- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Το ημερολόγιο της Τετάρτης | 16.08.23
Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
Ένας από τους πιο βασικούς κανόνες για το γράψιμο είναι αυτός που λέει, «Γράψ’ το. Κάτσε και γράψ’ το, το αναθεματισμένο. Μην εφευρίσκεις κωλύματα εκεί που δεν υπάρχουν. Όλα αυτά που σε “εμποδίζουν” να γράψεις είναι στο μυαλό σου, και το ξέρεις. Απλά κάτσε στο γραφείο σου και γράψε το βιβλίο. Σταμάτα να τεμπελιάζεις, σταμάτα να φοβάσαι, σταμάτα να εφευρίσκεις δικαιολογίες. Ξεκόλλα». Ή κάπως έτσι, τέλος πάντων.
Οπότε, ναι. Μπορώ να το κάνω — σωστά; Να τα ξεχάσω όλα αυτά, να πάρω μια βαθιά ανάσα και να αρχίσω το γράψιμο. Έχω τον τόπο, αν μη τι άλλο, έχω τον κεντρικό ήρωα, έχω και τη βασική ιδέα μιας ιδέας… φτάνουν αυτά. Δεν θα γράψω δα το «Καθώς ψυχορραγώ». Έχω μια χαρά υλικό στα χέρια μου για να κάνω μια αρχή. Είναι καλοκαίρι, είναι Αύγουστος, η πόλη είναι άδεια, δεν με βαραίνει πολλή ή πολύ πιεστική ή βιαστική δουλειά — μπορώ να το κάνω. Και, ναι, δεν χρειάζεται να έχω στο μυαλό μου πως θα γράψω ένα αριστούργημα. Θα γράψω ένα απλό, μικρό, ταπεινό βιβλίο. Ένα βιβλιαράκι. Έχω τα υλικά για ένα βιβλιαράκι. Για ένα genre βιβλιαράκι, απ’ αυτά που μου αρέσουν.
Το κυριότερο όμως — το κυριότερο: θα κλείσω τα μάτια και τα αυτιά μου σ’ αυτά τα φαντάσματα που με τραβάνε από το μανίκι. Στις Σειρήνες του καύσωνα μέσα στην πόλη. Στις παράξενες κινήσεις γύρω από το μισογκρεμισμένο, εγκαταλειμμένο σπίτι στο στενό. Σε αυτούς που σέρνονται στο σκοτάδι και στο χαώδες κενό που παραμονεύει πίσω από το κατώφλι. Το κυριότερο: θα μπορέσω να αναπνεύσω ξανά. Να νιώσω ελεύθερος. Κι αυτό ίσως είναι πιο σημαντικό από το βιβλίο μου. Να έρθω στα συγκαλά μου. Να πάψω να βλέπω φαντάσματα εκεί που δεν υπάρχουν. Γιατί εγώ δεν τεμπελιάζω, ούτε εφευρίσκω δικαιολογίες. Εγώ μονάχα φοβάμαι.
Αν και… αυτή η ιδέα… αυτή η ιδέα της ιδέας που έχω… πόσο αθώα μπορεί να είναι; Έχω σκεφτεί, αν θυμάμαι καλά, πως το βιβλίο μου περιστρέφεται γύρω από μία ομάδα ανθρώπων που φέρνουν μυστικά κάτι, κάποιους, ή κάποιον, στο παλιό σπίτι στο στενό, επιστρατεύοντας μία σειρά από τεχνάσματα για να μην εγείρουν υποψίες στους περιοίκους ή σε τρίτους. Κάτι, κάποιους… ή κάποιον. Κάποιον —έναν— που δεν πρέπει να φανεί. Κάποιον που κρύβεται στο σκοτάδι και στις σκιές. Έναν άνθρωπο… ή ένα πλάσμα… της νύχτας. Αυτή είναι η ιδέα της ιδέας μου. Και δεν μου αρέσει. Γιατί με τρομάζει και…
Αναριγώ ολόκληρος και ανακάθομαι αντανακλαστικά, με ένα τίναγμα, στη θέση μου δίπλα στα κατεβασμένα στόρια. Έχω σύρει ώς εκεί την πολυθρόνα όπου συνήθως διαβάζω, για να είμαι κοντά στο μπαλκόνι, όσο γίνεται πιο κοντά στο μπλοκ των πολυκατοικιών που μου κρύβουν εκείνο το ένα κτίριο. Ναι, λέω με το δέρμα μου ακόμη ανατριχιασμένο και κολλώντας το μέτωπό μου στο μισοκατεβασμένο παντζούρι, η ιδέα μου… εκείνη η ιδέα μιας ιδέας, δεν είναι ούτε δική μου, ούτε πρωτότυπη. Δεν είναι καν ιδέα, στ’ αλήθεια. Είναι η πραγματικότητα. Κι αυτό το βιβλίο δεν είναι ένα βιβλίο που μπορώ ή δεν μπορώ να γράψω, αλλά μια αστική φρίκη που εξελίσσεται δυο βήματα όλα κι όλα από εδώ που κάθομαι τώρα. Δυο βήματα από το σπίτι μου, από την κρυψώνα μου. Κανείς κανόνας συγγραφής δεν με καλύπτει. Κανείς κανόνας συγγραφής δεν μπορεί να με σώσει, ή έστω να με βοηθήσει. Όλα είναι αληθινά, και όλα επιτρέπονται. Και βράζουν, σαν αρρώστια, λίγες δεκάδες βήματα παραπέρα. Βράζουν, συστρεφόμενα άτσαλα μέσα σε ένα σκοτεινό υπόγειο. Θέλοντας να βγουν στην επιφάνεια και να φανερωθούν. Δεν έχω μια πρωτότυπη ιδέα, όχι· στην πραγματικότητα, κάνω λογοκλοπή από την αλήθεια. Μια αλήθεια παγωμένη, επικίνδυνη, και φρικτή.
Σηκώνομαι απότομα από την πολυθρόνα για να πάω… δεν έχω ιδέα πού, και τα σκυλάκια μας πετάγονται αμέσως κι αυτά όρθια από τις μαξιλάρες στο πάτωμα όπου ξάπλωναν και μισοκοιμόντουσαν κάνοντάς μου παρέα, κι αρχίζουν να γαβγίζουν σαν τρελά. Πέφτω στα γόνατα για να τα ησυχάσω. Είναι πέντε η ώρα τα χαράματα της Τετάρτης, και, μολονότι όλη η γειτονιά είναι άδεια, και έτσι —για καλό ή για κακό— θα μείνει ώς την Κυριακή το βράδυ, δεν θέλω να ενοχλήσουμε αυτούς τους λίγους που έτυχε να μη φύγουν από την πόλη και στριφογυρίζουν ιδρωμένοι στα κρεβάτια τους βλέποντας εφιάλτες αυτό το λίγο που κατορθώνουν να αποκοιμηθούν. Τα αγκαλιάζω και τα χαϊδεύω στο κεφάλι, και γρήγορα ηρεμούν. Πρέπει όμως να ακούστηκαν ώς την άλλη άκρη του τετραγώνου, σκέφτομαι. Ή και μέχρι το…
Ξεφυσάω, όντας σίγουρος πως ο κάθε ήχος, η κάθε μου κίνηση, ίσως και η κάθε μου ανάσα, καταγράφονται βουλιμικά από αυτούς που ήρθαν. Από τους ξένους. Ξέρουν ανά πάσα στιγμή πού βρίσκομαι και τι κάνω. Ενδεχομένως και τι σκέφτομαι. Άλλωστε, αυτές οι μικρές ώρες είναι κυρίως οι δικές τους. Μέσα στη νύχτα, και τώρα που η μέρα ακόμη δεν έχει ετοιμαστεί για να ξυπνήσει, βασιλεύουν πίσω από τα σφαλισμένα παράθυρα του γέρικου σπιτιού, και σε όλα τα στενά γύρω του. Ή και στις υπόγειες σήραγγες που οδηγούν εκεί. Λατρεύουν το σκοτάδι, αλλά και αυτό το αλλόκοτο χρώμα που παίρνουν η ατμόσφαιρα και ο ουρανός λίγο πριν το χάραμα. Είναι σε πλήρη εγρήγορση, και παρακολουθούν. Τα πάντα. Ξέρουν ακόμη και τις προθέσεις μου, ή έστω τις σκέψεις μου, για το βιβλίο. Και είναι πολύ πιθανόν πως ξέρουν ότι δεν μπορώ καν να το αρχίσω. Γιατί, αφενός, το μυαλό μου είναι σ’ αυτούς, συνέχεια και διαρκώς σ’ αυτούς, και αφετέρου το ίδιο μου το βιβλίο δεν είναι τίποτε περισσότερο, παρά μια αντιγραφή της ζοφερής πραγματικότητας στην οποία έχει εμπλακεί η ζωή μου. Μια καθαρή απόπειρα λογοκλοπής. «Γράψε αυτό που ξέρεις», λέει ένας άλλος κανόνας. Κι εγώ αυτό που ξέρω είναι αυτό που αισθάνομαι. Αλλά και αυτό που βλέπω. Αυτά που είδα.
Είδα τις σκιές που άδειαζαν το φορτηγό τέτοια ώρα τις προάλλες, κουβαλώντας ποιος ξέρει τι μέσα στο σπίτι. Είδα τη χλευαστική επιγραφή με το ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ στον δεύτερο όροφό του. Είδα τον κλοσάρ-ζωγράφο να ανοίγει την πόρτα και να χάνεται μέσα. Είδα τη γυναίκα που ταΐζει τις γάτες στον διπλανό δρόμο να έχει γίνει μια άλλη, να μη με αναγνωρίζει, και σχεδόν να μου επιτίθεται. Είδα τους αμίλητους, απαθείς τουρίστες… που περίμεναν ποιος ξέρει τι μέσα στη νύχτα — ποιος ξέρει τι τρομερές διαταγές. Έμαθα για τις σήραγγες που φιδοσέρνονται κάτω από την επιφάνεια της πόλης, κάτω από τη φρυγμένη της άσφαλτο και κάτω από τα παλιά, ακατοίκητα, εγκαταλειμμένα της σπίτια. Και είδα πόσο έξω έπεφτα όταν πίστευα ότι η ιδέα μου για ένα βιβλίο —ή έστω η ιδέα μιας ιδέας— ήταν πράγματι δική μου, και όχι «δώρο» των καταχθόνιων υπάρξεων που έκαναν κατάληψη στην ήσυχη γειτονιά μας. Αν δεν είναι αυτή η λίστα φρικαλεοτήτων αρκετή για να κάνει έναν άνθρωπο να χάσει τον ύπνο του, τότε ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι.
«Θα βγω», λέω στα μικρά. «Μη φοβάστε, δεν θα αργήσω». Με ακούν, όπως κάθε φορά που τους το ανακοινώνω, και με κατεβασμένες τις ουρές πηγαίνουν και ξαπλώνουν στα κρεβατάκια τους, το ένα κολλητά με το άλλο. Ξέρουν ότι θα φύγω και, μολονότι πιστεύουν ακράδαντα πως δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω ποτέ πια, μέσα τους υπάρχει αυτή η μισοσβησμένη, αδύναμη σπίθα της ελπίδας: κάτι που τους δίνει δύναμη για να αντέξουν. Η γάτα μας, πάλι, τρίβεται επάνω μου και μου αποσπά την προσοχή. Αυτή ξέρει, σκέφτομαι. Αυτή τα ξέρει βέβαια όλα. Δεν φοβάται. Ζει για τα φαντάσματα και για τις συγκρούσεις.
Ναι, θα βγω, και μάλιστα τώρα, πριν ξημερώσει, τώρα, πριν ξυπνήσουν και βγουν οι πρώτοι περαστικοί, και πριν ανοίξουν οι ταβέρνες και τα μαγαζιά για να πλύνουν οι άνθρωποι τα πεζοδρόμια. Θα βγω για να δω τι διάολο συμβαίνει. Γιατί, αν δεν μπορείς να με κατηγορήσεις για κάτι, αυτό είναι η δειλία. Φυσικά και φοβάμαι! Δεν φοβάμαι απλώς: τρέμω. Αλλά δεν θα δειλιάσω μπροστά στον φυσιολογικό τρόμο που με κατέχει. Θα πάω και θα δω. Θα παρακολουθήσω από τη γωνία, πάντα γεμάτος φόβο, και πάντα τρέμοντας σύγκορμος. Κι αν τυχόν το ξέρουν ΚΑΙ αυτό, ή αν τυχόν με μυριστούν παρά τις προφυλάξεις μου, ακόμη καλύτερα. Είτε θα κρυφτούν για να μη γίνω μάρτυρας των ανοσιουργημάτων τους, οπότε θα γυρίσω αναίμακτα πίσω για να φτιάξω έναν καφέ και να χαζέψω τα βιντεάκια δημιουργικής γραφής που αγόρασα, είτε θα βγουν όλοι έξω και θ’ αρχίσουν να χορεύουν φρικτούς, πρόστυχους χορούς κάτω από το φεγγάρι, ακούγοντας τραγούδια με ακατονόμαστα λόγια υπό τους ήχους κοκάλινων αυλών — κι αυτό, μόνο και μόνο για να μου παγώσουν το αίμα. Λοιπόν, δεν θα μου το παγώσουν. Γιατί περιμένω ΤΑ ΠΑΝΤΑ από δαύτους. Ακόμη κι αυτό. Ακόμη και να βγουν από το στοιχειωμένο σπίτι για να χορεύουν έξαλλα μπροστά μου, γυμνοί και αποτρόπαιοι.
Δεν θα αφήσω τίποτε στην τύχη, λέω από μέσα μου και πηγαίνω στην ντουλάπα του χολ. Φοράω το κάτω μιας φόρμας, κάλτσες και τα αθλητικά μου. Κι ας μην έχει κρύο. Πρέπει να μπορώ να τρέχω, αν παραστεί ανάγκη, και για να μην τραυματιστώ πολύ έτσι και πέσω. Από πάντα, η ιδέα και μόνο της τριβής των γονάτων μου στο έδαφος μου γυρίζει το στομάχι. Ψάχνω ανάμεσα στα ρούχα μου και βρίσκω ένα λεπτό μαύρο χούντι. Το φοράω, και δένω την κουκούλα του κάτω από το πιγούνι μου. Θα ήθελα πολύ να έβαζα προστατευτικά στους αγκώνες και τα γόνατα, αλλά δυστυχώς δεν έχω. Όμως ήδη νιώθω αρκετά ασφαλής. Και δυνατός, τρόπον τινά. Τελευταία στιγμή, φοράω και τα γάντια μου της γυμναστικής, με τα κομμένα δάχτυλα. Μου πιάνουν γερά τους καρπούς, ενώ είναι αρκετά χοντρά για να προστατεύουν τα δάχτυλά μου έτσι και χρειαστεί να χτυπήσω κάτι με τις γροθιές μου. Κόβω ένα κομμάτι χαρτί κουζίνας και το βάζω στην τσέπη, παίρνω τα κλειδιά μου και το ηλεκτρονικό μου τσιγάρο, χαιρετάω τα μικρά με ένα νεύμα, τους αφήνω τα φώτα ανοιχτά, και γλιστράω όσο πιο αθόρυβα μπορώ από την πόρτα πριν την κλείσω πίσω μου. Κατεβαίνω τους πέντε ορόφους χωρίς να κάνω καθόλου θόρυβο, και όταν φτάνω στο ισόγειο καλώ το ασανσέρ. Στην είσοδο της πολυκατοικίας μας δεν είναι αναμμένο το φως, κι αυτό με γεμίζει χαρά. Ανοίγω ήσυχα-ήσυχα την πόρτα και βγαίνω έξω. Είμαι ένα με το σκοτάδι. Εκτός από τα παπούτσια μου, που είναι λευκά… Δεν μου αρέσει αυτό, αλλά μόνο εκείνη τη στιγμή το παρατηρώ. Κοιτάζω αριστερά μου, προς το σιντριβάνι. Κανείς. Ακόμη και τα μπαρ που ξενυχτούν όλο τον χρόνο, αυτή τη βδομάδα θα είναι κλειστά. Όλη η πόλη πήγε στη θάλασσα, εκτός από εμένα. Γυρίζω προς τα δεξιά. Το στενάκι μας είναι άδειο κι αυτό, και ήσυχο σαν άδεια τσέπη. Ωραία, ωραία. Βγάζω το χαρτί κουζίνας από την τσέπη, και το διπλώνω βιαστικά πέντε φορές. Το χώνω στην κλειδαριά της πόρτας, και την αφήνω να γείρει επάνω του. Παίρνω μιαν ανάσα και προχωρώ. Ώς τη γωνία με το στενό, είναι πενήντα μέτρα ακριβώς. Δεν θα χρειαστεί να προχωρήσω πολλά περισσότερα. Μάλλον.
Διασχίζω την απόσταση μέχρι το τέλος του δρομάκου μέσα σε ενάμιση λεπτό. Δεν βιάζομαι, γι’ αυτό. Έχω όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά μου. Όλο τον χρόνο του κόσμου. Και, νά, το ενάμιση λεπτό περνά και φτάνω στη γωνία του δρόμου μας με το στενό, πενήντα μέτρα μετά. Δεν έχω ιδέα γιατί το κάνω, αλλά, καθώς κοιτώ στα αριστερά, χαμογελάω. Μόνο που το χαμόγελο παγώνει στο στόμα μου.
Οι τουρίστες είναι εκεί, και με κοιτάνε. Είναι όλοι τους γυρισμένοι προς το μέρος μου. Φυλάνε το στενό. Φυλάνε το σπίτι. Και με περιμένουν.
Καλύπτω τα πενήντα μέτρα μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας μας με είκοσι βήματα το πολύ. Δεν έχω ξανατρέξει τόσο γρήγορα τα τελευταία χρόνια. Σπρώχνω την πόρτα που ευτυχώς είχα προνοήσει να κρατήσω ανοιχτή, τραβάω το διπλωμένο χαρτί κουζίνας από την τρύπα και την κλείνω πίσω μου με θόρυβο. Μπαίνω στο ασανσέρ που είχα φροντίσει να καλέσω με κομμένη την ανάσα, και καταρρέω στην καμπίνα.
Με περίμεναν. Ήξεραν πως θα πάω. Ξέρουν τα πάντα για μένα. Τα πάντα. Ακόμη και ότι δεν είμαι σε θέση να ξεκινήσω το αναθεματισμένο βιβλίο μου. Ακόμη και ότι θα μείνω όλη την Τετάρτη στο μικρό μου διαμέρισμα, πίσω από το μισοκατεβασμένο παντζούρι, με το μυαλό μου γεμάτο ανόσιες εικόνες από το υπόγειο του στοιχειωμένου σπιτιού. Και από εκείνους που το φυλάνε. Είμαι αιχμάλωτος εδώ. Όλοι μας είμαστε.
Μόλις ανοίγω την πόρτα, τα σκυλάκια μας πέφτουν επάνω μου ανακουφισμένα. Είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα. Είναι Τετάρτη πρωί, και δεν μοιάζει με καμιά άλλη, ποτέ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Χρειαζόμαστε σύγχρονες πόλεις που να συνδυάζουν την καινοτομία με τη βιωσιμότητα
«Η αξιοπρέπειά σου είναι πάνω απ’ όλα» του λέγανε και αυτός το έκανε κανόνα ζωής
Η πρωτεύουσα της Ουρουγουάης με την ιστορική αξία και τον αρχιτεκτονικό εκλεκτικισμό
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.