Πολεις

Το ημερολόγιο της Δευτέρας | 14.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Ίσως πρέπει να ξεχάσω την ιδέα του βιβλίου. Υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα να κάνω. Μπορώ να κάνω, πες, binge watching όλα τα επεισόδια των παλιών σίριαλ που θέλω να δω, από το ’60 ώς το 2000, μιας και —συνεπής στην κοινωνιοπάθεια και την αγοραφοβία μου— δεν έχω όρεξη να δω κανένα από τα καινούργια, που βλέπει όλος ο κόσμος, κι ας έχω χάσει έτσι ένα σωρό αριστουργήματα, κι ας μένω έτσι έξω από όλες τις κουβέντες και τους κοινούς τόπους τής ποπ κουλτούρας. Και γιατί όχι. Είναι σχεδόν ο ίδιος χρόνος, αν το καλοσκεφτείς. Και σου μένει κέρδος όλο αυτό το οπλοστάσιο ιδεών από το οποίο πλημμυρίζει η παλιά τηλεόραση, για πιθανή χρήση σε μελλοντικά βιβλία. Κυρίως όμως: δεν χρειάζεται να τραβάς κάτι από τα μαλλιά αν βλέπεις ότι δεν οδηγεί κάπου. Κι αυτό το κάτι… το δικό μου κάτι… είναι φανερό πως δεν οδηγεί πουθενά. Δεν έχω μια κανονική ιδέα — έχω μια ανόητη ιδέα. Και δεν μπορείς να βασιστείς πάνω σε μια ανόητη ιδέα, εκτός κι αν είσαι ο Μέλβιλ. Δεν είμαι ο Μέλβιλ. Δεν είμαι κανένας από όλους αυτούς τους μεγάλους, αυτές τις σκοτεινές εξαιρέσεις που συγκροτούν τον Κανόνα: ο λογοτεχνικός Κανόνας, τι αστείο, πόσο ειρωνικό, συγκροτείται αποκλειστικά και μόνο από εξαιρέσεις — οι πολλοί, το 99,999%, είναι εκτός Κανόνα.

Λοιπόν ναι, χρειάζομαι κάτι στρωτό· κάτι απλό και εμπορικό. Όχι μια χαοτική, εφηβική ιδέα για ένα βρομερό σπίτι στο κέντρο της πόλης που το κατοικούν μόνο άστεγοι και φαντάσματα, και που ξαφνικά γίνεται πεδίο δραστηριοτήτων για μια δράκα δολοφόνων με καταγωγή από τη Μέση Ανατολή που χρησιμοποιούν τον υπόγειο τομέα της πόλης για τις ύπουλες μετακινήσεις τους. Δεν υπάρχει κανείς που να θέλει να διαβάσει κάτι τέτοιο. Κι αν ένα βιβλίο δεν έχει εκ των προτέρων καθορίσει το κοινό του, κι αν αυτό το κοινό δεν είναι αρκετά μεγάλο για να στηρίξει το βιβλίο και για να μπορέσει από τα κέρδη του να βγάλει άλλα δύο σαν κι αυτό, δεν υπάρχει κανένας λόγος να το ξεκινήσεις. Δεν είμαστε παιδιά. Έχουμε διαβάσει στον καιρό μας τα κείμενα που ήταν να διαβάσουμε. Ξέρουμε καλά αυτούς που τα έγραψαν. Έχει τελειώσει αυτό το θέμα εδώ και δεκαετίες, δεν θα ανακαλύψουμε και εμείς τον Νέο Κόσμο. Διάολε, ο Νέος Κόσμος είναι ήδη τόσο μα τόσο παλιός, τόσο γερασμένος… κι αυτός και όλα. Αν χρειαζόμαστε πια κάτι, είναι απλές αφηγήσεις που να θέλουν και είναι δυνατόν να διαβαστούν απρόσκοπτα ανάμεσα από όλα τα άλλα που κάνει κανείς καθημερινά. Διασκεδαστικά πράγματα. Ψυχαγωγικά. Όμορφα. Συγκινητικά. Αυτά που μπορούμε, ΑΝ μπορούμε, να δώσουμε.

Μπορούμε όμως στ’ αλήθεια; Μπορώ εγώ; Υπάρχει τάχα κάτι πιο δύσκολο από αυτό; Πιο απαιτητικό και πιο σύνθετο και περίπλοκο από το να είσαι αφενός απλός και αφετέρου να μη νομίζεις ότι μπορείς να κυνηγήσεις φάλαινες; Μπορώ; Δεν έχω ιδέα. Όχι πια. Το μόνο που ξέρω είναι ότι το διάλειμμα από την αφόρητη ζέστη κράτησε ίσαμε μια ανάσα — κι αυτό ήταν: πάει, έγινε καπνός, η καυτή υγρασία γύρισε πάλι, ανανεωμένη και χαμογελαστή σαν φίδι που ξέρει ότι αύριο-μεθαύριο εσύ κι αυτό θα γίνεται ένα. Και το άλλο που ξέρω είναι ότι η πόλη από δυο μέρες τώρα είναι μια πόλη-φάντασμα· κι ότι έτσι θα βασιλεύει επάνω μας για όλη τη βδομάδα: σαν κάτι νεκρό και κρύο από τον θάνατο και καυτό από τον ήλιο μαζί.

Έχουμε μείνει τόσο λίγοι πίσω. Κι ανάμεσά μας, σκέφτομαι κοιτώντας την μπαλκονόπορτα με το μισοκατεβασμένο παντζούρι… ανάμεσά μας κυκλοφορούν και όλοι εκείνοι οι απρόσκλητοι. Οι ξένοι. Οι στοιχειωτές του εγκαταλειμμένου, άθλιου σπιτιού στο στενό δίπλα μας. Αυτοί που ήρθαν για να κατοικήσουν τα υπόγειά του, αυτοί που θέλουν να τα αλλάξουν όλα. Κι εγώ, από την άλλη —που μοιάζει να είμαι ο μόνος που το ξέρει, ο μόνος που τους έχει καταλάβει—, δεν έχω καν τους ήρωές μου ακόμα. Δεν έχω τίποτε. Δεν έχω κάτι για να αντιπαλέψω όλον αυτό τον ζόφο, αυτές τις έρπουσες σκιές, αυτούς τους ξένους που ήρθαν από αλλού — δεν έχω τίποτε, αν μη τι άλλο, για να τους ξεχάσω. Έχω μια ανόητη ιδέα μόνο που δεν μπορεί να πείσει κανέναν. Δεν πρέπει να βασίζεσαι στην πραγματικότητα για να αντλείς ιδέες. Όχι απευθείας τουλάχιστον. Η πραγματικότητα είναι πολύ παράξενη για να την κάνεις βιβλίο, για να τη σπας σε ιστορίες, για να τη μετατρέπεις σε αφηγήσεις. Απλώς εκμεταλλεύσου την. Αυτό μόνο μπορείς να κάνεις με την πραγματικότητα. Έτσι λέω εγώ. Και έτσι είναι. Εκμεταλλεύσου την πραγματικότητα, και πλάσε τις ιστορίες σου έτσι που να είναι ευκολοχώνευτες. Οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι, η ζωή είναι όλο εμπόδια, και ο αιώνας μας καινούργιος ακόμα. Δεν θα προλάβουμε πολλά. Ας είναι εύκολα, τουλάχιστον. Κατανοητά και πραγματικά. Της ζωής. Η καθημερινότητα είναι όλο εμπόδια, όλο χασούρα, όλο θάνατο, και οι άνθρωποι είναι τόσο κουρασμένοι. Γεννιόμαστε πτώματα από την κούραση, και μας ζητάνε να κάνουμε και να υπομείνουμε όλο και περισσότερα κάθε φορά. Γιατί να παιδευόμαστε άδικα από πάνω ενώ θέλουμε απλώς να γεμίσουμε μισή ώρα στο εικοσιτετράωρο;

Πρέπει να βρω κάτι απλό, της ζωής, και να επενδύσω επάνω του. Δεν είναι αδύνατο. Τόσοι το κάνουν. Πρέπει να πάψω να περιορίζομαι από τις «πρώτες σκέψεις», πρέπει να σκεφτώ πιο πολύ, πιο βαθιά, πιο σωστά. Πρέπει να βρω λύσεις. Αλλιώς ας δω εκείνα τα παλιά σίριαλ, που από μόνα τους είναι μια πελώρια δεξαμενή έτοιμων ιδεών. Μπορεί να με βοηθήσουν όταν θα είμαι πιο έτοιμος. Πιο έτοιμος από όσο είμαι τώρα.

Σηκώνομαι κρατώντας τον καφέ μου και με τα δυο μου χέρια, ενώ τα σκυλάκια μας κοιμούνται χορτασμένα πάνω στα μαξιλάρια τους στο πάτωμα, και πηγαίνω μέχρι το παράθυρο. Κολλάω το πρόσωπό μου στο παντζούρι και κοιτάζω έξω μέσα από τις γρίλιες. Δεν μπορώ να δω και πολλά. Έτσι κι αλλιώς, αυτό που στ’ αλήθεια με ενδιαφέρει να δω κρύβεται πίσω από έναν όγκο πολυκατοικιών. Έτσι κι αλλιώς, μόλις έχει πάρει να χαράζει, και τα μάτια μου δεν μπορούν να τρυπήσουν το σκοτάδι. Χαράζει. Ξημερώνει Δευτέρα πρωί. Μια μέρα που θα είναι νεκρή. Μια μέρα που θα την κηδέψουμε πριν καν αρχίσει. Που θα τη διαβάσουμε. Αναστενάζοντας, θυμάμαι ξαφνικά εκείνο το παλιό «διαβάζω». Τη λέξη. Δεν σήμαινε αυτό που σημαίνει τώρα, αλλά απλώς «περνώ»: «Χρόνους πολλούς εδιάβασα μακρι’ απ’ την πατρίδα». Έχει ίσως ένα κάποιο ενδιαφέρον το πώς κατέληξε να ταυτίζεται με τις κηδείες. Η ελληνική παλιότερη λέξη για το «διαβάζω» είναι το «αναγιγνώσκω», ανά + γνωρίζω, αναγνωρίζω, αποκρυπτογραφώ τα «σήματα», τα σημεία, τα σύμβολα των φθόγγων: τις λέξεις. Ανάγνωση, τότε, ήξεραν ελάχιστοι, και κυρίως οι ιερείς — και γιατί να ξέρεις να διαβάζεις, δεν είχε εφευρεθεί η τυπογραφία με κινητά στοιχεία, ή, και να είχε εφευρεθεί, δεν είχαν γίνει της μόδας τα ιπποτικά μυθιστορήματα, τα Άρλεκιν της εποχής, και τα μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα τα τραγουδούσαν οι ντόπιοι ή περιπλανώμενοι τροβαδούροι στα πανηγύρια και στις γιορτές. Στις κηδείες, λοιπόν, οι ιερείς ήταν βέβαια που τελούσαν το «διαβατήριο έθιμο» της μετάβασης του τεθνεώτος στον άλλο κόσμο, χρησιμοποιώντας, εκτός των άλλων, και ένα Ιερό Βιβλίο, από το οποίο «ανεγίγνωσκαν» τα κατάλληλα εδάφια. Οι λαϊκοί, το πλήρωμα της «εκκλησίας», ήξεραν πολύ καλά πως ο παπάς έπαιζε, τρόπον τινά, ρόλο περαματάρη: έπαιρνε τον νεκρό από το χέρι, τον επιβίβαζε στη βάρκα του Χάροντα που έπλεε αργά στον Αχέροντα ποταμό, και τον βοηθούσε, σπρώχνοντάς την —αναγιγνώσκοντας πάντα—, να περάσει απέναντι. Ή, με άλλα λόγια: τον δϊάβαζε, τον περνούσε στην άλλη μπάντα, τον «διάβαζε». Η ανάγνωση (η αναγνώριση, η αποκρυπτογράφηση των σημάτων του γραπτού λόγου) σαν πράξη θανάτου; Άκου τώρα. Αλλά και ο περαματάρης: ο ψυχαγωγός, αυτός που δεν ενδιαφέρεται βέβαια για την «αγωγή» της ψυχής, μιας και ήταν ήδη πεθαμένη, αλλά που την οδηγεί στον Άδη: στον άλλο κόσμο. Πόσο απατηλά μεταμφιέστηκε η έννοια αυτής της θανατερής λέξης: από Χάρος, διασκεδαστής. Μου αρέσει αυτό. Δεν ξέρω γιατί, κι ούτε με νοιάζει να το σκεφτώ. Μου αρέσει, όπως άλλωστε και…

Ένας κεραυνός κάπου απ’ τη μεριά της θάλασσας με κάνει να τιναχτώ προς τα πίσω, βγάζοντας μια φωνή. Ήταν ένα ξεκάθαρο Κ-ΚΡΑΚ, ένας ουράνιος κρότος που δεν δεχόταν αμφισβήτηση. Θα έβρεχε; Θα ερχόταν καταιγίδα; Κατακλυσμός; Έπρεπε να κλείσω τα παράθυρα για να μη βραχούν οι υπολογιστές. Τα κάνω πάντα αυτά, είμαι όσο μπορώ προνοητικός. Ωστόσο…

Σκέφτηκα πώς τάχα να αντιμετώπιζε τις καταιγίδες όλα αυτά τα χρόνια το εγκαταλειμμένο σπίτι. Άραγε να έσταζαν τα ταβάνια του; Να είχαν σαπίσει τα πατώματα; Να έμπαζε υγρασία από παντού; Και τι θα έκαναν για το πρόβλημα οι νέοι του ένοικοι; Κι αν παρ’ ελπίδα το πολύτιμο φορτίο τους βρεχόταν; Πόσο βαριές ποινές θα τους επιβάλλονταν, και από ποιον; Το κεφάλι μου πλημμύρισε από ερωτήσεις, όπως ίσως θα πλημμύριζε από νερά το υπόγειο του μισογκρεμισμένου σπιτιού. Για μια στιγμή, ευχήθηκα να έκανε μια πραγματικά δυνατή καταιγίδα επιτέλους. Τέτοια που να κατέστρεφε όλα εκείνα τα υλικά που είχαν κουβαλήσει τις προάλλες, μυστικά, μέσα στη νύχτα —ένα ολόκληρο φορτηγό—, και να διέλυε τα σχέδιά τους, όποια κι αν ήταν αυτά. Ας μας έσωζε η βροχή, αφού εμείς ήμασταν ανίκανοι να σωθούμε από μόνοι μας. Ας μας έσωζε τουλάχιστον η βροχή. Μια καταιγίδα.

Μια λάμψη με ανάγκασε να κλείσω τα μάτια, και ένας δεύτερος κεραυνός, πολύ πιο δυνατός από τον πρώτο, έκανε την καρδιά μου να αναπηδήσει στο στήθος μου. Σχεδόν την ίδια στιγμή, η μπόρα άρχισε να μαστιγώνει τα πάντα. Ή ίσως μόνο τη γειτονιά μας. Ή ίσως μόνο αυτό το συγκεκριμένο τετράγωνο. Ή μόνο εκείνο εκεί το σπίτι. Όμως όχι για να το πνίξουν, αλλά δοξάζοντάς το. Λες και οι ουρανοί πανηγύριζαν αυτό που γεννιόταν στα υπόγειά του, χαρούμενοι για την καταστροφή που σήμαινε, χαρούμενοι για το τέλος όλων των πραγμάτων.

Απομακρύνθηκα από το παράθυρο και πήγα να αγκαλιάσω τα σκυλάκια μου, που σίγουρα θα είχαν πανικοβληθεί. Όμως κοιμόντουσαν ακόμα, βαθιά και ατάραχα, πάνω στα μαξιλάρια τους στο πάτωμα. Γύρισα πάλι προς το μπαλκόνι. Ησυχία. Απόλυτη ησυχία. Η βροχή, είτε είχε σταματήσει, είτε δεν είχε αρχίσει ποτέ.

Αποφασίζω να δω τηλεόραση. Παλιά σίριαλ. Ένα οπλοστάσιο, μια δεξαμενή ιδεών.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome