- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γκράντε βελέντζα! Ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτό εννοούσε ο Γιάννης Μπουτάρης αποκαλώντας μεγάλη μερίδα των Θεσσαλονικέων «χωριάτες», καμιά σχέση δηλαδή με την «La grande belezza» Ρώμη του Σορεντίνο, παρκάρουν όπου βρουν, μπαζώνουν τους δρόμους με σκουπίδια, κι άλλο θέμα συζήτησης δεν έχουν πέρα από τα ερωτικά του δήμαρχου για το αυστριακό αμόρε. Και η νέα χρονιά ξεκίνησε με καυγάδες, σαν το τραγούδι του Νιόνιου που το παραφράζω, «κάνει ο Γιάννης την αρχή, είμαστε, δεν είμαστε, τίποτα δεν είμαστε βρε, κι ο Μπουτάρης τραγουδεί, άμα είν’ όλα άγραφα κάτι θα βγει»!
Και… Θεσσαλομίχλη! Να πώς μπορεί να μετονομαστεί η πόλη, έτσι όπως είναι τυλιγμένη στο γκρίζο τις πρώτες μέρες της νέας χρονιάς. Και στα ράδια οι εκφωνητές καταφεύγουν στις κλισεδούρες περί Θεόδωρου Αγγελόπουλου, που, αν ζούσε, θα ξαμολιόταν για γυρίσματα, ενώ σε ζωντανές συνδέσεις καθηγητές του ΑΠΘ μιλούν για τα αυξημένα ποσοστά καισίου που καταργούν τις ρομαντικές εικόνες και την όρεξη των instagramers «κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου» (τρελαίνομαι για θεσμικό ρεπορτάζ που χρησιμοποιεί ξύλινη γλώσσα). Αυτά για το πρώτο επίπεδο, για τις κουβέντες στα καφέ και τα μεζεδοπωλεία, εκεί που συνευρίσκονται οι Θεσσαλονικείς και ανταλλάσσουν «κοινωνική κριτική», η ομίχλη και η σύντροφος του κυρ-Γιάννη αποτελούν πρώτο θέμα συζήτησης.
Τρίτο θέμα οι κακοτεχνίες επί της Νέας Παραλίας, όπου ήταν θέμα χρόνου να φανερωθούν, μετά τα ταρατατζούμ και τις παράτες. Όλοι έχουν να διηγηθούν μια νυχτερινή ιστορία τούμπας κοντά στις «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου, μιας γλίστρας κι ενός γκαρτζαμπαλώματος, για να το πω και στα χωριάτικα!
Τέταρτο θέμα συζήτησης –περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις– αυτό το αφηνίασμα, το αλάλιασμα, το γκουντούρντισμα όλων στις γιορτές, που δεν άφησαν καρέκλα άδεια, με αποτέλεσμα όπου και να περπατούσες σε δρόμο του κέντρου να συναντάς εκατοντάδες χιλιάδες παρτάκηδες και γλέντια. Περισσότερο για Τσικνοπέμπτη έμοιαζαν οι παραμονές με τέτοια σχάρα έξω από κάθε μαγαζί, να κερνάει κοψίδια και λουκάνικα.
Το ευχάριστο είναι πως κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών γνώρισα έναν καταπληκτικό τύπο, ονόματι Σίμο Μπάνση. Σε μια πόλη όπου είμαστε όλοι γνωστοί (να άλλο ένα επιχείρημα στη φαρέτρα του Μπουτάρη περί «χωριού»), αυτός ο τύπος διαφέρει από το μέσο Θεσσαλονικέα. Δεν ακούει λαϊκά της Πάολας, ούτε απρόσωπα ηλεκτρονικά, δεν συχνάζει στα παραλιακά καφέ αλλά έχει στέκι το μπαρ «Atomizer» της Ζεύξιδος, όπου δίσκους αλλάζει η Μαρίνα Λινάρδου, κι έχεις την ευκαιρία, αν κάτσεις παρέα τους, να φτιαχτείς με το «Standing by the Sea» των Hüsker Dü.
Τι; Δεν υπάρχει «Atomizer» στη Ζεύξιδος; Κι έψαξες στον τηλεφωνικό κατάλογο και δεν βρήκες Σίμο Μπάνση; Μάλλον ψάχνεις λάθος και δεν ψάχνεις το σωστό βιβλιοπωλείο, μιας και τις περιπέτειες του Σίμου Μπάνση, όπως τις καταγράφει στο «Έχω όλους τους δίσκους τους» ο Μπάμπης Αργυρίου, τις τσίμπησα από το δισκοπωλείο «Λωτός» της Σκρα. Ο Μπάμπης, ο Σίμος και όλοι οι ήρωες της παρέας τους έρχονται από το δεύτερο επίπεδο της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου ακόμα οι δίσκοι βινυλίου αποτελούν ανεκτίμητη αξία, όπως και οι εκδρομές, τα ξενύχτια με φίλους και η ταινία «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» του Νικολαΐδη είναι θέμα χρόνου να αποκτήσει σίκουελ. Αυτό είναι το όνειρο του Σίμου Μπάνση, που δεν αγαπά την εκμάθηση λατινοαμερικάνικων χορών με δάσκαλο και ντάμα, αλλά λατρεύει το πόνγκο.
Τρυφερός, αναρχικός, αυτοσαρκαστικός, οξύς ως προς την παρατήρηση των Θεσσαλονικέων που μεταλλάχτηκαν σε άβουλους ακροατές χαζοραδιοφώνων που παίζουν επιτυχίες και μόνο επιτυχίες, ο «Μπάμπης Μπάνσης» γράφει ένα βιβλίο φόρο τιμής στο Νιλ Γιανγκ και το «Keep on Rockin’ in the Free World». Κουβαλά πίσω του το φανζίν «Rollin Under», τη δισκογραφική Lazy Dog και το mic.gr, τόπους δηλαδή όπου άνθισε μια εκρηκτικά νεολαιίστικη Θεσσαλονίκη, που αντί για τα κηρύγματα του Άνθιμου προσκυνά τα λόγια του Ρόμπερτ Γουάιετ. 317 σελίδες που με συγκίνησαν σφόδρα και ίσως μια ελπίδα πως κρίση-ξεκρίση οι κιθάρες και τα πέτσινα μπουφάν θα είναι πάντα οι νησίδες της απόλυτης ελευθερίας και χαράς.