- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το ημερολόγιο της Κυριακής | 13.08.2023
Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
«Αισθάνομαι τουριστική ατραξιόν», μου είπε χθες το βράδυ ο συνονόματος φίλος μου που δουλεύει στην ταβέρνα απέναντι από το σπίτι. Και δεν έχει άδικο. Όλοι το ’χουν σκάσει από εδώ, στην πόλη συναντάς πια μόνο τουρίστες, η αναλογία σε σχέση με τους ντόπιους είναι ιλιγγιώδης. Οι γλώσσες μπερδεύονται μεταξύ τους, και στο τέλος, όπως διασταυρώνεστε θέλοντας και μη και τους ακούς να συζητάνε σε παρέες-παρέες, όλοι μοιάζουν να μιλούν μια εντελώς ακατανόητη εσπεράντο, μια κοινή μετα-γλώσσα που θυμίζει έναρθρο βουητό. Είτε έτσι είτε αλλιώς, πάντως, έχω χάσει κάθε όρεξη γι’ αυτό το χόμπι· δεν τους ακούω πια, δεν προσπαθώ να κλέψω ξέφτια από όσα λένε μεταξύ τους. Άλλα είναι που με καίνε τώρα. Και εντελώς άλλης τάξεως μεγέθους.
«Δεν θυμάμαι να με έχουν φωτογραφήσει άλλη φορά», συνεχίζει εκείνος. «Για ένα food blog, ή κάτι τέτοιο. Εμένα, να κουβαλάω τον γεμάτο δίσκο με φόντο τα γεμάτα τραπέζια. Δεν είναι γελοίο; Ένας Ιάπωνας. Ίσα που συνεννοηθήκαμε». Χαμογελάω. Το μυαλό μου είναι αλλού. «Ιάπωνας», λέω. «Ναι. Δεν βλέπεις πόσοι μείναμε στην πόλη; Είμαστε ατραξιόν, κανονικά. Και είμαστε μόνοι μας, συνονόματε. Εμείς κι εμείς». «Εμείς κι εμείς». «Ναι. Αν ήθελε κάποιος, θα μπορούσε με εκατό ανθρώπους όλους κι όλους να πάρει την πόλη. Δεν θα χρειαζόταν καν να χρησιμοποιήσει αεροπορία ή πυροβολικό. Μόνο λίγους και καλούς». «Ούτε πυροβολικό». «Ούτε. Βασικά, δεν θα χρειαζόταν να κάνει καν απόβαση», λέει. «Θα αρκούσε να χρησιμοποιήσει τις υπόγειες οδούς και θα καταλάμβανε αμέσως όλα τα βασικά κτίρια και τις υποδομές». «Τις υπόγειες οδούς;…» Ξέρει καλά την πόλη, και μελετά πολλά χρόνια τώρα συστηματικά ιστορία, αλλά… «Τι εννοείς;» ρωτάω. «Τις υπόγειες οδούς. Το δίκτυο των υπονόμων; Τις σήραγγες κάτω από την πόλη;» «Έχει σήραγγες η πόλη; Από κάτω της;» «Φυσικά! Δεν το ξέρεις;» Πάγωσα λιγάκι, και προσπάθησα να σκεφτώ. Το ήξερα; Ήταν άραγε μία κοινή γνώση; Κάτι που ξέραμε όλοι, ή που είχαμε διδαχτεί στο σχολείο; «Ναι», λέω τελικά, δεν ξέρω γιατί. Ίσως απλώς επειδή ντράπηκα να δηλώσω άγνοια, ίσως για να συνεχίσει εκείνος να μιλάει. «Ναι! Όπως στην Πόλη». «Τι έγινε στην πόλη;» «Στην Κωνσταντινούπολη. Με τις υπόγειες σήραγγες του Ουρβανού. Αυτού που έφτιαξε τη μεγάλη βομβάρδα; Που χρησιμοποίησαν οι Οθωμανοί στην πολιορκία για να γκρεμίσουν τα τείχη;» «Ναι», κάνω βιαστικά, «ξέρω. Θυμάμαι. Ο Ουρβανός. Ήταν… ήταν Γερμανός, νομίζω;» «Ούγγρος. Ή Ρουμάνος. Ήταν κάπως μπερδεμένα τα πράγματα τότε με τα σύνορα και τις εθνότητες. Εν πάση περιπτώσει, ο Ουρβανός έβαζε εργάτες και έσκαβαν σήραγγες σε μεγάλο βάθος για να περάσουν στρατιώτες από εκεί. Κομάντο. Άντρες που ήξεραν να σφάζουν γρήγορα και χωρίς θόρυβο». «Γρήγορα και χωρίς θόρυβο». «Ναι. Με στιλέτα. Αλλά τους εντόπιζαν από μέσα. Μετά την πρώτη ή τη δεύτερη φορά είχαν μάθει να τους ακούν όσο έσκαβαν, και τους περίμεναν με τα σπαθιά». «Είναι τρομερό», λέω. «Ποιο; Να σε περιμένουν από την άλλη μεριά του τούνελ; Ε, είναι, ναι. Αν και καμιά φορά τούς ανατίναζαν κιόλας. Ή απλώς τούς πλάκωνε το χώμα, από μηχανικό λάθος. Κάπως έτσι σταμάτησε άλλωστε αυτό το παιχνίδι. Οι πολιορκητές είδαν ότι δεν έβγαζε πουθενά». Τον φωνάζουν σε ένα τραπέζι, και μου κλείνει το μάτι. «Θα μπορούσαν όμως να βρουν και άλλα πράγματα μέσα σε εκείνα τα τούνελ», μου λέει φεύγοντας. «Τι άλλα πράγματα;» «Σκέψου. Τι μπορεί να ζει στο σκοτάδι;» «Τι;» του λέω, αλλά εκείνος απομακρύνεται. Μια καινούργια παρέα που ψάχνει τραπέζι, μια καινούργια παραγγελία. Δουλειά. Οι τουρίστες. Οι ξένοι.
Τι μπορεί να ζει στο σκοτάδι; Και ποιο σκοτάδι εννοεί; Εκείνο το παλιό, κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης; Ή το δικό μας; Ή κάθε σκοτάδι; Ο συνονόματός μου διαβάζει πολύ, παίζει games, και ξέρει τι λέει. Απλώς δεν τα λέει όλα, σε αφήνει να σκεφτείς, να κοπιάσεις, να εμπλακείς. Και είναι ειδικός στην Άλωση —αν εννοούσε εκείνους τους παλιούς πολεμιστές που θάφτηκαν στα χώματα—, έχει ξεκοκαλίσει όλη τη σχετική βιβλιογραφία, ενώ εγώ δεν έχω ιδέα για την εποχή. Αλλά, ναι. Ξέρω πέντε πράγματα για το σκοτάδι.
Απομακρύνομαι ανατριχιασμένος από την ταβέρνα. Σήραγγες. Ασασίνοι. Σκοτάδι που φωτίζεται αχνά από πυρσούς. Ημίγυμνοι άντρες που σκάβουν πολλά μέτρα κάτω από τη γη, με ένα στιλέτο περασμένο στην μπότα. Παράξενα πράγματα που βρίσκουν στο χώμα… αρχαία κόκαλα… κρανία που προσπαθούν να φωνάξουν. Ολόκληρες στρώσεις ιστορίας που δεν μαθεύτηκε ποτέ, που χάθηκε για πάντα. Ο Ουρβανός, από πάνω, να γαβγίζει διαταγές. Ο Πολιορκητής να κοιτάζει την αχνοφωτισμένη πόλη από ένα ύψωμα, ανοιγοκλείνοντας με πείσμα και λαχτάρα τις παλάμες του, με τα μάτια του μισοδακρυσμένα και με μια φωτιά να του καίει το στήθος. Και μετά, οι άλλες φωτιές. Ανατριχιάζω ακόμη περισσότερο, και κοιτάζω δεξιά και αριστερά μου τις νωθρές, απρόσωπες πολυκατοικίες, όλο αυτό το μελαγχολικό γκρίζο μέσα στο γκρίζο. Ένας συναγερμός χτυπά μέσα μου, και κάνω μεταβολή. Δεν θα περάσω από το σπίτι στο στενάκι· όχι. Όχι απόψε. Δεν θα δούμε εκείνη την ψεύτικη επιγραφή στο μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου, εκείνο το ειρωνικό ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ, ούτε θα μάθουμε αν η αλυσίδα στην πόρτα του είναι ακόμη στη θέση της. Όχι. Θα πάμε από το σιντριβάνι.
Νιώθω πως κάνω το σωστό, και σαν να αναπνέω καλύτερα, και επιτέλους ελεύθερα, μόλις φτάνουμε εκεί πέρα. Σαν να ξεφύγαμε από μία βαλτώδη περιοχή, πλημμυρισμένη με μια άσχημη μυρωδιά θείου. Έχει και ένα ελαφρύ αεράκι στον κάθετο πεζόδρομο. Ακόμη και η παραμικρή πνοή είναι ευπρόσδεκτη πια. Όταν μπει το φθινόπωρο, υπόσχομαι πως θα κυκλοφορώ για μέρες με τη φανέλα, και ας κρυολογήσω. Με τον αέρα σύμμαχό μας, κι ας έρχεται από τη θάλασσα, κατηφορίζουμε το πλακόστρωτο προσπαθώντας να αποφεύγουμε, όσο γίνεται, τις παρέες των κουρασμένων τουριστών. Κάποια παιδιά φωνάζουν λίγο πιο πέρα σαν να τους σφάζουν, και μετά γελάνε με θόρυβο. Κάποιοι άλλοι, στο βάθος, μεγαλύτερης ηλικίας αυτοί, δείχνουν ψηλά. Κοιτάζω κι εγώ ενώ τους πλησιάζουμε. Ισχυρίζονται πως βλέπουν τις Περσείδες, αν μπορώ να κρίνω από όσα λίγα καταλαβαίνω, κυρίως από τα νεύματά τους. Πέφτουν εκατό μετέωρα την ώρα, είχα διαβάσει στις ειδήσεις. Αλλά μπορείς να τα δεις μόνο από ένα σκοτεινό μέρος, συμπληρώνω από μέσα μου, όχι από εδώ. Η πόλη, αν και άδεια, είναι γεμάτη φώτα. Δεν ξέρω τι βλέπουν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά όχι τη βροχή των διαττόντων. Άσ’ τους να το νομίζουν.
Στρίβουμε δεξιά, στην παραλιακή οδό. Τι μπορεί να ζει στο σκοτάδι; Το μυαλό μου έχει κολλήσει στα λόγια του συνονόματού μου. Τι μπορεί να ζει στο σκοτάδι; Το κεφάλι μου βουίζει όσο το σκέφτομαι. Και σκέφτομαι μονάχα αυτό. Αλλά… ειπώθηκε και κάτι άλλο. Ή το σκέφτηκα εγώ. Τι ήταν; Δεν μπορώ να το θυμηθώ. Τα σκυλάκια μας σταματάνε στο κλειστό περίπτερο, και μυρίζουν με σοβαρό ύφος κάτι, ένα μήνυμα που άφησε κάποιος άλλος σκύλος στα κατεβασμένα του στόρια. Μια μεγάλη παρέα, άντρες και γυναίκες με κόκκινα μάγουλα όλοι τους, κάθονται στο μαγαζί δίπλα και πίνουν χυμούς από εξωτικά φρούτα. Ένας ρακένδυτος άντρας απροσδιόριστης ηλικίας πλησιάζει και τους ζητάει χρήματα. Τα μάτια του είναι σχεδόν γυρισμένα ανάποδα. Κάτι έχει πάρει, και προχωράει σαν μεθυσμένος. Έχει πάρει χάπια, ή ναρκωτικά.
Ναρκωτικά. Ασασίνοι! Το θυμήθηκα. Η λέξη που έψαχνα. Την είπε εκείνος, ή τη σκέφτηκα εγώ; Δεν έχει σημασία. Οι Ασασίνοι. Οι Ασασίνοι που μάθαμε από τον Μπάροουζ, ναι. Οι Ασασίνοι του φοβερού Γέροντα του Βουνού. Που ζούσαν όλοι μαζί στο απόρθητο φρούριό του στην κοιλάδα του Αλαμούτ, την Αετοφωλιά, μέσα στη χλιδή και τις ηδονές της σάρκας και του πνεύματος. Οι Ασασίνοι, που βάφτισαν την ίδια την πράξη της δολοφονίας στις περισσότερες δυτικές γλώσσες. Οι πρώτοι καταγεγραμμένοι τρομοκράτες. Ξέρω πέντε πράγματα για το σκοτάδι.
Οι Ισμαηλίτες Ασασίνοι, που είχαν πάρει το όνομά τους από το χασίς, έδρασαν κάπου χίλια με οχτακόσια χρόνια πριν, δύο γεμάτους αιώνες ή και παραπάνω, στην Περσία, στη Συρία και στο Ιράκ. Το τάγμα τους ίδρυσε ο θρυλικός Χασάν ιμπν αλ-Σαμπάχ, ο Γέροντας του Βουνού, καλά σπουδαγμένος και συμφοιτητής στα νιάτα του με τον Ομάρ Καγιάμ και με άλλους μεγάλους σοφούς και ποιητές της εποχής. Συγγραφέας ο ίδιος, φιλόσοφος, θεοσεβούμενος και ασκητής, τράβηξε κοντά του φλογισμένους νεαρούς άντρες που, ακούγοντας αόριστες φήμες γι’ αυτόν, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον βρουν και να τους δεχτεί, και έμεναν κοντά του —οι λίγοι εκλεκτοί— για να γίνουν παιδιά του και υπηρέτες του. Ήταν πιστοί με την πιο ιερή έννοια της λέξης, και κρέμονταν διαρκώς από τα χείλη του και τα μάτια του. Στο απόρθητο, μυστικό κάστρο του, έναν επίγειο Παράδεισο ανάμεσα σε δύο κοιλάδες, εκπαιδεύονταν καθημερινά στις τεχνικές του φόνου, και στέλνονταν ένας-ένας ή ανά ζεύγη, ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας της αποστολής, για να σκοτώσουν όποιον έπρεπε κάθε φορά, ή για όποιον ο Χασάν είχε πληρωθεί με κασέλες γεμάτες κοσμήματα και χρυσάφι. Ήταν όλοι τους πολύγλωσσοι, ικανοί, τετραπέρατοι, όμορφοι, και κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να πεθάνουν για χάρη του κυρίου τους. Τους περνούσες —μα άλλωστε τέτοιοι ήταν— για αριστοκράτες, γόνους εξεχουσών οικογενειών, γι’ αυτό και τρύπωναν εύκολα σε ξένες Αυλές, μόνο και μόνο για να έρθουν —μετά από ένα μήνα, μετά από δύο μήνες, μετά από έναν χρόνο— σε απόσταση αναπνοής από το θύμα τους και να του μπήξουν ένα λεπτό στιλέτο βαθιά μέσα στο αυτί, ή να του κόψουν πέρα για πέρα τον λαιμό αν δεν προλάβαιναν να τον σκοτώσουν αναίμακτα. Σπάνια κάποιος από αυτούς γλίτωνε τη σύλληψη ή την επιτόπου εκτέλεση. Όμως δεν τους ένοιαζε. Η πίστη στον Χασάν και στην ιερότητα της αποστολής ήταν πάνω από καθετί άλλο. Όλη η Ασία στέναζε κάτω από τα πόδια τους, κι ας μην τους έβλεπαν σχεδόν ποτέ. Οι Ασασίνοι.
Φτάνουμε στο κάτω μέρος του στενού που φιλοξενεί το ετοιμόρροπο σπίτι με τα παράξενα υπόγεια και τις οφιοειδείς σήραγγες από κάτω του. Δεν θα το ανεβούμε. Όχι βέβαια. Όχι βέβαια! Θα γυρίσουμε στο σπίτι για να πλυθούμε, να αλλάξουμε, και να ξαπλώσω για να διαβάσω το βιβλίο μου —αν και δεν θυμάμαι τώρα ποιο είναι—, ή να δω στο τάμπλετ ένα επεισόδιο από κάποιο παλιό σίριαλ, ή να σκαλίσω τις σημειώσεις μου για το βιβλίο που υποτίθεται πως πρέπει να αρχίσω να γράφω κάποια στιγμή, αφού πρώτα συνεχίσουμε να προχωράμε ίσια, όλο ίσια, στο μεγάλο πεζοδρόμιο με τα άθλια καφέ, μέσα στον κόσμο, αυτούς τους ταλαίπωρους τουρίστες με τα κόκκινα μάγουλα που ξεφυσάνε και πίνουν μπίρα και χυμούς, κάθιδροι, μιλώντας τις πολλές γλώσσες τους, ή εκείνη τη μία ακατάληπτη εσπεράντο. Δεν θα ανεβούμε το στενό, ούτε για μια ξέχειλη κασέλα. Όχι σήμερα. Όχι πριν μάθω κι άλλα, όχι πριν συλλέξω περισσότερες πληροφορίες για το σπίτι. Και βέβαια πρωί, αποκλειστικά και μόνο πρωί, με το φως της ημέρας. Δεν θα διακινδυνεύσω να περάσω από εκεί βράδυ, ούτε ξανά μες στα χαράματα. Δεν είμαι τρελός. Ξέρω πέντε πράγματα για το σκοτάδι. Και το τρέμω.