Πολεις

Απομονωμένος στο Μιλάνο με lockdown

Ένας αρχιτέκτονας θυμάται τις ημέρες καραντίνας στην ιταλική πόλη

Κωνσταντίνος Πατέστος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής και Αστικής Σύνθεσης στο Πολυτεχνείο του Τορίνο, Κωνσταντίνος Πατέστος γράφει για τη ζωή στο Μιλάνο, την περίοδο του lockdown.

Ο Curzio Malaparte, ένας από τους μεγάλους της ιταλικής λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα -διφορούμενη προσωπικότητα κυρίως εξαιτίας της στάσης του κατά την περίοδο του φασισμού- ονόμαζε στοργικά την περίφημη βίλα του στο Κάπρι «σπίτι κατ’ εικόνα μου». Αν και το σπίτι είναι έργο του Adalberto Libera, ο Malaparte ο συμμετείχε στην αρχιτεκτονική του σύλληψη.

Δεν μπορώ να πω το ίδιο, αφού δεν σχεδίασα εγώ το διαμέρισμά μου, που βρίσκεται στον προτελευταίο όροφο ενός τετραώροφου κτιρίου, ανοιχτό από τρεις πλευρές με θέα σε δύο δρόμους, ένα σιδηροδρομικό ανάχωμα κι έναν μικρό κήπο σε σχήμα Γ. Περνώ πολύ χρόνο σε αυτόν τον χώρο που, μετά από τόσα χρόνια, μ’ αρέσει και με αντιπροσωπεύει. Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή, η δυσάρεστη κατάσταση στην οποία βρέθηκα τους πρώτους μήνες της πανδημίας, δεν δημιούργησε μέσα μου μια διαφορετική ματιά ούτε στον εσωτερικό χώρο του σπιτιού, ούτε και στους χώρους που μπορώ να δω από τα παράθυρά του. Ωστόσο, καθώς περνούσαν οι μέρες, ένιωθα ότι διαμορφωνόταν μια καινούργια «μέθοδος» απομόνωσης στο σπίτι· ένα αλλιώτικο βλέμμα σε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο, που, από μια παράξενη σύμπτωση, στα ιταλικά λέγεται “isolato” - απομονωμένο.

Κάθε τόσο κοίταζα έξω από το αγαπημένο μου παράθυρο, άλλοτε τις ράγες του σιδηροδρόμου, άλλοτε τον κήπο, αλλά αντίθετα με τον φωτογράφο L.B. Jefferies (που τον υποδυόταν ο Τζέιμς Στιούαρτ), τον ήρωα της ταινίας του Χίτσκοκ «Σιωπηλός μάρτυς», δεν υποπτευόμουν πως είχε γίνει κάποιο έγκλημα. Παρατηρούσα, ωστόσο, ότι τα γρήγορα τρένα τύπου «Frecciarossa» και «Italo» δεν υπήρχαν πια και έπρεπε να αρκεστώ, για τα φανταστικά μου ταξίδια στα επαρχιακά «Trenord» που δεν ξεπερνούν τα όρια της Λομβαρδίας και σπανιότερα στα «Τilo». Άλλωστε, η ηλικία μου δεν μου επιτρέπει περιπέτειες beatnik με εμπορευματικές αμαξοστοιχίες και διαδρομές χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.

Μετά τις πρώτες μέρες του λοκντάουν, που είχα υποδειγματική συμπεριφορά -κλειδώθηκα υπάκουα στο σπίτι- αποφάσισα να κατέβω στον μικρό κήπο, με την πλακόστρωτη αυλή που χρησιμοποιούμε σχεδόν αποκλειστικά για να παρκάρουμε το αυτοκίνητο. Κι εδώ, είναι αλήθεια, άρχισα να κοιτάζω τα πράγματα με «μάτια που βλέπουν», να περιεργάζομαι με προσοχή τα γειτονικά κτίρια και προπάντων τις τρεις «εσωτερικές» προσόψεις του σπιτιού, που χτίστηκε στη δεκαετία του 1910-20· πρόσεξα, ίσως για πρώτη φορά, το απλό αρχιτεκτονικό του ύφος το οποίο διαμόρφωναν οι επιταγές της κατασκευής: πλήρες επί πλήρους, κενό επί κενού, μαζί την απαραίτητη διακόσμηση· απαραίτητη, σύμφωνα με τη θεωρία του Quatremère de Quincy, για να γίνει ένα κτίριο αρχιτεκτόνημα.

Καθώς η μια μέρα της απομόνωσης διαδεχόταν την άλλη, για να μην ξεχάσω την τεχνική του βαδίσματος άρχισα να περπατάω γύρω από το τετράγωνο μετά το μεσημεριανό γεύμα, φτάνοντας περιπετειωδώς σε άλλα δύο οικοδομικά τετράγωνα λίγο μακρύτερα. Έτσι, κατέληξα να διανύω την περίμετρο τριών τετραγώνων, παρατηρώντας με προσοχή τα διάφορα κτίρια, κάποια από τα οποία ήταν, προς μεγάλη μου έκπληξη, σχεδόν ωραία· άλλα, -εμπορικά καταστήματα, γραφεία- και πάλι προς μεγάλη μου έκπληξη, τα έβλεπα πρώτη φορά χωρίς συνωστισμό· μόνο στα παράθυρα και στα μπαλκόνια εμφανίζονταν πρόσωπα. Οι δρόμοι δεν ήταν ακριβώς άδειοι· υπήρχε επαρκής αριθμός ανθρώπων ώστε να μου αποσπούν την προσοχή ή για να ανησυχώ μήπως παραβιαστεί η «απαραίτητη απόσταση» που εμποδίζει τη μετάδοση.

Σε αυτόν τον «περίπατο» σκεφτόμουν την ομώνυμη νουβέλα του Robert Walser (Der Spaziergang), αλλά δεν σταματούσα να χαιρετήσω κανέναν. Στον «Περίπατο», ο γερμανόφωνος Ελβετός συγγραφέας αφηγείται τη μοναχική ζωή ενός ήρωά του που περιφερόταν στον κόσμο ανήσυχος, χωρίς αγάπη, καταγράφοντας ωστόσο όλες τις λεπτομέρειες της φύσης και των κτιρίων, όλες τις αποχρώσεις των ήχων και του φωτός. Αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που περπατούσα σε αυτούς τους αστικούς χώρους ή που τους είχα διασχίσει οδηγώντας, αισθανόμουν ξαφνικά την παρουσία ενός «κάτι» που δεν ήταν υλικό και φυσικό, αλλά που διατηρούσε τη σπουδαιότητά του: το συναίσθημα του περιορισμού της ελευθερίας μεταμόρφωνε περιέργως την ανάγνωση του οικείου δημόσιου χώρου, του οικοδομικού τετραγώνου όπου ζω. Το τετράγωνο, το isolato, αποκτούσε μυστήριο. Όπως έλεγε ο Georges Perec, άθελά μας, παρατηρούμε συνήθως το ασυνήθιστο, το ιδιαίτερο, το υπερβολικά εξαιρετικό: δηλαδή, κάνουμε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε.