Πολεις

Θεσσαλονικιώτικο ρομάντζο

Στο φετινό καλοκαίρι δεν υπάρχουν πουθενά ίχνη αστικής ποίησης.

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 399
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι ειδήσεις, οι αναλύσεις, τα μαύρα νέα απευθύνονται σε ενήλικες, από 35 και πάνω.

Αυτό που με εκνευρίζει, με τσιτώνει, με πορώνει με όλη αυτή την κρίση και την κατηφόρα που πήρε η ζωή, με ανεργίες, αυτοκτονίες, ελλείψεις και ολικές εκλείψεις συναισθημάτων αλλά και οικονομικών δεικτών, είναι που το φετινό καλοκαίρι δεν υπάρχουν πουθενά ίχνη αστικής ποίησης. Οι εκφωνητές στα ράδια αλλά και οι αρθρογράφοι στις εφημερίδες ούτε μια στάλα σάλιο, ούτε μια σταγόνα μελάνι δεν χαραμίζουν για όλες αυτές τις μικρές ελεγείες που διαδραματίζονται, αλλά κανένας δεν βλέπει ή κάνει πως δεν θέλει να δει.

Για να το πω αλλιώς: Οι ειδήσεις, οι αναλύσεις, τα μαύρα νέα απευθύνονται σε ενήλικες, από 35 και πάνω. Και με το δίκιο τους ίσως, αλλά νισάφι. Δεν διαβάζω πουθενά για ένα ωραίο κορίτσι που μια νύχτα στη Βουρβουρού θα αποχαιρετήσει την παρθενία της με μουσική υπόκρουση Νίκολας Τζάαρ, φωτιά να καίει στην παραλία και φεγγάρι πανσεληνάτο ως φωτιστικό οροφής να βλέπει, αλλά να μη μαρτυράει. Και αντίστροφα: Μια ιστορία για έναν έφηβο στη Γερακινή που νύχτα Παρασκευής, όταν οι μεγάλοι ροχαλίζουν και οι συνομήλικοί του μαλακίζονται μεγαλοπρεπώς, αυτός περνάει στην «απέναντι όχθη» λιωμένος από τα φιλιά μιας σέξι γειτονοπούλας φοιτήτριας του ΑΠΘ που είπε να το κάνει το ψυχικό.

Δεν διαβάζω ούτε ακούω ιστορίες για τα κορίτσια της καντίνας του «Angels», που τυλίγουν διπλά σουβλάκια ή κρύα σάντουιτς, που θα τα μασουλάνε στο δρόμο εκεί κοντά στο ξημέρωμα οι παρέες που γυρνάνε για το σπίτι. Κι όμως, όπως παλιά, έτσι και φέτος, και μην κοιτάς που λόγω κρίσης κανένας δεν επικεντρώνει, η ποίηση των εφηβικών σωμάτων και των μετεφηβικών βλεμμάτων γράφεται με μεγαλοπρέπεια στη Χαλκιδική. Οι παραλίες είναι ιδανικά σκηνικά και τα εξοχικά ή τα τροχόσπιτα τόποι όπου συμβαίνουν πράγματα μαγικά.

Και σε αντίθεση με την ενήλικη ζωή, που φαντάζει πληκτική και αφοσιωμένη μόνο σε οικονομικούς δείκτες προσόδου, η δική τους εμπεριέχει έξαψη, έρωτα και περιπέτεια. Κάτι ξέρει και ο Γουές Άντερσον στο θερινό «Ναταλί» με τη δική του εκδοχή για έναν προσκοπικό έρωτα, ανάλογο του Ρωμαίου και Ιουλιέτας. Ένα ζευγαράκι που, όταν η κάψα φουντώνει και τσουρουφλίζει την πλατεία Αντιγονιδών, βουτά τα πόδια –«δες, δες, μοιάζουν με πολύχρωμα ψαράκια»– στο φωτισμένο σιντριβάνι, δυο γοτθάκια που φιλιούνται μεσάνυχτα στην Καμάρα και δεν σκάνε τα άτιμα έτσι μαυροφορεμένα και φορτωμένα με τα Dr. Martins άρβυλά τους, τα κορίτσια στο Everest της Τσιμισκή που φορτώνουν με πρώτη ύλη φράουλα και λεμόνι τις γρανιτομηχανές, και για να επιστρέψω πάλι στη Χαλκιδική: Μα ούτε ένας να μη γράφει για το φλερτ του τριζονιού που τετερίζει και της γκαζόλαμπας θυέλλης που φωτίζει μια ακτίνα δυο μέτρων από τη σκηνή στον Άι-Γιάννη.

Εκνευριστική μου φαίνεται και όλη αυτή η φιλολογία που ξεκινά από Κυριακή απόγευμα και τελειώνει Δευτέρα μεσημέρι για το μποτιλιάρισμα της επιστροφής στη γέφυρα της Ποτίδαιας, στο φανάρι της Νικήτης ή 40 χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στην έξοδο της Καλλικράτειας. Υπάρχει ωραιότερο πράμα από την αλμύρα, κολλημένη πάνω σου, και τις συζητήσεις στο αυτοκίνητο;

Παρεμπιπτόντως, υπάρχει λύση και διέξοδος και άλλη μια ρομαντική αμαξάδα, αν θες να γλιτώσεις. Μόλις δεις τα αφιονισμένα καραβάνια των νοικοκυραίων να στοιβάζονται πανικόβλητα και μποτιλιαρισμένα, κόψ’ το δεξιά για Θεσσαλονίκη είτε μέσω Πολυγύρου είτε Αγίου Αντωνίου. Περνάς Τρίγλιες και Πετράλωνα, ανηφορίζεις για Μονοπήγαδο διασχίζοντας θερισμένους σιτοβολώνες, πεύκα και πανοραμική θέα, έτσι όπως τα μάτια σου βουτάνε στη νύχτα της επανωμίτικης θάλασσας.

Και ακούς τις ειδήσεις για τον πρώην δήμαρχο Παπαγεωργόπουλο, που η δικάσιμός του πήγε για Σεπτέμβρη. Για τους «Ιππής» του Φασουλή που θα περιοδεύσουν στην Ελλάδα ξεκινώντας από το Θέατρο Δάσους. Για τις νιγηριανές πόρνες που κάνουν πιάτσα στη Μοναστηρίου και τους ταρίφες που βαράνε απανωτά τσιγάρα και αναψυκτικά σταματημένοι στην Τσιμισκή, νύχτα Σαββάτου και με αναδουλειά τρελή. Τις δύο τελευταίες ειδήσεις δεν τις λένε στα ράδια, ούτε τις σπρώχνουν στα φύλλα οι αρχισυντάκτες. Γιατί είναι η ποίηση της πόλης και τη βλέπουν, την ακούν και την αισθάνονται μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι εξασκημένοι. Πού ανήκεις; Είμαστε δύο για να κάνουμε φυλή; 

stefanostsitsopoulos@yahoo.gr