Πολεις

Το ημερολόγιο της Τρίτης | 15.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Φυσικά η αλυσίδα από την πόρτα λείπει. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Πήγα εκεί χθες το απόγευμα, ήμουν εκεί, επιτόπου, αν και μόνος αυτή τη φορά, χωρίς τα μικρά, με τα χέρια ελεύθερα, για να είμαι σε θέση να ελίσσομαι καλύτερα και, αν το ζητούσε η ανάγκη, για να μπορέσω να τρέξω και να σωθώ. Ή, έστω, να προσπαθήσω.

Πλησίασα το παλιό εγκαταλειμμένο σπίτι προχωρώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανακατεμένος με μια ομάδα τουρίστες που ανέβαιναν από την παραλιακή οδό κυνηγημένοι από τον ήλιο που ακόμη, παρά την προχωρημένη ώρα, έκαιγε με σχεδόν ανθρώπινη κακία. Ενόσω εκείνοι έψαχναν τον χάρτη στα τηλέφωνά τους ή προσπαθούσαν να συλλαβίσουν την ονομασία του δρόμου στις μπλε πινακίδες, γλίστρησα με σκυμμένο το κεφάλι ανάμεσά τους και έφτασα μπροστά από την κεντρική του πόρτα, που, χωρίς την αλυσίδα της, στα μάτια μου έδειχνε ορθάνοιχτη και, με κάποια έννοια, κι ας ακούγεται —το ξέρω— τραβηγμένο, ειρωνική. Και ξανανιωμένη. Λες και είχε φάει κάτι που της άρεσε, έχοντας μείνει για καιρό νηστική. Ανατρίχιασα στην ιδέα, και ο λαιμός μου γέμισε ξαφνικά κάτι παλιό και ξινισμένο που με έκαψε. Ωστόσο, σκέφτηκα ξαφνικά, δεν έμοιαζε και με κάτι άλλο; Εκείνη η πόρτα; Δεν σου έδινε την εντύπωση μιας… πώς να το πω;… μιας… μιας υπόσχεσης; Και μιας ελπίδας;…

Οι άνθρωποι με έφτασαν αγκομαχώντας, με ξεπέρασαν, και είχαν σχεδόν όλοι τους φτάσει στη γωνία, όταν, σαν να έβγαζα το κεφάλι μου από τη θάλασσα, ξύπνησα από εκείνον τον στιγμιαίο λήθαργο το ίδιο απότομα που είχα βυθιστεί μέσα του —δεν πρέπει να κράτησε πάνω από μια χούφτα δευτερόλεπτα, μα ήταν βαθύς: θαμπά φωτισμένος και βαθύς— και κατάλαβα πως έδινα στόχο έτσι απομονωμένος, έτσι αδύναμος, ακριβώς απέναντι από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα που κάποιοι είχαν αφαιρέσει την αλυσίδα της. Ήμουν ένας ακίνητος στόχος από μόνος μου. Μπορούσαν να με αναλύσουν, να με εξετάσουν, να με βάλουν κάτω από το μικροσκόπιο, απλώς και μόνο κοιτώντας με μέσα από μια χαραμάδα σε εκείνες τις παμπάλαιες σανίδες που έφραζαν τα παράθυρα του ισογείου. Ήμουν ανοιχτό βιβλίο για εκείνους. Δεν έπρεπε να μείνω άλλο εκεί. Αυτό ήταν το μόνο λογικό πράγμα που ήξερα.

Με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά με έναν παράξενο ρυθμό, έτρεξα πίσω από τους τουρίστες, ρίχνοντας μόνο μια τελευταία ματιά πίσω από την πλάτη μου πριν φτάσω στη γωνία. Και η πόρτα —μα βέβαια έφταιγε η ταραχή μου, η στρεβλή οπτική γωνία από την οποία κοιτούσα, το φως που έπεφτε λοξά από την πλευρά της θάλασσας, πηγάζοντας μέσα από το κοκκινωπό ηλιοβασίλεμα—, η πόρτα φάνηκε για μια στιγμή να ανοίγει ή να εισχωρεί στον πλευρικό τοίχο, αποκαλύπτοντας ένα μαύρο κενό πίσω της. Αλλά όχι μαύρο ακριβώς. Απλώς κενό. Απλώς… απουσία.

Μα βέβαια έφταιγε η ταραχή μου, σωστά; Η στρεβλή οπτική γωνία από την οποία κοιτούσα, το φως που έπεφτε λοξά από την πλευρά της θάλασσας, πηγάζοντας μέσα από το κοκκινωπό ηλιοβασίλεμα. Όλα αυτά πρέπει να ’φταιγαν. Και όχι η ίδια η πόρτα —που δεν ήταν δυνατόν να χωθεί μέσα στον πλευρικό τοίχο, έτσι δεν είναι;—, όχι το ίδιο το σπίτι.

Έφυγα, έστριψα αριστερά στη γωνία, προχώρησα πολύ φτάνοντας μέχρι τη Μητρόπολη, και ξόδεψα την επόμενη μία ώρα κάνοντας άσκοπες διαδρομές στα στενά του κέντρου, αποφεύγοντας όσο μπορούσα τους δρόμους με τη μεγάλη κίνηση, και φυσικά τα θλιβερά καφέ της παραλιακής, ρουφώντας μανιακά το ηλεκτρονικό μου τσιγάρο όπως περπατούσα και εξαντλώντας την μπαταρία του — άδικα, βέβαια: ποτέ δεν μπορούσε να σε ικανοποιήσει όσο ένα κανονικό τσιγάρο, πόσο δε μάλλον τώρα, μετά από ό,τι είχε συμβεί… ή… ή νόμισα πως είχε συμβεί. Κοίταξα το τηλέφωνό μου. Είχε πάει εννιά ακριβώς — η ώρα της τελευταίας μας βόλτας. Έπρεπε να γυρίσω αμέσως στο σπίτι για να ετοιμάσω τα σκυλάκια μας και να βγούμε. Θα ανυπομονούσαν με όλο τους το είναι, αλλά κυρίως —κι αυτό ήταν που με ένοιαζε— θα ήταν στενοχωρημένα, θλιμμένα που είχαν μείνει μόνα τους τόση ώρα. Αλλά πρώτα —σκέφτηκα με έναν πόνο στην καρδιά, ένα έντονο τσίμπημα—, πρώτα θα περνούσα άλλη μία φορά από το παλιό εγκαταλειμμένο σπίτι, αυτό το άντρο που σήμαινε τόσο πολλά πια.

Γιατί; Δεν ξέρω. Ίσως, σκέφτομαι τώρα, τόσες ώρες μετά, γιατί ήρθε στο μυαλό μου εκείνο που περιγράφει ο Σαρτρ —πιθανόν στις «Λέξεις», δεν ξέρω πια, έχω πετάξει από πολλά χρόνια τώρα τα βιβλία του—, εκείνη την κουβέντα που του είπε, υποτίθεται, ο πατέρας του αν θυμάμαι καλά: «Η μητέρα του Γκι Ντε Μοπασάν ήταν φίλη του Φλομπέρ, και τον μίσθωσε για να αναλάβει τη λογοτεχνική αγωγή του γιου της. Λοιπόν; Ξέρεις τι έκανε μια μέρα ανάμεσα στα άλλα ο Φλομπέρ, όταν ο Γκι Ντε Μοπασάν ήταν μικρό αγοράκι ακόμα; Τον κάθισε μπροστά σε ένα δέντρο και του είπε πως είχε δύο ώρες για να το περιγράψει επακριβώς. Γιατί, βέβαια, δεν αρκεί να έχεις μάτια. Πρέπει να μάθεις και να τα χρησιμοποιείς». Έπρεπε λοιπόν να μάθω να βλέπω, να μάθω να χρησιμοποιώ τα μάτια μου. Και να μην τα κλείνω. Αυτό. αλλά μπορεί και όχι. Μπορεί να έφταιγε εκείνος ο ποεδικός Δαίμονας της Αβύσσου, αυτός ο αρχαίος εφιάλτης που σε κάνει να κοιτάς τα βάθη ενός φαραγγιού σκύβοντας ολοένα το κεφάλι πάνω από το σαθρό χείλος του, ή απλώς να τινάζεις το ριχτάρι του καναπέ από το μπαλκόνι σου για να φύγουν οι τρίχες αλλά πολύ πιο σκυφτός από ό,τι είναι αρκετό, απλώς και μόνο επειδή κάτι μέσα σου —ο Δαίμονας, ο προαιώνιος Δαίμονας της Αβύσσου— ηδονίζεται από την ιδέα μιας πτώσης. Ή, ίσως —ας μην το αποφεύγω—, το έκανα απλώς από ανοησία και έπαρση — που εδώ είναι το ίδιο πράγμα. Δεν έχω ιδέα γιατί το έκανα. Και δεν έχει και σημασία να μάθω, υποθέτω. Έτσι κι αλλιώς, δεν μου αρέσει να πολυαναλύω τα πράγματα. Όπως και να ’χει, άφησα τα σκυλάκια μου να με περιμένουν για λίγο ακόμη ζητώντας τους συγγνώμη από μέσα μου, οπλίστηκα με θάρρος και κατηφόρισα προς το στενό που φιλοξενούσε το στοιχειωμένο σπίτι, ανοιγοκλείνοντας καθώς περπατούσα τις γροθιές μου και κάνοντας βαθιά σημάδια στις παλάμες μου με τα νύχια.

Και ήταν τότε που είδα τον άνθρωπο αυτό, τον άνθρωπο που ξέρω τόσα χρόνια αλλά δεν γνωρίζω το όνομά του. Και ένιωσα να ξέρω πού πηγαίνει, και γιατί.

Είναι πάνω-κάτω στην ηλικία μου, με άσπρα λαδωμένα μαλλιά που τα χτενίζει επιμελώς με μια παλιά κοκάλινη τσατσάρα κάνοντάς τους χωρίστρα, με ένα παραφουσκωμένο μπάκπακ που δεν αποχωρίζεται ποτέ, με μεγάλη κοιλιά που προεξέχει από την μπλούζα του, συχνά φορώντας ένα λεπτό πενταβρόμικο μπουφάν ακόμη και όταν κάνει πολλή ζέστη, και με το ίδιο πάντα παραιτημένο ύφος. Είναι άστεγος, και πουλάει ένα περιοδικό δρόμου στο ίδιο πάντα σημείο, στην άλλη γωνία του τετραγώνου όπου βρίσκεται η κλινική. Κάθεται περίπου έξι ώρες στο πόστο του, μέχρι να πουλήσει όσα τεύχη θα του αποφέρουν λίγα χρήματα για να φάει, υποθέτω, κάτι —δεν τον έχω δει να καπνίζει ή να πίνει αλκοόλ, ή να ξοδεύει το λιγοστό εισόδημά του από δω κι από κει, είναι ήσυχος και πράος χαρακτήρας— και μετά πηγαίνει στο πάρκο απέναντι από το κλασικό τοπόσημο της πόλης, κάπου τετρακόσια μέτρα παραπέρα, και ξαπλώνει στο παγκάκι που έχει οικειοποιηθεί, δίπλα σε άλλους σαν κι αυτόν, ξετρυπώνοντας ίσως από κάπου μια αγκαλιά σκεπάσματα. Όσο όμως είναι στη θέση του, με τα περιοδικά δίπλα του, περιμένοντας να πάρει ένα τεύχος κάποιος περαστικός, ο άντρας αυτός ζωγραφίζει. Πάντα όρθιος, στηριγμένος ανεπαίσθητα στον τοίχο, κρατά ένα μεγάλο σπιράλ μπλοκ με το αριστερό του χέρι όχι παραπάνω από δεκαπέντε εκατοστά μακριά από το πρόσωπό του και σχεδιάζει ως επί το πλείστον πρόσωπα εκεί, φωτορεαλιστικά, ολοζώντανα, τρομερά εκφραστικά, με πολλές γραμμές και πολλές φωτοσκιάσεις. Πολύ γεμάτα πορτρέτα που δουλεύει με επιμονή με το καλοξυσμένο μολύβι του — σκιά πάνω στη σκιά, λεπτή γραμμή πάνω στη λεπτή γραμμή. Κάποτε τον είχα ρωτήσει αν προσπάθησε ποτέ να κάνει κάτι με αυτά τα έργα —έχει πολλά τετράδια γεμάτα πορτρέτα, εκατοντάδες από δαύτα—, και μου απάντησε πως μόνο μια φορά έτυχε να μιλήσει για μια πιθανή έκθεσή τους κάπου, κάπως, με κάποιον, αλλά το πράγμα ναυάγησε, και έκτοτε δεν ενδιαφέρθηκε ξανά. Δεν θυμάται πόσα χρόνια πριν.

Και τώρα νά τον εκεί μπροστά μου, να προχωρά με το γνωστό του στιλ, να φοράει παρά τον καύσωνα εκείνο το λεπτό μπουφάν, να έχει στις πλάτες το αιώνιο σακίδιό του, και να κατεβαίνει το στενό, το καταραμένο στενό, δείχνοντας με τον τρόπο που περπατά πως ξέρει πολύ καλά πού πηγαίνει. Και γιατί. Και το καταλαβαίνω κι εγώ, αμέσως το καταλαβαίνω κι εγώ, γιατί βέβαια δεν υπάρχει άλλος λόγος για να έρθει ώς εδώ εκείνος ο άνθρωπος, δεν υπάρχει κανένας λόγος σε ολόκληρο το σύμπαν να αφήσει το παρκάκι του, τις συνήθειές του, τους φίλους του, τα σκεπάσματά του, δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνει κάτι άλλο, κάτι τόσο μη σχετικό με τη ρουτίνα του. Όχι, έχει έρθει για το ΣΠΙΤΙ, για το καταραμένο σπίτι, και ανάθεμά με αν θέλω να τον δω να απλώνει το χέρι για να γυρίσει το πόμολο, να ανοίγει την πόρτα, που ίσως γλιστρήσει στον πλαϊνό τοίχο, και να χάνεται στο μαύρο-που-δεν-είναι-μαύρο κενό από πίσω της. Εκείνο το ορθάνοιχτο στόμα που μοιάζει να έχει φάει τον εαυτό του. Όχι βέβαια. Δεν θέλω να το δω. Γι’ αυτό και θα σταματήσω εδώ, θα πατήσω φρένο, θα στρίψω αριστερά, και θα πάω στο σπίτι να αγκαλιαστώ με τα σκυλάκια μας, και να τα ετοιμάσω για την τελευταία βόλτα της ημέρας. Αυτό θα κάνω. Χωρίς να στρέψω το βλέμμα πάνω από τους ώμους μου.

Αλλά πριν στρίψω τη γωνία το στρέφω βέβαια· πάντα το στρέφουμε, όλοι μας. Και είναι τότε ακριβώς —και πώς αλλιώς— που ο άστεγος ζωγράφος απλώνει πράγματι το χέρι για να γυρίσει το πόμολο στην πόρτα του καταραμένου σπιτιού, τότε ακριβώς που με κάποιον τρόπο την ανοίγει —εκτός κι αν η πόρτα γλίστρησε στον πλαϊνό τοίχο— και… και χάνεται από πίσω της. Λες και τον ρούφηξε εκείνο το μαύρο-που-δεν-είναι-μαύρο κενό από πίσω της. Λες και τον περίμενε από πάντα για να τον καταπιεί.

Άρχισα να τρέχω στο δικό μας στενάκι, έκανα μια ώρα να βρω τα κλειδιά μου στην εξώπορτα της πολυκατοικίας, και ανέβηκα ώς τον πέμπτο με το ασανσέρ χωρίς να μπορώ να σκεφτώ, ή να θέλω να σκεφτώ. Ακόμη και το είδωλό μου στον καθρέφτη απέφευγε να με κοιτάξει. Τα τρία μικρά άρχισαν να χοροπηδάνε επάνω μου μόλις άνοιξα την πόρτα και έκανα να μπω στο σπίτι, αλλά γρήγορα σταμάτησαν, έχασαν την όρεξή τους, γιατί είδαν κάτι επάνω μου που δεν τους άρεσε. Κάτι περίεργο, και πικρό. Τα καταλαβαίνουν τα σκυλιά κάτι τέτοια.

Έπειτα κάποια στιγμή η βραδιά κύλησε, ήρθε η νύχτα, πέρασε κι αυτή, κοιμήθηκα λίγο, κάναμε και την πρωινή, αμήχανη βόλτα μας στην ολόαδεια πόλη μέσα ακόμη στο σκοτάδι, και τώρα είναι πρωί, χάραμα σχεδόν, έξι και κάτι, και περιμένω δεν ξέρω κι εγώ τι στο μπαλκόνι. Θα μείνω όλη τη μέρα σπίτι, θα ζεστάνω κάτι το μεσημέρι για φαγητό, θα κοροϊδεύω τον εαυτό μου με ένα βιβλίο που δεν θα διαβάζω στα χέρια, και θα αφουγκράζομαι. Η πόλη είναι άδεια λόγω της γιορτής, και θα παραμείνει έτσι, ωστόσο μέσα της, σε σημεία που δεν τα πιάνει το μάτι, κάποιες εστίες φωτιάς βράζουν χάρη στο τρομερό μάγμα που κοχλάζει από κάτω τους, καθώς κυλά μέσα σε υπόγειες σήραγγες. Και συγκεντρώνουν μυστικά κόσμο, συγκεντρώνουν μυστικά εθελοντές.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome