλώδη ποταμό ακαθόριστης έκτασης και μήκους, που με τα πολλά εκβάλλει φουριόζος σε μια θάλασσα σκοτεινής και απροσπέλαστης ενέργειας, κομμάτι, αυτή, ενός ελικοειδούς υδάτινου ρεύματος, μιας άγρια αφρισμένης σπείρας χιλίων διαστάσεων που με τη σειρά της ανήκει σε ένα κάποιο μεγάλο κύμα, θνησιγενές, ανώνυμο τέκνο ενός άπειρου ωκεανού φτιαγμένου από μυριάδες μυριάδων άλλα τέτοια μεγάλα κύματα έξω από την Καναγκάουα, ενός ωκεανού που κρύβει μιαν απροσμέτρητη άβυσσο από κάτω του και αποκαλύπτει ένα καινούργιο προαιώνιο στερέωμα από πάνω του — συγγνώμη, αλλά το παράξενο, μπροστά σε αυτή την κοσμική τρέλα, θα ήταν να μην ήμασταν δύσπιστοι μπροστά στις αναποδιές της καθημερινότητας, ή στην ίδια την καθημερινότητα, ή και στο καθετί. Και στον ίδιο μας τον εαυτό. Πώς μπορεί να υπάρχει έτσι κι αλλιώς; Η καθημερινότητα, το καθετί, ο εαυτός μας; ΛΑΘΟΣ: Πώς μπορεί να έχει αξία, να σημαίνει κάτι, να έχει βαρύτητα, να μας απασχολεί οτιδήποτε από όσα πιστεύουμε ότι υπάρχουν, από όσα πιστεύουμε ότι γίνονται, από όσα πιστεύουμε ότι επιχειρούνται; Από την κάθε δυνατότητα; Από όλα αυτά που νομίζουμε ότι ξέρουμε, νομίζουμε ότι φανταζόμαστε, και νομίζουμε ότι ονειρευόμαστε; Πώς μπορεί να χωράει οτιδήποτε σε αυτό το απερινόητο χάος; Πώς μπορείς να δυσαρεστείσαι επειδή χτύπησες το μικρό σου δάχτυλο στο τραπεζάκι του σαλονιού, επειδή έχασες την πτήση σου και η επόμενη είναι αύριο το πρωί, επειδή ένας κυκλώνας εξαφάνισε μιαν επαρχία στην Κίνα που δεν μπορείς να προφέρεις το όνομά της; Ή επειδή κάποιοι πιστοί ενός τυφλού, τρελού θεού έστησαν ένα ιερό σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι κάπου στη γειτονιά σου; Ω, δυσπιστία, δυσπιστία, δυσπιστία. Υπάρχουν πράγματα στη γη και στα ουράνια, Οράτιε, που δεν τα χωρεί η φιλοσοφία μας. Δυσπιστία.
Δεν κρύβω πως, μέσα σε όλες τις ώρες που δεν ξέπεφτα σε μια ημιληθαργική κατάσταση —τείνει να γίνει η πιο αγαπημένη μου, νομίζω, αν όχι η κύρια—, έφαγα μπόλικο από τον χρόνο μου, τη μια δυσπιστώντας απέναντι σε ό,τι είχα ζήσει, ή νόμιζα πως είχα ζήσει, την τελευταία βδομάδα και κάνοντας τέτοιες και παρόμοιες σκέψεις, και την άλλη σκάζοντας στα γέλια με όλα αυτά που είχα ζήσει, ή νόμιζα πως είχα ζήσει. Τα σκυλάκια μας δεν αντιλαμβάνονταν το πρώτο, αλλά θορυβούνταν με το δεύτερο, και με πλησίαζαν επιφυλακτικά κάθε φορά που με έπιανε μια κρίση τρελού γέλιου, για να δουν τι μου συνέβαινε και αν τυχόν ήταν κάτι περαστικό. Ή όχι. Για να τα ηρεμήσω, έμαθα να σηκώνομαι τακτικά (με ένα κόλπο που ξέρω από παλιά: μετράς από μέσα σου από το ένα έως το τέσσερα με κανονικό ρυθμό, χωρίς να κλέβεις, και σηκώνεσαι ακριβώς μόλις πεις «τέσσερα» — αλλιώς δεν αξίζεις μία: αυτό είναι το μυστικό), έμαθα, λέω, να σηκώνομαι τακτικά και να δίνω στο καθένα τους μία από τις αγαπημένες τους λιχουδιές, απ’ αυτές που έχω πάντα στο ντουλάπι της κουζίνας —μάλιστα, με τις προμήθειες που παρήγγειλα είχα γεμίσει ένα μεγάλο μπολ με καναδυό ντουζίνες φακελάκια—, μαζί με δυο χάδια πίσω από τα αυτιά. Δεν μου έφταιγαν σε τίποτα, πρώτον, και δεύτερον και κυριότερο: αυτά δεν είχαν το προνόμιο της δυσπιστίας. Εφόσον είναι εκεί, δηλαδή εδώ, μαζί μας, πρέπει να τα φροντίζουμε σαν να ήταν όσα μάς συμβαίνουν χειροπιαστή πραγματικότητα. Ακόμη και αν υποψιαζόμαστε πολύ σοβαρά πως είναι και αυτά, και εμείς, όπως και καθετί άλλο, μια αυταπάτη, ένα παιχνίδισμα, μια ακόμα γραμμή του κώδικα σε εκείνο το Μάτριξ. Ενδεχομένως. Η γάτα μας, από την άλλη, καθόταν σχεδόν όλη την ώρα στην πλάτη του καναπέ, αν και σπανίως ξαπλώνει κοντά μου, σε μια στάση μερικής επιφυλακής, και με κοιτούσε διαρκώς μέσα από τα μισόκλειστα μάτια της. Αυτή ξέρει, ή διαισθάνεται, περισσότερα από εμένα, και είναι εκεί για να με προσέχει, για να με φυλάει, για να με νοιάζεται. Με χρειάζεται, έχει αναπτύξει εξάρτηση από εμένα, και έχει εγκαταστήσει μια σχέση ιεραρχίας ανάμεσά μας που της αρέσει και την ικανοποιεί. Δεν θέλει επ’ ουδενί να με δει να ξεπέφτω σε μία κατάσταση που θα την έκανε να ανατριχιάσει, θα φούντωνε τη γούνα της, και θα την ανάγκαζε να επανεξετάσει τα του βίου της. Την καταλαβαίνω.
Νωρίς το πρωί και αργά το μεσημέρι βγήκαμε για τις καθιερωμένες βόλτες μας. Στο σιντριβάνι και οι δύο. Μικρές και οι δύο. Σε απόσταση ασφαλείας από το Σπίτι και οι δύο. Τα σκυλάκια μας έκρυψαν την επιθυμία τους να μείνουμε περισσότερη ώρα έξω, να πάμε ίσως κάπου όπου δεν είχαμε ξαναπάει, ή να ακολουθήσουμε έστω μία από τις γνωστές μας διαδρομές για να μυρίσουν τα μηνύματα των ανταγωνιστών και των φίλων τους. Καταλάβαιναν όμως. Ήξεραν. Είναι καλά σκυλάκια.
Επιστρέφοντας από τη δεύτερη βόλτα, κι αφού έκανα ένα ντους και άλλαξα ρούχα, τα πήρα όλα αγκαλιά, και έκατσα μαζί τους στον καναπέ για να δούμε όλοι μαζί τηλεόραση. Και επειδή η αγάπη μου γι’ αυτά φούντωσε, αλλά και γιατί η Κυριακή βάραινε επάνω στο στήθος μου σαν πόδι γίγαντα. Και τι σύμπτωση. Το δέκατο ένατο επεισόδιο της τρίτης σεζόν τού «Twilight Zone» που άρχισε να παίζει, είχε θέμα ακριβώς τους σκύλους. Πόσο παράξενο. Πόσο Μάτριξ.
Είχε τίτλο «The Hunt», είχε κάνει πρεμιέρα το 1961, και πρωταγωνιστούσε σε αυτό ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Χάιντερ Σίμπσον, που ζούσε μαζί με τη σύζυγό του, τη Ρέιτσελ, στις παρυφές ενός δάσους. Μαζί τους, ζούσε και ο Ριπ, ένας σκυλάκος. Η Ρέιτσελ δεν ήθελε τον σκύλο μέσα στο σπίτι, αλλά ο Ριπ είχε σώσει τη ζωή του Χάιντερ μια φορά, και έκτοτε αρνιόταν να τον αποχωριστεί. Η βασική διασκέδαση του Χάιντερ ήταν το κυνήγι τού ρακούν. Εκείνο το απόγευμα, ο Χάιντερ πηγαίνει πράγματι με τον Ριπ για κυνήγι, παρά τις προειδοποιήσεις της Ρέιτσελ, που είχε ένα άσχημο προαίσθημα. Με τα πολλά βλέπουν ένα ρακούν, ο Ριπ το κυνηγάει, το ρακούν βουτάει στη λίμνη για να γλιτώσει, και ο σκυλάκος χιμάει στο κατόπι του. Φυσικά, ο Χάιντερ τρέχει πίσω από τον Ριπ, και πέφτει κι αυτός στο νερό. Όμως μόνο το ρακούν βγαίνει από τη λίμνη… Το επόμενο πρωί, ο Χάιντερ και ο Ριπ ξυπνούν δίπλα στην όχθη της λίμνης, και σιγά-σιγά επιστρέφουν στο σπίτι τους. Αλλά εκεί, ούτε η Ρέιτσελ, ούτε ο πάστορας που είχε έρθει, ούτε οι γείτονες που έκαναν μπούγιο, μπορούσαν να τους δουν ή να τους ακούσουν. Άλλωστε, αυτό που συζητούσαν ήταν η ταφή του Χάιντερ και του αγαπημένου του σκύλου. Ο Χάιντερ καταλαβαίνει, και μαζί με τον Ριπ φεύγουν από το σπίτι και παίρνουν έναν χωματόδρομο. Κάποια στιγμή, βρίσκουν έναν φράχτη και περπατούν καταμήκος του. Όταν φτάνουν σε μια πύλη, ο άντρας που ήταν εκεί, ένας φύλακας, λέει στον Χάιντερ πως ήταν τυχερός, και πως μπορούσε να περάσει αμέσως: από εκεί ακριβώς ξεκινούσαν τα Ηλύσια Πεδία, η μετά θάνατον ζωή. Αλλά βέβαια… μόνος του, χωρίς τον σκύλο… Για σκύλους, του λέει, υπάρχει άλλος τόπος. Ο Χάιντερ τον ακούει έκπληκτος, εξοργίζεται και αρνείται να μπει. Εκνευρισμένος, συνεχίζει να περπατά κατά μήκος του Δρόμου της Αιωνιότητας, λέγοντας: «Άπαξ και ένα μέρος δεν κάνει για τον Ριπ, δεν είναι του γούστου μου. Να μου λείπει». Αργότερα, ο Χάιντερ και ο Ριπ σταματούν για να πάρουν μιαν ανάσα, και εκεί τούς συναντά ένας νεαρός άντρας, που λέει ότι είναι άγγελος και ότι έχει σταλεί για να τους βρει και να τους οδηγήσει στον Παράδεισο. Όταν ο Χάιντερ του αφηγείται την προηγούμενη συνάντησή του, ο άγγελος του λέει ότι η πύλη που προσπέρασαν είναι στην πραγματικότητα η είσοδος στην Κόλαση. Ο φύλακας της πύλης δεν ήθελε να μπει μέσα και ο Ριπ, γιατί θα μύριζε αμέσως το θειάφι στα καζάνια και θα προειδοποιούσε τον κύριό του ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. «Βλέπετε, κύριε Σίμπσον», του είπε ο άγγελος, «ένας άνθρωπος μπορεί να μπει γραμμή στην Κόλαση, έχοντας και τα δυο του μάτια ορθάνοιχτα. Αλλά ένα σκυλί… ένα σκυλί ούτε ο Διάβολος δεν μπορεί να το ξεγελάσει!» Καθώς οι τρεις τους αφήνουν τον Δρόμο της Αιωνιότητας και προχωρούν προς τον Παράδεισο, ο άγγελος λέει στον Χάιντερ ότι έχει προγραμματιστεί ένας χορός για το βράδυ, καθώς και κυνήγι ρακούν. Και ότι η Ρέιτσελ, που σύντομα θα ακολουθήσει τον άντρα της, δεν θα παραπλανηθεί από τον φύλακα και ούτε εκείνη θα μπει στην Κόλαση.
«Όσοι ταξιδεύουν σε άγνωστους τόπους, καλά θα κάνουν να πάρουν και τον σκύλο τους μαζί», κατέληγε ο Ροντ Σέρλινγκ λίγο πριν πέσουν τα γράμματα. «Μπορεί να τους εμποδίσει να μπουν στη λάθος πύλη, και έτσι να τους σώσει. Τουλάχιστον έτσι συνέβη κάποτε — σε μια ορεινή περιοχή, στη Ζώνη του Λυκόφωτος».
Ανατρίχιασα. Και κοίταξα τα σκυλάκια μας. Με κοιτούσαν κι εκείνα, με ένα βλέμμα όλο απορία. Λες; σκέφτηκα. Λες;…
Αλλά τότε η γάτα μας έβγαλε ένα νιαουρητό πάνω από την πλάτη του καναπέ όπου εξακολουθούσε να κάθεται, κάνοντάς με να τιναχτώ και να γυρίσω προς το μέρος της. Ναι, σκέφτηκα απλώνοντας το χέρι μου να της χαϊδέψω τη ράχη, κι εκείνη τη μεταξένια της, παράξενη γούνα. Ναι. Μπορούσε να γίνει. Ίσως. Ίσως…
Κοιμήθηκα με αυτή τη σκέψη στο μυαλό, και ξύπνησα επίσης μαζί της. Και τώρα είμαι εδώ, στην αυγή αυτής της νέας εβδομάδας, με έναν ήδη κρύο καφέ στο χέρι, στην πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα με τα κατεβασμένα στόρια… και η σκέψη δεν λέει να φύγει από μέσα μου.
Λες;…