Πολεις

Η πόλη είναι άδεια

Τα ραντεβού στον ψυχολόγο κρατούν μια ώρα, οι εξομολογήσεις σε μπαρ, στάσεις λεωφορείων, μετρό, ταξί και σούπερ μάρκετ μερικά λεπτά.

Ελένη Σταματούκου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εξομολογήσεις μιας ζωής, ανάμεσα σε χειρόφρενα, γκάζια, φρένα και απότομες στροφές.

Διαβάζεται ακούγοντας αυτό:

Η πόλη είναι άδεια, ακόμα κάνει ζέστη. Θα ήθελα να ήμουν στη θάλασσα, να κοιτάζω το απέραντο μπλε της και να μην υπάρχει τίποτα γύρω μου, ούτε οι άστοχες δηλώσεις για αμπέχονα, για προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής και ειδήσεις για φωτιές και θανάτους αγαπημένων καλλιτεχνών, μόνο η θάλασσα και εγώ. Προς το παρόν όμως είμαι στην πόλη. Η βαλίτσα μου έχει σακατευτεί από τις εναέριες μεταφορές. Ένας ευγενικός ταρίφας με βοηθάει σηκώνοντάς τη και τοποθετώντας την στο πορτ-παγκάζ του ταξί του. Έχει όρεξη να μιλήσει, να πει τα δικά του και να τον ακούσει κάποιος, εγώ στην προκειμένη περίπτωση. Πώς ανοιγόμαστε καμιά φορά οι άνθρωποι σε ξένους, ανοίγουμε ψυχές και έγκατα, εξομολογούμαστε τα πιο βαθιά μας μυστικά και τις «εγκληματικές» μας πράξεις. Μάλλον επειδή την άφεση αμαρτιών μας τη δίνουν πιο εύκολα οι ξένοι, παρά οι δικοί μας άνθρωποι. «Η καλοσύνη των ξένων».

Ο δικός μου ταρίφας είναι 60 χρονών, πριν 5 χρόνια έχασε τον γιο του σε αυτοκινητιστικό, και μαζί με αυτόν «έχασε» και τη γυναίκα του, χωρίσανε. «Ανήμερα της Παναγίας και ήμουν μόνος μου. Οι πιο δύσκολες στιγμές, είναι στις γιορτές. Έχω και άλλα παιδιά, αλλά και αυτά έχουν τις οικογένειές τους, που χώρος για εμένα. Έκανα και εγώ λάθη πολλά». Είναι από τι στιγμές που δεν ξέρεις τι να πεις. Απλά ακούς τον άλλον και τον αφήνεις να στα πει, να ξαλαφρώσει λίγο το μέσα του. Εξομολογήσεις μιας ζωής, ανάμεσα σε χειρόφρενα, γκάζια, φρένα και απότομες στροφές. Και όλα αυτά με χρόνο διάρκειας μιας κούρσας. Τα ραντεβού στον ψυχολόγο κρατούν μια ώρα, οι εξομολογήσεις σε μπαρ, στάσεις λεωφορείων, μετρό, ταξί και σούπερ μάρκετ μερικά λεπτά. Ο δικός μου ταρίφας είχε ευγενική ψυχή. Ήθελε να με κεράσει τσιγάρο και να κάνουμε λίγη παρέα μέχρι το τέλος της διαδρομής και ύστερα απλά να χαθούμε στη ραθυμία της πόλης, όπως και έγινε. Στο τέλος, την ώρα που αποχαιρετιζόμασταν με συμβούλεψε με μια μπαμπαδίστικη, υπερπροστατευτική συμπεριφορά, να παντρευτώ και να κάνω παιδιά και μου ευχήθηκε καλή τύχη. Όπως μπορεί κανείς δείχνει την αγάπη του ή τη συμπάθειά του, με το λίγο ή το πολύ του, μέχρι εκεί που φτάνει.

Το σπίτι μου μυρίζει κλεισούρα. Αφήνω τη βαλίτσα στο χολ, ανοίγω τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας και ξαπλώνω στον σχεδόν σαραβαλιασμένο κόκκινο καναπέ μου. Κοιτάζω τις φωτογραφίες των δυο παγωνιών που έβγαλα, ένα σπάνιο λευκό που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί και ένα πράσινο-μπλε, που «φιλοξενούνται» σε ένα κλουβί, έξω από ένα μαγαζί κάπου στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας, που κάνει στάση το λεωφορείο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Παγώνια εγκλωβισμένα σε μαγαζιά των εθνικών οδών, δίπλα τους φορτηγατζήδες και περαστικοί επιβάτες που καπνίζουν και τρώνε σάντουιτς, τι παράξενο θέαμα. Σκέφτομαι τα διλήμματα, τα ρίσκα και την ασφάλεια, τα τώρα ή τα ποτέ, το άγνωστο και το γνώριμο, το οικείο, τον φόβο και το θάρρος. Τα παγώνια αν και εγκλωβισμένα, έχουν μια «ελαφρότητα», τα διλήμματα μου προκαλούν έναν κόμπο στο στομάχι. Αφήνω τα παγώνια και τα διλήμματα και ψάχνω ένα συγκεκριμένο βιβλίο στη βιβλιοθήκη μου. «Ρεμβάζει κι αναρωτιέται τι κάνει | Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι με άλλους | Κοιτώντας νωχελικά το αργόσχολο | Πλήθος της ζέστης της άσπρης σεζόν | Κι εγώ προσπαθώ να την πείσω | Να κάνουμε μπάνιο τη νύχτα οι δυο μας γυμνοί | Αφήνοντας στην παραλία τα ρούχα μας | Και με ρωτάει αν το νερό θα’ ναι κρύο», από τους Δειπνοσοφιστές, του Νάνου Βαλαωρίτη.

Τα λέμε την επόμενη Κυριακή…