Πολεις

Νέα Ζωή

Έχω κόψει πια το κάπνισμα, όπως πολλοί άλλοι της γενιάς μου. Μετράω ήδη 10 χρόνια χωρίς τσιγάρο.

Ελένη Σταματούκου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Ελένη Σταματούκου παρατηρεί τους ανθρώπους και να μαντεύει τις προσωπικές τους ιστορίες.

Διαβάζεται ακούγοντας αυτό:

Παρασκευή βράδυ, κάνει ζέστη. Στο λεωφορείο τα σώματα αιωρούνται μέσα από τις κίτρινες
χειρολαβές. Οι επί σιδήρου κρεμάμενοι και οι επί «ξύλου» καθήμενοι. Δυσφορία και κούραση. Δίπλα μου κάθεται μια κυρία γύρω στα 60. Φοράει ένα κίτρινο μακό μπλουζάκι και τα μαλλιά της είναι κοντά, μάλλον τα έχει έτσι επίτηδες κουρεμένα για να μη χάνει τον χρόνο της στα κομμωτήρια. Κρατάει σφιχτά την τσάντα της πάνω στο στήθος της, λες και φοβάται ότι κάποιος θα της επιτεθεί και θα την κλέψει. Τα χέρια της μοιάζουν ταλαιπωρημένα. Την καλούν στο τηλέφωνο, απαντάει και λέει στον συνομιλητή της ότι θα αργήσει. Κοιτάζω τον κόσμο στο δρόμο μέσα από τα θολά τζάμια. Προσπαθώ να διακρίνω τα πρόσωπά τους, αλλά το λεωφορείο τρέχει και το μόνο που προλαβαίνω να δω είναι χρωματιστές σκιές, που μοιάζουν να χορεύουν στο ρυθμό της πόλης. Μου αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους και να μαντεύω τις προσωπικές τους ιστορίες.

Η κυρία δίπλα μου αναστενάζει. Θέλω να την ρωτήσω πώς ήταν η μέρα της. Δεν το κάνω, πρέπει να κατέβω στην πλατεία Αριστοτέλους, ενώ αυτή πρέπει να κατέβει σε κάποια άλλη στάση. Περνάω έξω από το σπίτι του Μανώλη Αναγνωστάκη και φέρνω στο νου μου τους στίχους από το ποίημα «Θα ’ρθει μια μέρα»: «Καπνίσαμε -θυμήσου- ατελείωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ -ξεχνώ πάνω σε τι- κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον». Έχω κόψει πια το κάπνισμα, όπως πολλοί άλλοι της γενιάς μου. Μετράω ήδη 10 χρόνια χωρίς τσιγάρο.

Κατευθύνομαι προς την Ρωμαϊκή Αγορά, όπου κόσμος έχει μαζευτεί για το Πικ Νικ Urban
Festival. Ψάχνω να βρω ένα τραπεζάκι στο Λουξ, αλλά λόγω καλού καιρού οι Θεσσαλονικείς
και οι φιλοξενούμενοί τους έχουν κάνει επίτηδες κατάληψη στο μαγαζί, λογικό θέλουν να
χαρούν τις τελευταίες «καλοκαιρινές» βραδιές του Σεπτέμβρη. Κάθομαι στο διπλανό μαγαζί
και περιμένω την παρέα μου. Κοιτάζω τα παλιά νεοκλασικά της γειτονιάς, τους περαστικούς
που πάνε βόλτα τα σκυλιά τους, και ακούω τη συζήτηση ενός νέου ζευγαριού που έγιναν
πρόσφατα γονείς. Ο άνδρας διαβάζει άρθρα στο διαδίκτυο για την ψυχολογία των νεογνών,
ενώ η γυναίκα έχει το παιδί τους στην αγκαλιά της. Μοιάζουν αγχωμένοι.

Σιγά σιγά το δικό μου τραπέζι αρχίζει και αποκτάει ζωή, κάποιοι άλλοι τώρα θα ακούνε ίσως τις δικές μας ιστορίες και θα μαντεύουν πώς ζούμε τις δικές μας ζωές. Όπως και αυτοί έτσι και εμείς… δε διαφέρουμε και πολύ μεταξύ μας οι άνθρωποι. Τα πάθη είναι ίδια, απλά αλλάζουν οι πρωταγωνιστές. Μιλάμε για το Κόσσοβο, το Σαράγιεβο, τη Φιλιππούπολη, τα Βαλκάνια της γειτονιάς μας. Πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησε το φωτογραφικό λεύκωμα «Αίμος: Διαδρομές στα Βαλκάνια», του αγαπημένου συναδέλφου και συντοπίτη Θοδωρή Νικολάου. Θυμάμαι σαν χθες, και έχουν περάσει 5 χρόνια, τις συζητήσεις μας, -στο μικρό μπαρ του Τζανέτου στη Χαλκίδα-, για τις αγωνίες του, τα πάθη του και την εσωτερική του ανάγκη να κάνει αυτό το ταξίδι. Τότε ακόμα δεν ήξερε πού θα τον βγάλει ο δρόμος, τον έβγαλε όμως. Ο Θοδωρής έχει πείσμα και αγαπάει τη δουλειά του, αλλά και τους ανθρώπους που στέκονται μπροστά στον φακό του. «Ψυχή βαθιά Θοδωρή μου».

Αφήνω την παρέα μου να συνεχίσει τις βραδινές περιπολίες της στο κέντρο των Βαλκανίων.
Στο δρόμο προς το σπίτι σκέφτομαι τα πάθη μας. Διαβάζω το μήνυμα ενός φίλου, που μου
γράφει για τη «νέα» του ζωή. «Χαίρομαι» του γράφω και εκείνος λακωνικός όπως πάντα,
απαντάει με ένα απλό, αλλά μεγάλο στη σημασία του «και εγώ». Σιγοτραγουδάω με τη
φάλτσα φωνή μου το ρεφρέν του τραγουδιού «Right never comes» από τους Rhye: «Making
words from our minds, like making songs from our fires». Η φωνή του Milosh ταιριάζει με τη
νυχτερινή μελαγχολία της Θεσσαλονίκης, έστω για αυτό το βράδυ.

Τα λέμε την επόμενη Κυριακή…