Πολεις

Στην Εγνατία με χάρη

Δέκα χρόνια τώρα, η οδός Εγνατία μού θυμίζει κορίτσι που έχει γυρίσει σπίτι μετά τις διακοπές.

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 287
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δέκα χρόνια τώρα, η οδός Εγνατία μού θυμίζει κορίτσι που έχει γυρίσει σπίτι μετά τις διακοπές. Το ευδαιμονικό καλοκαίρι έχει τελειώσει, είναι ήδη ανάμνηση. Από δω και πέρα, το σώμα της θα ξεφλουδίζεται, το μπρούτζινο μαύρισμά της θα χαθεί, το κορίτσι θα μελαγχολήσει, μέχρι και χθες ήταν θεά, τώρα την περιμένουν κρύο και χειμώνας. Τέτοιο κορίτσι-οδός είναι και η Εγνατία, καθώς το ξεφλουδισμένο δέρμα-πρόσοψη κάποιων εμβληματικών κτιρίων του πάλαι ποτέ ρωμαλέου σώματός της μαρτυρά γήρανση και παραίτηση. Και τίποτα δεν είναι όπως παλιά, πέρα από τη γόβα-γίγας του «Καρύδα», που επιμένει να λάμπει μέρα νύχτα, σήμα κατατεθέν όμως των νέων ιδιοκτητών του καταστήματος “Fena”.

Κοιτάζω μαγεμένος το εξαώροφο μπετονένιο κατάστημα ένδυσης του «Δημητριάδη», με αυτή την ιλιγγιώδη seventies flash back γραμματοσειρά της μαρκίζας του. Στάση Κολόμβου. Κλέβω ματιές διαπερνώντας τη βιτρίνα της πρόσοψης, που εκπτωσάρει κοτλέ κοστούμια στα 80 ευρώ και σκοτσέζικες καρό φούστες στα 20, και παρατηρώ τους ηλικιωμένους υπαλλήλους. Είναι σίγουρο πως σε λίγο κάποιοι θα βγουν στη σύνταξη, σκέφτομαι πως ίσως είναι εδώ από την πρώτη μέρα που άνοιξε το μαγαζί, πούλησαν εκατοντάδες πρενς ντε γκαλ, τουίντ ή ριγωτά κοστούμια, φορέματα μάξι, μίντι, μίνι.

Αν το κατάστημα του «Δημητριάδη» βρισκόταν στο Λονδίνο, όλο και κάποιος στιλίστας του “i-D” ή του “Dazed and Confused” θα δανειζόταν τα κοστούμια του για εντιτόριαλ μόδας και θα φορούσε στα μοντέλα, αντί για παλιοκαιρίσια σκαρπίνια, θεόρατα σνίκερ, βάζοντας για τίτλο “Dandy vintage and the new athletic animals”! Βρίσκεται όμως επί της Εγνατίας ο «Δημητριάδης» κι όχι στην τρέντι Τσιμισκή ή την μπεμπέ Μητροπόλεως. Γι’ αυτό και στιλίστες ή τρέντουρες που κυνηγούν την ολντσκουλιά χαμπάρι δεν παίρνουν πως εδώ κρύβεται πράμα που σαλεύει.

Προχωρώ προς Καμάρα κάνοντας σλάλομ ανάμεσα σε ξένους (η συνοδός μου παρατηρεί εύστοχα πως η Εγνατία είναι η Τσιμισκή των οικονομικών μεταναστών), τσιγγάνες, τζάνκια, πορτοφολάδες (της συνοδού μου της έχουν αρπάξει δύο φορές το κινητό), παππούδια και λαμαρίνες καρφωμένες στην άσφαλτο ώστε να κρύβουν τα έργα του μετρό. Μαγευόμαστε από τα ονόματα των ρουχάδικων. “Jet Set”, “Bazooka”, “Avanti”, “Showbiz”, “Donna” και σχεδόν προσκυνούμε το παπουτσάδικο “Dark”. Στην αριστερή βιτρίνα μοστράρουν τεράστιες άσπρες βινύλ τακουνάτες ντίσκο-μπότες με έναν τεράστιο νοσοκομειακό σταυρό, όμοιες με αυτές που φόρεσε κάποτε η Κέιτ Μος σε παλαιότερο εντιτόριαλ του “WAD” αλλά και η Ντάριλ Χάνα στο “Kill Bill No1”.

Εκεί όμως που ο ενθουσιασμός, η αδρεναλίνη, η καταναλωτική μανία και η θυμοσοφία της συνοδού μου την οδηγούν σε παραλήρημα, είναι η βιτρίνα ενός άλλου παπουτσάδικου-αξεσουαράδικου, του “Sandra Fellini”. «Είναι απίστευτο, είναι αδύνατο, είναι ανεπανάληπτο, είναι υπέροχο! Μπότες UGG στα 30 ευρώ, την ίδια ώρα που στο κατάστημα “Nak” της Μακένζυ Κινγκ οι τρελές fashionistas που θέλουν να φορούν το αυστραλιάνικο chic trend του φετινού χειμώνα τις στάζουν ένα 170αράκι με την έκπτωση». Παίρνουμε 10, φοράς τη μία, μας μένουν 9, τις πουλάμε στις τρέντισσες προς 60 ευρώ, βγάζουμε κέρδος 30 ευρώ στο ζευγάρι, ίσον 270 ευρώ μάνι money, μιας και είναι γεμάτη η Θεσσαλονίκη με τέτοια θύματα του στιλ. Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να κάνει τη σκέψη, όχι για το κέρδος όσο για την πλάκα, for the fun of cheating. Αν και σε τέτοιους καιρούς οικονομικής κρίσης η τεράστια απόσταση ανάμεσα στην τιμή των UGG μεταξύ “Sandra Fellini” Εγνατίας και “Nak” Μακένζυ Κινγκ με βάζει σε σκέψεις που εξαφανίζονται καθώς προχωρώντας φτάνω στα περίφημα τζινάδικα «Καπράλος» & «Αφροδίτη Καπράλου». Τζινάδικα που επίσης γνώρισαν πιένες στις αρχές των 80s, όταν ήταν εξουσιοδοτημένα Levi’s 501 stores, και πουλούσαν τα denim πιο γρήγορα και από τσιμισκιώτικο φρέσκο κουλούρι. Τώρα, βέβαια, τα Levi’s της βιτρίνας είναι λίγα σε σύγκριση με τα τζιν Cobra ή τα D & B (Dolce & Babbana;). Και εδώ, όπως όμως και σε δεκάδες μαγαζιά της Εγνατίας, οι ποικιλίες του denim προκαλούν ίλιγγο. Με κεντημένες χάντρες ή ξεπλυμένη υφή, μετρονομημένα σκισίματα, μεταλλικά trucks, διάστιχτα με φερμουάρ, ό,τι πρέπει για να ντύσουν φραπεδαράκους σε νότες Greek Idol ή λαϊκούς rock’n’rollους πρίγκιπες που ακούν Τερζή και Guns N’ Roses. «Περάστε μέσα. Δοκιμάστε για το συμφέρον σας. Η δοκιμή δεν βλάπτει και είναι δωρεάν», κελαηδά ευγενέστατα ο υπάλληλος από την πόρτα.

Πάντα η Εγνατία είχε «κράχτες», πάντα εδώ το shopping ήταν λαϊκό. Ίσως είναι και το μόνο που απέμεινε από τις παλιές κραταιές εποχές των γουναράδικων, των μαγαζιών που πουλούσαν στέρεο και ηλεκτρονικά είδη (ακόμα βέβαια πουλάει ο «Φελέκης» vintage Toshiba Bombeat), των κοσμηματοπωλείων, που υπάρχουν μεν, αλλά αργοσβήνουν, καθώς η σκόνη από τα έργα του μετρό μοιάζει σαν να κατακάθεται στη βιτρίνα τους και να μην αφήνει χρυσό και ασήμι να λάμψουν όπως παλιά.

Πρέπει να ερχόμαστε πιο τακτικά εδώ για ανασκαφές. Να ανεβοκατεβαίνουμε τις σκάλες του “Hondos Center” αμέριμνοι και χωρίς το στριμωξίδι που επικρατεί στο πιο κεντρικό, της Αριστοτέλους. Να περιπλανιόμαστε στο παραδίπλα οικοφένγκσουι μαγαζί με τα φλιντζανάκια, τους πολυέλαιους, τους πίνακες με τα ελάφια, τα σιντριβανάκια και τη μόνιμη παραίνεση: «Ξεπούλημα». Να σου υπενθυμίζω πως «να, εδώ παλιά ήταν το μπουγατσατζίδικο “Δωδώνη” με την καλύτερη κιμαδόπιτα στην πόλη» κι ύστερα να μπαίνουμε στο φαρμακείο του Παπαποστόλου πριν την εκκλησία της Χαλκέων για χειροποίητες κρέμες Caladerm για την ακμή ή τις ρυτίδες. Κι όταν πέσει η νύχτα κι ανάψουν οι πινακίδες των ξενοδοχείων, ο δρόμος να μοιάζει με έκπτωτο βαλκανικό Λας Βέγκας κι εμείς να προσπαθούμε να σκαρώσουμε δεκάδες ακόμα ιστορίες για το ποιοι μένουν σε όσα δωμάτια του «Εμπορικόν» έχει φως.

stefanostsitsopoulos@yahoo.gr