Πολεις

Το ημερολόγιο της Παρασκευής | 04.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Αν ξέρω κάτι να κάνω καλά, είναι να παρατηρώ τον κόσμο και να ακούω τι λένε, αυτές τις μισές φράσεις που πιάνει το αυτί σου όπως διασταυρώνεστε τυχαία μέσα στη ζέστη. Μισές φράσεις, σκόρπιες λέξεις, έπεα πτερόεντα, πριονίδια, ρινίσματα ιστοριών που δεν θα ακούσεις ποτέ σου ολόκληρες. Αν τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι όλα τους διαφορετικά —που είναι—, αν η φύση κατόρθωσε να φτιάξει 117 δισεκατομμύρια φάτσες που να ξεχωρίζουν εύκολα η μία από την άλλη —τόσοι, ζωή να ’χουμε, έχουμε ζήσει στον πλανήτη αφότου οι πρώτοι άνθρωποι βρήκαν περιχαρείς την οικοθέση τους, δηλαδή το σύνολο των βιοτικών και μη παραμέτρων του περιβάλλοντος που αξιοποιεί ένας οργανισμός για να υπάρχει ως τέτοιος, μέχρι και σήμερα που μιλάμε—, ναι, αν τα πρόσωπά μας είναι τόσο διαφορετικά, εμείς, όλοι μας μαζί, μπορέσαμε και φτιάξαμε, πλέξαμε, γεννήσαμε, χτίσαμε, 117 τρισεκατομμύρια αφηγήσεις. Και όλες τους, στο πλαίσιό τους, είναι σπουδαίες. Και όλες τους —ω, ναι— ανήκουν στην ίδια μεγάλη σφυρήλατη αλυσίδα που μας κρατά στη ζωή, που θα μας κρατά για πάντα στη ζωή και θα μας οδηγεί από θρίαμβο σε θρίαμβο, και που θα εξακολουθήσει να μας τραβά από το χέρι προς την —ευτυχώς απρόσιτη— κορυφή στο όρος Πρόοδος.

Μου αρέσει να παρατηρώ τον κόσμο, ναι, και να ακούω τι λένε — είναι, πες, ένα χόμπι. Και καμιά φορά, λιγότερο συχνά από όσο θα ήθελα, βοηθάει και στη δουλειά. Το πρόβλημά μου όμως είναι πως ΔΕΝ θέλω να διασταυρώνομαι με κόσμο, σωστά; Σωστά. Το έχουμε πει. Αποφεύγω την παραλία μας εδώ, την προκυμαία και τη στενή της λεωφόρο που από τη μια μεριά είναι ένα μονοπάτι πηγμένο στους ανθρώπους —για να μη μιλήσω για τους ψαράδες με τα βρομερά φορητά ψυγεία τους, τις τσουγκράνες για τα δολώματα και τα τρία και τέσσερα καλάμια τους ο καθένας—, και από την άλλη ένα πουργκατόριο με πολύ λαϊκά, πολύ κακά, τελείως κακόζηλα καφέ-μπαρ. Αποφεύγω τους εμπορικούς δρόμους με τους ανθρώπους που περπατάνε ή που δεν περπατάνε στο πεζοδρόμιο, ή που του κάνουν απλώς κατάληψη, ή που το αποκλείουν ανά δυο-δυο ή ανά τρεις-τρεις στήνοντας οδοφράγματα για τους υπόλοιπους επειδή μπορούν. Ναι, τα αποφεύγω όλα αυτά, και αν θα μπορούσα θα απέφευγα και τα στενά, αλλά τότε θα μου έμεναν μόνο οι ταράτσες γι’ αυτές τις τρεις βόλτες που κάνουμε ημερησίως (καθώς τα σκυλιά μου δεν φτάνουν να τα κάνουν στη λεκάνη: είναι κοντά), και δεν μπορώ τις ταράτσες επειδή είμαι υψοφοβικός, δεν είμαι ο Daredevil. Οπότε εξακολουθώ να διασταυρώνομαι με κάποιους, αλλά —μην τα παραλέω— με λίγους και καλούς. Μα έτσι δεν ακούς τι λένε όλοι οι άλλοι, οι τελείως ξένοι, οι πολλοί, και είναι λίγο βαρετό — δεν είναι;

Αλλά: αλλά έχουμε, και θα έχουμε πάντα, το σιντριβάνι.

Ο πρωτότοκος σκυλάκος μας δεν είναι πια όπως παλιά, και δεν μπορεί τις μεγάλες βόλτες. Και δεν τις έχει μάλλον και πολλή ανάγκη, δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση, στη βραδινή, μεγάλη βόλτα, δεν έρχεται μαζί με τα κορίτσια, δεν είναι σε θέση να τις ακολουθήσει, και μας περιμένει σπίτι. Εμείς βγαίνουμε, πηγαίνουμε μέχρι πέρα τη Μητρόπολη, αποφεύγοντας όσο μπορούμε να αποφύγουμε την πολυκοσμία, μυρίζουμε και ελέγχουμε τα πάντα, μιλάμε βέβαια με όλους τους γνωστούς —και έχουμε πολλούς και καλούς και αγαπημένους—, μπαίνουμε σε όλα τα μαγαζιά όπου μάς ξέρουν, και επιστρέφουμε μετά από κάμποση ώρα. Και τότε, αφού, πίσω στο σπίτι, τις πλύνω και τις τακτοποιήσω αυτές, ντύνω και τον μικρό —σε τρεις μήνες γίνεται εννιά: μεγαλώσαμε λιγάκι— και βγαίνουμε οι δυο μας, μπαμπάς και γιος. Κάνει γρήγορα τσίσα στο δέντρο μπροστά από το σπίτι ή στα παρτέρια της ποδηλατολωρίδας δέκα μέτρα παραδίπλα, ξεμπερδεύουμε μ’ αυτό, και μετά τρέχουμε στο σιντριβάνι της Πλατείας Φαναριωτών, άλλα δέκα βήματα πιο κει.

Τώρα, το σιντριβάνι έχει σχήμα ορθής γωνίας, κάπως σαν μπούμερανγκ, ενώ η εξωτερική του πλευρά επαναλαμβάνεται δυο μέτρα πιο πέρα με ένα ακόμη μακρύ πεζούλι στο ίδιο κυματιστό ύψος, οπότε το ωφέλιμο μήκος του συνόλου είναι πολύ μεγάλο. Μπορεί να φιλοξενήσει αρκετές δεκάδες κόσμο ταυτόχρονα το σιντριβάνι μας, τους μισούς από την εξωτερική και τους άλλους μισούς από τη μέση του μεριά, χώρια όσους επιλέγουν το ανεξάρτητο, παράλληλο πεζούλι. Αλλά βρέξει-χιονίσει (τρόπος τού λέγειν, δυστυχώς) σίγουρα θα δεις εκεί τουλάχιστον είκοσι —και λίγους λέω— ανθρώπους να κάθονται ανά πάσα στιγμή στο επενδυμένο με ζαχαρί, «χτενισμένο» μάρμαρο Καβάλας πεζούλι του, να συζητάνε, να τρώνε κάτι πρόχειρο, να πίνουν μπίρες, να καπνίζουν, ή απλώς να ξεκουράζονται. Είναι εκεί που καθόμαστε κι εμείς τότε και —καθόσον είμαστε κάπως weirdos— παρατηρούμε τον κόσμο, τόσο αυτούς που κάθονται δίπλα μας όσο και, κυρίως, αυτούς που περνάνε από μπροστά μας: πώς μοιάζουν, από πού είναι, τι φοράνε, πώς συμπεριφέρονται κ.ο.κ. Και τι λένε βέβαια. Αυτά τα πριονίδια, τα ρινίσματα ιστοριών που δεν θα ακούσεις ποτέ σου ολόκληρες. Αυτά είναι που μας νοιάζουν κυρίως.

Για να μη μας καταλάβουν ότι τους παρακολουθούμε, ο μεν σκυλάκος μου, που από την πρώτη στιγμή έχει σκαρφαλώσει στην αγκαλιά μου, κλείνει τα μάτια και κάνει ότι κοιμάται στα πόδια μου, ο δε εγώ ανοίγω το κινητό και κάνω πως χαζεύω στο πρώην Twitter. Το Twitter, να σημειωθεί εδώ, είναι το βασικό μέσο από το οποίο ενημερώνομαι, και μακράν το καλύτερο που υπάρχει γι’ αυτό που το θέλω. Γι’ αυτό που το θέλω ΕΓΩ, και με τον ΤΡΟΠΟ που το χρησιμοποιώ, και με τον ΧΡΟΝΟ που επενδύω σ’ αυτό. Κι ας έχουν όλο το δίκιο του κόσμου όσοι το κατηγορούν. Προσωπικά ακολουθώ μια χούφτα λογαριασμούς όλους κι όλους (για την ακρίβεια 83, αλλά οι 23 έχουν να κάνουν με την Ουκρανία αποκλειστικά) και ΜΟΝΟ αυτούς, οι περισσότεροι από τους οποίους αφορούν βιβλία, κόμικς, σινεμά και τηλεόραση —οι υπόλοιποι είναι συγκεκριμένες εφημερίδες, περιοδικά και πρακτορεία—, ενώ έχω διδάξει στο Μέσο να με ειδοποιεί αν 20 από αυτούς, όσοι με ενδιαφέρουν περισσότερο, έχουν κάνει κάποια νέα ανάρτηση: σου τις δείχνει όλες μαζί, συγκεντρωμένες, χωρίς θόρυβο από δίπλα — χωρίς καν διαφημίσεις. Η κριτική στο Twitter είναι 100% βάσιμη ως προς χίλια κακά που έχει (και πριν ήταν προβληματικό, αλλά ο Μασκ το ’χει αποκάνει στην προσπάθειά του να το κάνει υπερ-πόρταλ και τράπεζα, ενώ έχει πετάξει όλες τις άμυνες της προηγούμενης διεύθυνσης στην παραπληροφόρηση και τα fake news), και βέβαια για το αδήριτο γεγονός ότι εκεί μέσα οι ψευδώνυμοι λογαριασμοί τείνουν να μιλούν με ασύλληπτη χυδαιότητα και κακία, αλλά για ανθρώπους σαν κι εμένα κάποιες πλευρές τής εν λόγω κριτικής θυμίζουν αυτόν που πήγε να δει το ματς και ελεεινολογεί τις τρισάθλιες τουαλέτες του γηπέδου. Αν δεν ζείτε στη Νορβηγία ή στην Ιαπωνία, μην πηγαίνετε στις τουαλέτες όταν πάτε στο γήπεδο.

Εν πάση περιπτώσει, δεν είμαστε εδώ, στο σιντριβάνι, για να ενημερωθούμε, ξέρουμε ήδη τα πάντα γι’ αυτό το μικρούλι μα τόσο σημαντικό κομμάτι των νέων που μας ενδιαφέρει· είμαστε εδώ για να δούμε τον κόσμο. Και να τον ακούσουμε. Είναι αυτά τα πριονίδια, τα ρινίσματα ιστοριών που δεν θα σου δοθούν ποτέ τους ολόκληρες, οι μισοτελειωμένες φράσεις που μας περιβάλλουν συνθέτοντας ένα θεατρικό διασταυρούμενων μονολόγων, κουβέντες που τις παρασέρνει το κύμα του αοράτου χρόνου γύρω από το σιντριβάνι της Πλατείας Φαναριωτών που θυμίζει μπούμερανγκ, λέξεις αγαπητικές, όμορφες, γαλάζιες και λιλά, ροζ και κατακόκκινες, που τέμνονται απότομα από άλλες, οξείες, σουβλερές και κοφτερές, από φράσεις πικραμένες και σκούρες, ντυμένες με ένα πένθιμο μοβ και σκούρο πράσινο, κυπαρισσί, και από πολλές κιτρινωπές, φαιές, της ώχρας, λόγια που λέγονται γρήγορα και με τόνο —θα έλεγες— επαγγελματικό, στακάτο, απ’ αυτόν που δεν σηκώνει πολλά-πολλά, σαν διαταγές σε στρατιώτη που δεν τα πιάνει με την πρώτη. Και όλα αυτά, βέβαια, χωρίς τον περιορισμό της γλώσσας σου. Όχι, το σιντριβάνι μας είναι, αφενός, ούτως ή άλλως πολυπολιτισμικό, αφετέρου δε είναι ένας προφανής κόμβος για τους τουρίστες που έρχονται ξεθεωμένοι και λουσμένοι στον ιδρώτα από την παραλία ή πηγαίνουν προς τα εκεί, ή που σκέφτονται πού τάχα να ’ναι καλύτερα για να κάτσουν να φάνε, γιατί όλα τα μαγαζιά τούς μοιάζουν καλά, ή όλα τούς φαίνονται ύποπτα. Ακούς ελληνικά, και εβραϊκά, και αλβανικά, και τουρκικά, και αγγλικά πολλών χωρών, και αραβικά, και σλάβικα λογιών-λογιών, και κινέζικα, και άλλα —ένα σωρό—, και τα ακούς είτε από ζευγάρια, είτε από παρέες, είτε από οικογένειες μικρές, είτε από οικογένειες μεγάλες, είτε ακόμα κι από μοναχικούς που μιλάνε στο τηλέφωνο. Αν είχες ένα δίχτυ να τσάκωνες όλες αυτές τις μισές φράσεις και να τις έβαζες σε μια σειρά, θα έβγαζες ένα βιβλίο τη μέρα.

Αλλά: βιβλίο χωρίς ιστορία. Δηλαδή: κακό βιβλίο· δηλαδή: μη-βιβλίο.

Ξεροκαταπίνω, και κοιτάω, δίπλα μου, το ζαχαρί, «χτενισμένο» μάρμαρο Καβάλας που καλύπτει τα πεζούλια μας, τους γρανιτοκυβόλιθους που βαστάνε και υπομένουν το περπάτημά μας —ήδη είναι γεμάτο σκουπίδια παντού, ποτήρια, κουτάκια, συσκευασίες πρόχειρου φαγητού, χαρτιά περιτυλίγματος: οι περισσότεροι τα αφήνουν εκεί που κάθονται χωρίς δεύτερη σκέψη, ο κόσμος είναι ανυπόφορος στο σύνολό του—, κοιτάζω τον σκυλάκο μου που πια αποκοιμήθηκε στα πόδια μου μουδιάζοντάς τα, και ειδικά αυτό που έχω σταυροπόδι και φιλοξενεί το κεφαλάκι του —θα κάνει ώρα να ξεπιαστεί—, τον χαϊδεύω για να ξυπνήσει και να φύγουμε, να πάμε σπίτι, άλλωστε είδαμε και τις ειδήσεις, ακούσαμε και τις φωνές των ανθρώπων, πληγωθήκαμε από τα σκουπίδια τους, φτάνει τώρα, μπορούμε να πάμε στο σπίτι μας, να καθαριστούμε, να πετάξουμε αυτά τα ρούχα που κολλάνε επάνω μας, να μπούμε στο ντους, να αναπνεύσουμε.

Αλλά δεν τα ανοίγει, και μένουμε λίγο ακόμα. Ίσως σκεφτούμε πάλι αυτό με τα βιβλία και τις ιστορίες —το πιο δύσκολο πράγμα σε ένα βιβλίο είναι να πεις μια ιστορία: ψέματα, να ΕΧΕΙΣ να πεις μια ιστορία, και να ΠΕΙΣ αυτή την ιστορία—, ίσως πάλι και όχι· ίσως το κάνουμε μιαν άλλη φορά. Ίσως σκεφτούμε τα 117 δισεκατομμύρια ανθρώπους που προηγήθηκαν, έχοντας βρει την οικοθέση τους στον πλανήτη και έχοντας χτίσει τα σπίτια τους και έχοντας πει τις ιστορίες τους πολύ-πολύ πριν από εμάς. Ίσως σκεφτούμε κάτι άλλο. Ίσως και τίποτα. Όλα τα πράγματα, καλά και κακά, από μια στιγμή και μετά είναι βάρος και σου σπάνε την πλάτη. Ιδίως τα καλοκαίρια, που κανείς πρέπει να φροντίζει να είναι ελαφρύς από φορτίο. Δεν είναι καλή εποχή το καλοκαίρι, όλη η βρόμα της ατμόσφαιρας, ακόμα και τα ξέφτια των μισοτελειωμένων φράσεων που σε προσπέρασαν, σε τριγυρνάνε σαν αργοκίνητα πλην επίμονα κουνούπια, μπαίνουν κάτω από τα ρούχα σου, κολλάνε στο δέρμα σου ίδια με βδέλλες, και μένουν εκεί. Γίνεσαι ο Εικονογραφημένος Άνθρωπος. Ανατριχιάζω, ανατριχιάζει και ο μικρός, και σηκώνει το κεφάλι. Τον κατεβάζω προσεχτικά κάτω πριν ξανακοιμηθεί, πιάνω το λουρί του και χωνόμαστε με το κεφάλι κατεβασμένο στο πλήθος των περαστικών.

Νομίζω αυτά κάναμε χθες, συν λίγο δουλειά, λίγο βιβλίο, λίγη τηλεόραση, και, εάν ναι, αυτά θα κάνουμε και σήμερα. Οι μέρες μας είναι πανόμοιες η μια με την άλλη. Καρμπόν. Μέσα μας όμως κυνηγιούνται οι ιστορίες, δικές μας και ξένες, και φωνάζουν και στρέφονται.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome