- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το ημερολόγιο της Πέμπτης | 03.08.2023
Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
Ποιος θέλει να είναι στους δρόμους μ’ αυτή τη ζέστη; Μάλλον κανείς. Αν το μπορούσαν, όλοι θα κάθονταν στα σπίτια τους, με το αιρκοντίσιον στο φουλ, με στιλέτα πάγου να κρέμονται από το κουρτινόξυλο, και την όλη ατμόσφαιρα να θυμίζει Ανταρκτική, και θα έχαναν τον χρόνο τους μπαμπουλωμένοι σαν τον Κερτ Ράσελ στην «Απειλή», σκρολάροντας ανόρεχτα στα social. Θεωρείται γενικά μεγάλη κατάκτηση της ανθρωπότητας να χάνεις τον χρόνο σου σκρολάροντας ανόρεχτα στα social media, αλλά βέβαια ΧΩΡΙΣ να ιδρώνεις σαν το γουρούνι.
Δεν ξέρω ποιος μάς κρατά στη ζωή, ποιοι δουλεύουν διπλά και τρίδιπλα για να αναπληρωθεί αυτός ο χαμένος, ξοδεμένος, πεταμένος στο ποτάμι χρόνος. Ίσως να υπάρχει μία ειδική κατηγορία ανθρώπων —ένα άλλο είδος— που ζει υπογείως και κάνει διάφορες δουλειές ζωτικής σημασίας για λογαριασμό μας, στο πόδι μας, για όλους εμάς. Ίσως δεν έχουμε ακούσει τίποτε γι’ αυτούς, γιατί είναι το μεγάλο πλανητικό μυστικό της Ιστορίας, το μεγαλύτερο που υπήρξε ποτέ. Όπως δεν έχουμε ακούσει για κάτι πάρα πολύ μυστικές υπηρεσίες, που εξοντώνουν υπερευφυείς τρομοκράτες λίγο πριν μας βάλουν βόμβες, αλλά στον κύβο επί εκατό. Δεν ξέρω, ειλικρινά.
Αυτό που ξέρω καλά είναι ότι ζούμε από μία σωρεία ευτυχών συμπτώσεων —η ίδια η ζωή είναι προϊόν αδιανόητης κοσμικής τύχης, μία στο τρισεκατομμύριο και λίγα λέω: η Γη βρίσκεται στην ιδανική απόσταση από τον ήλιο, ούτε να τσιτσιριζόμαστε ούτε να παγώνουμε, διαθέτει μια τόσο-όσο ισχυρή μαγνητόσφαιρα που συγκρατεί στη θέση της την καλή μας ατμόσφαιρα και δεν αφήνει να τη σκορπά στο γερο-διάολο ο παραμικρός ηλιακός άνεμος για να σκάσουμε όλοι μέσα σε δυο λεπτά, και βέβαια —για να μην επεκταθούμε— είναι γεμάτη άνθρακα, άζωτο, οξυγόνο και υδρογόνο, ή μάλλον, βασικά έχει πάρα πολύ από το καθένα τους, από τις βασικές ουσίες δηλαδή από τις οποίες τυχαίνει να είναι φτιαγμένα τα μόρια των γήινων οργανισμών, ημών συμπεριλαμβανομένων—, ναι, φτιαχτήκαμε από μία σωρεία ευτυχών συμπτώσεων, ΖΟΥΜΕ από μία σωρεία ευτυχών συμπτώσεων, και χρειάζεται να καταβάλλουμε ΔΙΑΡΚΩΣ έναν τεράστιο όγκο δουλειάς, όχι για να ρυθμίσουμε την κυτταρική αναπνοή μας (όλα τα δύσκολα γίνονται χωρίς να τα παίρνουμε μυρωδιά και χωρίς να τα σκεφτόμαστε, ειδαλλιώς δεν θα γίνονταν ποτέ, ούτε καν), αλλά για να μη μας πνίξει η φύση, για να μη μας φάνε τα μικρόβια και οι ιοί, για να μην έρθουν οι αρκούδες στις κεντρικές πλατείες των πόλεών μας ζητώντας το αίμα τους πίσω και απαιτώντας δικαιοσύνη, για να έχουμε ενέργεια, φωτιά, βενζίνη, ηλεκτρικό ρεύμα, για να έχουμε κρέατα ποικίλων κοπών, γαλλικές μπαγκέτες και μαργαρίτες με σουσάμι, βούτυρο, μαργαρίνη, γλυκά του κουταλιού, κέικ και πάστα Φλώρα, για να έχουμε μυθιστορήματα του Στίβεν Κινγκ, κούκλες Μπάρμπι και κουκλάκια Μπέιμπι Γιόντα, για να έχουμε βιβλία ελληνικής λογοτεχνικής πεζογραφίας και σπίτια λογοτεχνών στα νησιά όπου σε καλούν για ένα σουκού αν πληροίς μία σειρά προϋποθέσεις, άγνωστο ποιες, για να έχουμε εφημερίδες, σάιτ, και κατοικίδια — ναι, ναι, ναι, καταβάλλουμε ΔΙΑΡΚΩΣ έναν θηριώδη όγκο δουλειάς και μία ποσότητα ενέργειας τέτοια που σε κάνει να τραβάς τα μαλλιά σου, ενέργειας που καθημερινά αυξάνεται γιατί γινόμαστε ολοένα και περισσότεροι (σήμερα είμαστε 8 δισεκατομμύρια και 50 με 60 σκάρτα εκατομμύρια όλα κι όλα, αλλά θα συνεχίσουμε να αυξανόμεθα και να πληθυνόμεθα μέχρι να φτάσουμε τα 11 στο τέλος του αιώνα, ζωή να ’χουμε, αν και ποτέ δεν θα τα ξεπεράσουμε αυτά, τα 11 είναι το ταβάνι μας, και από τον 22ο αιώνα θα αρχίσουμε να λιγοστεύουμε πάλι, δόξα τω Θεώ, γιατί τα 11 είναι ήδη μία υπερβολή πρώτον, και γιατί ώς τότε οι περισσότεροι από αυτούς τους 11 εκατομμύρια ανθρωπάκηδες δεν θα έχουν καμιά όρεξη να κάνουν παιδιά, πάντως όχι περισσότερα από 0,9 κατά μ.ό. ανά ζεύγος, και θα προτιμούν να βλέπουν παλιά σίριαλ στο τάμπλετ μασουλώντας τσιζμπέργκερ), ναι, ναι, ναι, γιατί γινόμαστε ολοένα και περισσότεροι, αλλά και γιατί εμείς οι περισσότεροι, εμείς οι ήδη πάρα πολλοί, ΘΕΛΟΥΜΕ και έχουμε ΑΝΑΓΚΗ όλο και περισσότερα, θέλουμε ο καθένας μας στην καθισιά του πιο πολλά πράγματα από όσα ήθελαν εκατό άνθρωποι πριν από 50 και πριν από 100 χρόνια, πόσο δε μάλλον πριν από 500 και 1.000, που συγκριτικά με εμάς δεν ήθελαν —αλήθεια λέω— ΤΙΠΟΤΕ όσο και να ζούσαν, κυριολεκτικά ΤΙΠΟΤΕ, μία ολόκληρη πόλη ξόδευε σε ενέργεια έναν ολόκληρο χρόνο όση ξοδεύω εγώ για να γράψω αυτό το ημερολόγιο, σε ολόκληρη την ιστορία της η Νινευή δεν θα χρειαζόταν πιο πολλά από όσα εσύ στη δική σου.
Λοιπόν τι έλεγα. Ναι: φτιαχτήκαμε και ζούμε από μία σωρεία ευτυχών συμπτώσεων, και χρειάζεται να καταβάλλουμε ΔΙΑΡΚΩΣ έναν τεράστιο, τιτάνιο, απροσμέτρητα μεγάλο όγκο δουλειάς για να εξακολουθούμε να ζούμε σαν μπέηδες, αλλά δεν ξέρω, δεν έχω ΙΔΕΑ ποιος το κάνει πράγματι αυτό, ποιος ΠΑΡΑΓΕΙ όλο αυτό το έργο — οι περισσότεροι άνθρωποι που ξέρω, ή που βλέπω στον δρόμο, ή που ξέρω ότι ζουν εκεί έξω, αυτό που κυρίως κάνουν είναι να διεκπεραιώνουν (σ’ ευχαριστώ, αυτόματε ορθογράφε, που μου υπογράμμισες το διεκπαιρεώνουν) τη δουλειά τους, που συνήθως δεν είναι ακριβώς «παραγωγική», και να σκέφτονται πότε θα περάσει η καταραμένη ώρα να πάνε σπιτάκι τους να κάτσουν κάτω από το πολικό κλιματιστικό τους σκρολάροντας ανόρεχτα στα social: «Πόσα λάικ μού έκαναν; Ποιος έκανε σκέτο λάικ αντί για καρδούλα; Ποιος είδε το στόρι αλλά δεν προέβη σε reaction, την καταδίκη μου μέσα; Καταραμένοι να ’στε στους αιώνες, κι εσείς και η σπορά σας!» Και έτσι, λυπάμαι, δουλίτσα δεν γίνεται, θα έρθουν μια μέρα αυτές οι αρκούδες στις κεντρικές πλατείες των πόλεών μας ζητώντας το αίμα τους πίσω και απαιτώντας δικαιοσύνη. Γιατί κανείς δεν δουλεύει. Κανείς. Εκτός κι αν πράγματι υπάρχουν αυτοί οι ανθρωπίδες —μιλιούνια από δαύτους— που γυρνάνε τροχούς και καίνε φωτιές στα καζάνια εκεί κάτω, σε τίποτα υπόγειες σήραγγες και σπήλαια, και τους κρατάμε κρυφούς. Οπότε πάω πάσο. Κρίμα οι άνθρωποι, αλλά και τι να κάνεις. Δεν είχαμε ιδέα για όσα συνέβαιναν.
Τώρα που είπα αρκούδες. Είχα διαβάσει στα late 80s ένα βιβλιαράκι εκλαϊκευμένης επιστήμης (για την ακρίβεια, όχι και τόσο επιστήμης, μιας εξαδέλφης της…), πιθανότατα μια Ωρόρα, που σε ένα κεφάλαιο είχε για μότο τη ρήση ενός χίπη ακτιβιστή οικολόγου των 60s, απ’ αυτούς με τα μακριά γκρίζα μαλλιά και τα δερμάτινα γιλέκα σαν του Μπλεκ, που ζούσαν στα δέντρα, δεμένοι με λουριά και κληματσίδες από τα κλαδιά, και κοιμόνταν στις κουφάλες, άπλυτοι και ανάλουγοι, που πήγαινε κάπως έτσι: «Στον πόλεμο με τις αρκούδες, εγώ θα είμαι με τις αρκούδες». Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε και έλεγα κι εγώ (συνήθως από μέσα μου, αλλά προς πλήρη και αιωνία καταισχύνη μου όχι πάντα από μέσα μου: το έλεγα και σε κοινωνικές συναθροίσεις, το έλεγα και σε κορίτσια, που το ’βαζαν στα πόδια και πηδούσαν απ’ τα μπαλκόνια), «Κι εγώ θα είμαι με τις αρκούδες». Βέβαια ο καιρός πέρασε, το μυαλό μου έπηξε (όχι πολύ: τόσο-όσο), και δεν το πιστεύω πια, αλλά τότε το ’λεγα και το ψιλοπίστευα. Έγινα άραγε λιγότερο οικολόγος από τότε; Συντηρητικοποιήθηκα, πώς το λένε; Μπορεί. Αλλά είναι χαζό να είσαι με τις αρκούδες. Αυτό το «Κι εγώ θα είμαι με τις αρκούδες» ούτε ο Θεός το θέλει. Ούτε καν οι αρκούδες. Αυτό που θέλουμε όλοι είναι καταλλαγή και ηρεμία. Peace. Make love not war. Θέλουμε χώρο για τους ανθρώπους και χώρο για τις αρκούδες και χώρο για όλους. Ο πλανήτης είναι αδιανόητα μεγάλος (όχι σε σύγκριση με μερικά γκατζίλιον άλλους πλανήτες που είναι τερατώδεις σε μέγεθος, αλλά μια χαρά για τις ανάγκες μας), χωρούσε τους δεινόσαυρους, όχι εμάς που είμαστε μια σταλιά.
Απλώς χρειάζεται να δουλεύει κανείς. Αλλιώς θα μας φάνε όλους οι αρκούδες, αυτό είναι βέβαιο. Κι εγώ δεν έχω ιδέα ποιος δουλεύει. Με πρώτο-πρώτον εμένα: τι δουλειά κάνω εγώ; Τίποτα. Με τη δικιά μου δουλειά δεν πολεμάς καμιά εντροπία. Αλλά και με ένα σωρό άλλες δουλειές: πωλητές, δικηγόροι, γιατροί, πακετάδες, γραφίστες, πιλότοι, σουβλατζήδες, υδραυλικοί, έμποροι, ιερείς, αθλητές… Δεν ξέρω. Ανθρωπίδες, λοιπόν, που μοχθείτε στον φλοιό του πλανήτη, συγγνώμη. Και σας ευχαριστώ. Είστε το οξυγόνο της Γης.
…Παραδοξολογία, βέβαια. Και σιγά τ’ αυγά. Το οξυγόνο είναι το τρίτο πιο άφθονο χημικό στοιχείο σε ολόκληρο το σύμπαν έτσι κι αλλιώς (μόνο το υδρογόνο και το ήλιο το ξεπερνάνε, φήμες θέλουν, αλλά και πάλι ανεβαίνει στο βάθρο χωρίς να ιδρώσει), και το #1 σε μας εδώ κάτω. Ο μισός φλοιός τής pale blue dot είναι οξυγόνο, και το 90% των ωκεανών της, ναι, είναι επίσης οξυγόνο. Τα θυμάμαι αυτά, δεν τα γκουγκλάρω. Και δεν θα τελειώσει και ποτέ, ό,τι και να γίνει: παράγουμε, λέει (βασικά το πλαγκτόν στις θάλασσες, όχι τα πευκοδάση), και καταναλώνουμε οξυγόνο με τον ίδιο ρυθμό μέρα βγαίνει μέρα μπαίνει — ούτε περισσότερο γίνεται, ούτε λιγοστεύει. Εξ ου και, μη φοβάστε, με τις φωτιές δεν θα στερηθούμε το οξυγόνο, υπάρχει οξυγόνο και σε μέρη που δεν έχουνε δέντρα ούτε για δείγμα, βλέπε π.χ. τις ΘΑΛΑΣΣΕΣ και τις ΕΡΗΜΟΥΣ, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Τα προβλήματα με την καταστροφή των δασών που συμβαίνουν σε μέρη όπου ζούμε κι εμείς είναι άλλα, πολλά και μεγάλα. Ήδη μπορώ να προφητεύσω χωρίς κανένα ρίσκο ότι οι πλημμύρες που έρχονται θα είναι δυσανάλογα καταστροφικές με την ποσότητα του νερού που θα πέσει. Αλλά και τι θα γίνει που θα το πω; Τίποτε. Έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.
Όμως έλεγα κάτι άλλο. Έλεγα: «Ποιος θέλει να είναι στους δρόμους μ’ αυτή τη ζέστη;» Κανείς. Και σίγουρα όχι εγώ. Δεν θέλω να βγαίνω έξω και να χάνω χρόνο, όλα μου τα πράγματα είναι στο σπίτι μου — και ήδη βγαίνω τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα για τις βόλτες των μικρών, δυο ώρες συνολικά υπό ΚΣ, περισσότερο από τον καθένα. Αλλά, πριν πιάσω το βιβλιαράκι μου να το διαβάσω στην πολυθρόνα, ήσυχος και ωραίος, πρέπει να πάω να ψωνίσω, κι αυτό το μισώ. Γιατί θα αναγκαστώ να ντυθώ (έστω: να βάλω μια βερμούδα και ένα τισέρτ και τις σαγιονάρες μου), να πάρω το δίχτυ μου από το συρτάρι της νησίδας, να κατεβώ πέντε ορόφους, να σύρω τα βήματά μου ώς το σουπερμάρκετ, να πάρω αυτά που θέλω, να σταθώ στην ουρά, να πω όχι όταν με ρωτήσουν στο ταμείο αν χρειάζομαι σακούλα, να πληρώσω, να γυρίσω πίσω, να πω δυο απελπισμένες κουβέντες με τον φίλο μου και συνονόματο σερβιτόρο στην ταβέρνα απέναντι, να δω τι κάνουν οι τουρίστες στο Airbnb παραδίπλα —ποτέ δεν μου γέμισαν το μάτι—, να περιμένω 45 δευτερόλεπτα το ασανσέρ-βραδύποδα που έχουμε στην πολυκατοικία για να κατέβει από τον όγδοο (πάντα είναι στον όγδοο), να μπω στο σπίτι, να ξεκολλήσω τα μικρά από πάνω μου, που φαντάστηκαν ότι είχα πάει να πολεμήσω στο μέτωπο και ότι κατά πάσα βεβαιότητα δεν θα ξαναρχόμουν, να ξεντυθώ, και να πλυθώ σαν βοηθός χειρουργού πριν από επέμβαση για μεταμόσχευση καρδιάς. Και όλα αυτά για να ξεχάσω να βάλω αυτό το ένα fucken πράγμα στην εβδομαδιαία παραγγελία μου στο e-shop τού σουπερμάρκετ. Πώς την πάτησα έτσι; Τι την έχω την ωραία ψηφιακή μου Λίστα; Γιατί καταστρέφω έτσι τη ζωή μου;
Διάολε, ποιος θέλει να είναι στους δρόμους μ’ αυτή τη ζέστη; Πάντως όχι εγώ, πάντως όχι κανείς.