Πολεις

Πιάτσα ντι Σαλόνικο

Τι να μας πουν οι Ρωμαίοι, πέρα φυσικά από το γεγονός ότι ο ΠΑΟΚ δεν θα γίνει ποτέ Ρόμα

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 250
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πριν λίγες μέρες βρέθηκα στη Ρώμη. Έκανε άνοιξη τρελή και ανθοφορούσα, ο κόσμος πλημμύριζε τις πλατείες, παντού τραπεζάκια έξω και καπουτσίνοι! Αι τιμαί έτσουζαν και αναπόφευκτα έκανα τις συγκρίσεις: ο ρωμάνος καφές στα 5 ευρώ σερβιρόταν ξεροσφύρι. Στην πλατεία Αριστοτέλους σε αυτήν την τιμή περικυκλώνουν το φλιτζάνι σου πιατάκια με κέικ, κρουασάν και ίνοξ κανάτες με νερό. «Είδες η Σαλονίκη, που όλο την κράζουμε;» σκέφτηκα.

Επ’ ουδενί, φυσικά, δεν συγκρίνεται το θέαμα της πλατείας Αριστοτέλους με τις κολόνες του Πάνθεον ή το σιντριβάνι της Ναβόνα. Το μόνο κοινό που έχουμε είναι τα θερμοφόρα «μανιτάρια», για τα οποία κανένας, ούτε στη Θεσσαλονίκη ούτε στη Ρώμη, δεν διαμαρτύρεται. Κανένας δεν μιλάει για την προφανή καταπάτηση του δημόσιου χώρου, όλοι εκτιμούν την προσφορά τους τις παγωμένες χειμωνιάτικες μέρες, καθώς μεταμορφώνουν τις υγρές πλατείες σε αφρο-καφέ!

Χρόνια τώρα έχω το χούι να ακτινογραφώ τις πόλεις με τον τρόπο του Δαρβίνου και της εξελικτικής θεωρίας του. Σε αυτό το ταξίδι κόλλησα με τα «μανιτάρια». Δεν ξέρω αν τα σαλλονικιώτικα «Μίγγας» ζεσταίνουν καλύτερα από άλλα, αν είναι πιο φτηνά ή αν υπερτερούν σε μανιταροτεχνικά από των άλλων μανιταροκατασκευαστών, όμως μοιάζουν μονοπωλιακά σχεδόν να κερδίζουν τις προτιμήσεις των σαλονικιώτικων καφέ. «Μίγγας» εδώ, «Μίγγας» εκεί, όπου ο νέος καφέ θα πιει, το «μανιτάρι» θα τον βρει. Υστερούν βέβαια σε ντιζάιν, μιας και οι κορμοί τους είναι μονοκόμματοι, αντίθετα με τα «μανιτάρια» της Ρώμης, που εξελίσσονται από πλευράς σχεδιαστικής κομψότητας, λες και στο εργαστήρι της Alessi δημιουργήθηκε ειδικός τομέας μανιταροερευνητικής.

Εντυπωσιάστηκα στο υπαίθριο καφέ του ξενοδοχείου “Exelsior” στην πλατεία Ρεπούμπλικα με το θέαμα των ατομικών «μανιταριών». Σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη, όπου για κάθε τραπέζι τεσσάρων ατόμων αντιστοιχεί μια μανιταρούμπα, στη Ρώμη κάθε υπαίθριος καπουτσινιστής απολαμβάνει την ατομική του θέρμανση. Τα «μανιτάρια» του “Exelsior” είναι λιγνά, αναδύουν ζέστη και φως ταυτόχρονα, ώστε ειδικά τη νύχτα να μπορείς ακόμα και να διαβάσεις. Και τι να λέμε τώρα! Είναι τόσο μερακλήδες οι Ιταλοί, που μπορούν να εξελίξουν τη μανιταροτεχνολογία συνδυάζοντάς τη με τις λάμπες σολάριουμ, ώστε με έναν καπουτσίνο τέσσερα τρυγόνια: ζεστασιά, θέα, διάβασμα, μαύρισμα! Ίσως το τεχνικό επιτελείο του «δικού» μας Μίγγα πρέπει επειγόντως να διακτινιστεί στη Ρώμη για σεμινάρια ή, έστω, να με προσλάβει υπεύθυνο στο τμήμα βιομηχανικής κατασκοπίας και αναγνώρισης προτύπων, προκειμένου και η δική μας πλατεία Αριστοτέλους να φτάσει τη Ρεπούμπλικα.

Το ταξίδι μου στη Ρώμη και η συνεχής πόση εκχυλισμάτων εσπρέσο και καπουτσίνο αναπόφευκτα με προβλημάτισε πολύ σχετικά με το θέμα αυτής της αστικής συνήθειας, πολύ περισσότερο όταν συνειδητοποίησα πως, όπως κι εμείς, έτσι και οι Ιταλοί δεν πίνουν καφέ μόνο το πρωί για να μπουν στην πρίζα, αλλά κατά τη διάρκεια όλης της μέρας, στα πλαίσια ενός επαναστατικού κωλοβαρέματος, αντίδραση στους στυγερούς ρυθμούς εργασίας που επιβάλλει η κρίση και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αν ο Θεσσαλονικιός φραπεδαράς είναι κυρίαρχη εικόνα του κέντρου, ο Ρωμαίος φανφαρόνος καπουτσίνος είναι το εκεί αντίστοιχο. Η διαφορά τους έγκειται στη χρονική διάρκεια, το «κατσίκωμα» δηλαδή, που καταγράφεται στα καφέ. Ενώ στη Θεσσαλονίκη μια παρέα φραπεδαράδων θα τα πιει και θα τα πει μίνιμουμ μία με μιάμιση ώρα στην πλατεία Αριστοτέλους, οι Ρωμαίοι καπουτσίνοι, έχοντας την πολυτέλεια να ζουν σε μια πόλη γεμάτη όμορφες πλατείες, αλλάζουν συνεχώς και ανά μισή ώρα σποτ. Έτσι εξηγείται γιατί η Ρώμη είναι πολύβουη, σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη, που ντόρος και ζουζουνισμός επικρατούν μόνο στην Αριστοτέλους και την παραλία.

Εκεί όμως που κυριολεκτικά η πόλη μας διαλύει τη Ρώμη, είναι στο ντύσιμο και το λουσάρισμα, απαραίτητες ιδιότητες του φραπεδαρισμού. Οι Ρωμάνοι, κομψοί μεν, αλλά μίνιμαλ, θα φορέσουν γυαλί και κασκόλ, επ’ ουδενί όμως θα καλύψουν τις σάρκες τους με γιγάντιες στάμπες DSquared² και Dolce & Gabbana, χρυσές, ασημένιες γυαλιστερές και τρελά εξαντρίκ. Ούτε φορούν ολόχρυσα ή ασημένια χτυπητά sneakers, αφού επιμένουν σε κομψά χειροποίητα loafers. Δεν είδα ούτε έναν –και κυριολεκτώ– να μοστράρει τα γιγάντια ιδεογράμματα που φωσφορίζουν Just Cavalli, κοντράστ με τους δικούς μας φραπεδαράδες, άξιους, άψογους και ποζεράτους εκτιμητές τέτοιων έργων μόδας και τέχνης.

Εντύπωση μου έκαναν επίσης και τα κορίτσια τους. Καμία σχέση η Ρωμαία καπουτσινογκόμενα με τη Θεσσαλονικιά φραπεδαρού! Περισσότερες κουκλάρες α λα Μπελούτσι, έστω και βαρυφορτωμένες στιλιστικά, βλέπω στην Αριστοτέλους παρά στην Πιάτσα ντι Πόπολο. Το κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι μια γοητευτική πασαρέλα, η νεότητα σφύζει, ενώ στη Ρώμη κυκλοφορούν λουστραρισμένες μεν και βαρυφορτωμένες με γούνες και διαμάντια, πλην όμως γριές-λείψανα, γερασμένες ρέπλικες της Λάουρα Αντονέλι. Συχνάζουν στο καφέ “Greco” της Κοντότι και το “Rosati” της Πόπολο. Γεια σας, ρε “Mojo” και “Nouveau”, “Box” και “Hebrard”, γεια σας, φραπεδαράδες μου με τα ωραία γούστα σας. Τι να μας πουν οι Ρωμαίοι, πέρα φυσικά από το γεγονός ότι ο ΠΑΟΚ δεν θα γίνει ποτέ Ρόμα. Οk, αλλά σε όλα τα άλλα τους ρίχνουμε στο Cavalli! Συγγνώμη, στο κεφάλι ήθελα να πω. Γκαρσόν, λεκιάστηκα!

stefanostsitsopoulos@yahoo.gr