- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το ημερολόγιο της Κυριακής | 20.08.2023
Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
Νά βέβαια μια ιδέα: να τα ξεχάσω όλα αυτά. Το περισσότερο που έχω να φοβάμαι είναι να πεθάνω, σωστά; Ωραία, ούτως ή άλλως θα συμβεί κι αυτό κάποια στιγμή, απλώς τώρα —μέσα ή γύρω από το Σπίτι— θα είναι, υποθέτω, πιο φαντασμαγορικό, γεμάτο περισσότερα χρώματα, και ήχους. Για λίγο, θα γίνω σαν τους δεύτερους ρόλους στις ταινίες που μου αρέσουν. Θα με σκοτώσουν, ή θα με φάνε, ή θα με απορροφήσουν οι δυνάμεις που ζουν πια εκεί. Δεν «ζουν» ακριβώς εκεί, αλλά δεν έχω άλλη πρόχειρη λέξη. Που το κατοικούν, τέλος πάντων. Που το στοιχειώνουν.
Ναι, ισχύει ότι αυτοί οι ήρωες, οι αναλώσιμοι, δεν μαθαίνουν ποτέ τι θα γίνει στο τέλος —γιατί αυτό είναι το πρόβλημα με τους δεύτερους ρόλους—, κι αυτό είναι κάτι που συνυπολογίζει πάντα κανείς όταν πρόκειται να πάρει ένα ρίσκο, αλλά μικρό το κακό: έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει πραγματικό τέλος, για κανέναν, και για τίποτε. Για κανέναν ρόλο. Για καμιά ιστορία. Διάβολε, δεν τελειώνει καν η Ιλιάδα. Δεν ΑΡΧΙΖΕΙ απλώς από τη μέση, αλλά ΣΤΑΜΑΤΑ και στη μέση: αποχή του Αχιλλέα, δράση (μάχες με τους Τρώες), ικεσίες στον Αχιλλέα, κι άλλη δράση (ακόμη περισσότερες μάχες με τους Τρώες), θάνατος Πάτροκλου, επιστροφή Αχιλλέα, θάνατος και καύση Έκτορα. Ποιος δούρειος ίππος, ποια άλωση, ποιες Τρωάδες — ποια Ιλιάδα; Ακόμη και ο τίτλος είναι παραπλανητικός, όλο το βιβλίο έχει να κάνει με τα νάζια του Αχιλλέα. Αλλά, ξανά: καμία ιστορία δεν τελειώνει ποτέ. Και κανείς μας δεν θα μάθει τι έγινε μετά. Δεν υπάρχουν πρώτοι και δεύτεροι ρόλοι εδώ. Όλοι είμαστε κομπάρσοι. Όλοι είμαστε αναλώσιμοι. Και δεν έχει καμιά ουσιαστική σημασία αν το τέλος μας έρθει τώρα, ή αύριο, ή σε εκατό χρόνια. Νεκρός, δεν μπορείς να κουβαλήσεις μαζί σου τις ωραίες στιγμές που έζησες, δηλαδή δεν είσαι πια φορέας αναμνήσεων: οι νεκροί δεν θυμούνται. Και το παρόν… το παρόν είναι μια σχεδία που απομακρύνεται στη μαύρη θάλασσα τού χθες.
Α, ωραίο αυτό. Ποιητικό. Δηλαδή γλυκερό. Δηλαδή κιτς. Όπως όλη η ιδέα του θανάτου, αν το καλοσκεφτείς. Ο θάνατος είναι τόσο παλιός (πολύ πιο παλιός από τη ζωή) που εμπεριέχει κάθε «παράδοση». Και ποια παράδοση δεν είναι κακόγουστη, μπορεί να μου πει κάποιος; Στο πλαίσιο αυτής της καταγραφής όχι, δεν μπορεί. Απαντώ εγώ: όλες οι παραδόσεις είναι αφόρητα κακόγουστες, γελοίες — η επιτομή τού κιτς.
Κατ’ αυτά, που λέγανε κάποτε, τι έχει λοιπόν πραγματικά να φοβάται κανείς πέρα από το βούλιαγμά του στην κοινοτοπία του θανάτου, δηλαδή τού ισοπεδωτικού τίποτα, που, είτε συμβεί τώρα είτε μετά από έναν αιώνα, καμία σημασία δεν έχει για τον ίδιο τον νεκρό; Τον πόνο ενδεχομένως. Ή την τρέλα. Ναι. Σωστά. Το σκέφτηκα καλά αυτό: οι οντότητες που κατέλαβαν το Σπίτι (δεν θα το ξαναπώ «εγκαταλειμμένο σπίτι» ή «ετοιμόρροπο σπίτι», ή «το σπίτι στο στενάκι πέρα από τη γωνία», θα το λέω Σπίτι πια) ίσως έχουν σχέδια για εμένα που δεν θα μου αρέσουν όσο θα τα εφαρμόζουν επάνω μου, δηλαδή πάνω στο σώμα ή στο μυαλό μου ή και στα δύο μαζί. Δεν είμαι ούτε γενναίος άνθρωπος, ούτε ανθεκτικός στον πόνο. Όχι περισσότερο από κάποιον μέσο όρο, τέλος πάντων.
Επίσης, αν στ’ αλήθεια φοβάμαι κάτι, δεν είναι αυτά που φοβούνται οι πολλοί, καθώς οι πολλοί δεν έχουν αφιερώσει στο θέμα τον απαιτούμενο χρόνο για να το μελετήσουν. Εγώ φοβάμαι με πόνο ψυχής τον αιώνιο και εν συνειδήσει εγκλεισμό στο σκοτάδι, μια μονιμότητα στον πόνο, ένα είδος ενσυνείδητης αιωνιότητας — είναι πράγματα που τα τρέμω. Όλοι αυτοί που φυλακίζονται στο μυαλό τους όντας σωματικά ανήμποροι («Τζόνι, πάρε τ’ όπλο σου»: τι τρόμος, Θεέ μου!), που ζουν ξανά και ξανά τον θάνατό τους σαν άλλοι μπορχεσιανοί ήρωες, που εγκλωβίζονται σε σήραγγες ή σε υποθαλάσσια σπήλαια, που ξυπνούν μέσα σε κλειστά φέρετρα, όλοι αυτοί κατοικούν σε έναν εφιάλτη που δεν έχει αρχή και τέλος, ή που το τέλος του θα συμβεί μόνο όταν η τρέλα του υποκειμένου γίνει τόσο αφόρητη, ανέβει τόσα επίπεδα, που πια μπορεί να γίνει χειροπιαστή, μπορεί να στάξει μέσα στην πραγματικότητα, μπορεί να δημιουργήσει φαντάσματα, νέες, ψυχικά αιμάσσουσες και πλήρεις τρόμου «ουσίες», υπάρξεις καμωμένες από εκτόπλασμα και απερίγραπτα βαριά μοναξιά.
Να μου επιφυλάσσουν άραγε μια τέτοια μοίρα οι στοιχειωτές; Ίσως. Κατά βάθος βέβαια αυτό που θέλουν είναι να με κάνουν τρόπον τινά δικό τους, έναν από αυτούς, σύμμαχο στα ανοσιουργήματά τους. Θέλουν να χορεύω κι εγώ στις τελετές τους, να φυσάω κι εγώ τους οστέινους αυλούς τους μέσα στο σκοτάδι, στην άκρη της θαλάσσης ή δίπλα στα έλη, με ένα δέρμα κατσίκας στα λαγόνια και ένα στεφάνι από αγριόχορτα στο μέτωπο. Η πιο παλιά ιστορία του διαβόλου. Ο διάβολος δεν θέλει να σε σκοτώσει γι’ αυτό που είσαι, θέλει να τον αγαπήσεις γι’ αυτό που είναι εκείνος.
Λοιπόν, ορκίστηκα να μην τα καταφέρουν, ό,τι και να γίνει. Δεν θα υποκύψω. Το πρόβλημά μου όμως παραμένει άλλο: τι πρέπει να κάνω· πώς να προχωρήσω από εδώ και μπρος· τι να πω σε όποιους πρέπει να μάθουν, και ποιους να ειδοποιήσω. Προσθέτω επίτηδες αυτό το τελευταίο —όπως θα καταλάβει ακόμη και ο απρόσεχτος, απορροφημένος στα δικά του αναγνώστης: τον κατανοώ—, μόνο και μόνο για να διαγράψω ένα ερώτημα από τη λίστα μου. Γιατί δεν θα μιλήσω, φυσικά, σε κανέναν. Και όχι επειδή θα με περάσουν για τρελό, αν και αυτό θα έφτανε. Αλλά γιατί δεν έχω καμία όρεξη να μιλήσω σε κανέναν, να κινητοποιήσω οποιονδήποτε, να χτυπήσω τον συναγερμό. Είμαι πολύ μεγάλος πια για κάτι τέτοια. Και τυχαίνει να μην είμαι ακριβώς ο καλός γείτονας του τετραγώνου. Είμαι αυτός που δεν πάει διακοπές. Ο περίεργος γείτονας. Με τα περίεργα ρούχα. Με τα τρία σκυλάκια. Που δεν ξέρει τον αριθμό του κινητού του. Δεν παίζω στην ίδια ομάδα μαζί τους, δεν είμαι σύμμαχός τους. Μα, και να ήμουν —όπως θα υποστήριζαν πολλοί που με ξέρουν—, δεν παύω να είμαι και αυτός που έχουν σημαδέψει οι στοιχειωτές. Και ξέρω πώς λειτουργούν αυτά τα πράγματα. Αυτή είναι η δουλειά μου: να τα ξέρω. Δεν μου επιτρέπεται, ως εκ τούτου, να μεταγγίσω το χάραγμα σε κάποιον τρίτο, να τον παρασύρω κι αυτόν στο πηγάδι που χάσκει πίσω από την πόρτα του Σπιτιού, είτε μιλάμε για έναν φίλο, ή συνοδοιπόρο, ή σύμμαχο, ή απλό γνωστό, είτε —ξέρω γω— για τις Αρχές, είτε για κάποιον «ειδικό», που βέβαια δεν προλαβαίνω τώρα να ψάξω για να βρω. (Αν και θα το ήθελα: θα ήταν ιδανικός ήρωας για το βιβλίο που ήταν να γράψω). Δεν θα μιλήσω. Ας είμαι εγώ το μοναδικό αθώο θύμα. Είπαμε: δεν είμαι γενναίος, όχι πάνω από τον μέσο όρο. Αλλά όλοι είμαστε μια στάλα γενναίοι όταν το καλεί η ανάγκη — έτσι δεν είναι; Ναι, έτσι είναι. Δεν έχει εξαιρέσεις εδώ. Θα το κρατήσω λοιπόν για τον εαυτό μου. Τον πολύ τρομαγμένο, πολύ αβέβαιο, πολύ σίγουρο γι’ αυτό που έρχεται εαυτό μου. Θα μείνω εγώ μονάχα αυτός που έχουν σημαδέψει οι στοιχειωτές. Και ίσως συνεχίσω, όσο έχω ιδέες ακόμη —όχι σπουδαίες—, όσο μπορώ και βγαίνω από το διαμέρισμά μας —όχι όσο θα ήθελαν τα σκυλάκια μας—, όσο αντέχουν τα πόδια μου —όχι και τόσο: τρέμουν—, να κάνω μικρές, μικρούλες προσπάθειες για να μάθω κάτι για την ταυτότητα αυτού που έρχεται. Όπως χθες αργά.
Ήταν κάπου οχτώμισι, και κάναμε την τελευταία μας βόλτα πριν τον ύπνο. Είχα περάσει την ημέρα μου ξαπλωμένος στον καναπέ, πότε παίρνοντας μικρούς, ταραγμένους ύπνους και πότε προσπαθώντας να διαβάσω κάτι παλιά, φτηνά βιβλία περιπτέρου αγορασμένα από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, που μύριζαν μούχλα και υγρασία σαν μισοσάπια φθινοπωρινά φύλλα, πιάνοντας πότε το ένα και πότε το άλλο, μόνο και μόνο για να μην έχω το μυαλό μου εκεί που αναγκαστικά έτρεχε όποτε τα κατάφερνε να μου ξεφύγει — και τα κατάφερνε συχνά, εδώ που τα λέμε. Έτσι, η αναγκαστική εκείνη βόλτα ήταν σκέτο βάλσαμο για την ψυχή μου και για το σώμα μου. Ένιωθα τους μυς μου να κάνουν αυτά για τα οποία ήταν προγραμματισμένοι σχεδόν με απόλαυση. Περπατούσα, τραβούσα τα λουριά, κοιτούσα δεξιά και αριστερά, πρόσεχα στις διασταυρώσεις των δρόμων, έκανα όλα εκείνα τα απλά πραγματάκια που κάνει οποιοσδήποτε, αλλά τα ένιωθα μέχρι βαθιά μέσα μου. Ένιωθα τη σημασία τους, την αξία που είχαν. Ήταν μια καλή βόλτα αυτή, ναι. Μέχρι που είδα εκείνο τον άστεγο εξωμότη, τον πωλητή του περιοδικού δρόμου, τον ζωγράφο της γωνίας.
Ήταν στο γνωστό του πόστο και στεκόταν όπως πάντα όρθιος, ντυμένος το χαρακτηριστικό του γιλέκο και κρατώντας το αιώνιο μπλοκ του, είκοσι εκατοστά μακριά από το πρόσωπό του. Πάλι δούλευε με το μολύβι του, πάλι έκανε ένα από εκείνα τα σκίτσα του, πάλι προσπαθούσε —τάχα— να πουλήσει το περιοδικό του. Και ήταν εδώ, όχι στο Σπίτι, όχι στο στενό. Ήταν στη δική μου επικράτεια. Εδώ όπου το πάνω χέρι το είχα εγώ. Ξεροκατάπια, πήρα μια-δυο βαθιές ανάσες, και τον πλησίασα. Τι θα του έλεγα; Δεν το είχα σκεφτεί. Αυτό που ήθελα πάνω απ’ όλα δεν ήταν να πω κάτι —μια μεγάλη, ηρωική κουβέντα—, αλλά κυρίως να μεταφέρω ένα μήνυμα στα αφεντικά του, στους κυρίους του: «Εδώ, παίζω μπάλα εγώ». Αυτό ήθελα να τους πω. Αυτό ήθελα να καταλάβουν.
Τραβώντας τα σκυλάκια μας με λίγο περισσότερη δύναμη από όσο έπρεπε, έφτασα ακριβώς από πίσω του. Χαμογελούσα. Και ήμουν έτοιμος να απομακρυνθώ μακριά από εκείνο τον υπηρέτη του Κακού, περήφανος για την ωραία μου νίκη, όταν ο άστεγος ζωγράφος στράφηκε στα δεξιά και, χωρίς να με κοιτάει, τέντωσε τα χέρια δείχνοντάς μου το τετράδιό του.
Το έβαλα στα πόδια, σέρνοντας ξοπίσω μου και τα τρία άμοιρα σκυλάκια μας. Έφτασα στο σπίτι, κλείδωσα, έβαλα τον σύρτη στην πόρτα, πέταξα τα ρούχα μου, μπήκα στο μπάνιο και έμεινα εκεί, κάτω από το καυτό νερό, μέχρι να ξαναβρώ την αναπνοή μου, και μέχρι να πάψει η καρδιά μου να χοροπηδάει μέσα στο στήθος μου.
Και τώρα, μετά από μια νύχτα νευρικού ύπνου γεμάτου όνειρα που δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου, αυτό το πρωινό της Κυριακής, κάθομαι ξανά εδώ, κουλουριασμένος στην πολυθρόνα, δίπλα στα κατεβασμένα στόρια, με τον ήδη κρύο καφέ μου στο ένα χέρι, ανήμπορος να σκεφτώ, ανήμπορος να δω αν υπάρχει οτιδήποτε που μπορώ να κάνω πια… ή αν απλώς θα πρέπει να τους παραδοθώ για να τελειώσει το βασανιστήριό μου. Γιατί η δύναμή τους είναι ακόμη μεγαλύτερη από όσο υπέθετα: ξεφεύγει πολύ πέρα από τα όρια του στενού που φιλοξενεί το Σπίτι, και έχει ίσως αγκαλιάσει όλη την πόλη. Αλλιώς δεν δικαιολογείται εκείνο το ασπρόμαυρο σχέδιο που μου έδειξε ο άστεγος ζωγράφος.
Γιατί δεν είχε μονάχα σχεδιάσει εμένα στο τετράδιό του, και μάλιστα με μεγάλη ακρίβεια και πιστότητα, αλλά εμένα κουλουριασμένο σ’ αυτή την πολυθρόνα.