Πολεις

Trust me, it's paradise

Παρά τα ντέρτια και τους γκαϊλέδες, η ζωή στη Θεσσαλονίκη παραμένει γλυκιά και ντερμπεντέρα

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 397
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ζωή στη Θεσσαλονίκη παραμένει γλυκιά

Η θερινή εκρηκτική ανθοφορία της οδού Αλεξάνδρου Σβώλου και η επί ίσοις όροις τοποθέτησή της στο χάρτη της Θεσσαλονίκης, όχι ως δρόμου περιφερειακού και παράταιρου από τους χαϊλίδικους του κέντρου, αλλά μιας οδού που μπορείς να τη χαρείς, να την καθίσεις, να την ψωνίσεις και να τη γλεντήσεις, με κάνει να χαμογελώ και να… την περπατώ! Τα σημάδια, βέβαια, χαράχτηκαν από τον περασμένο χειμώνα: το πολύβουο και ροκ γκαζωμένο μπαρ «Pulp», το υγιεινής διατροφικής κουλτούρας σαντουιτσάδικο «Healthy Advice», το μερακλίδικο μαγέρικο «Το χρυσό παγώνι», η γερμανικής λουκανικανικής έμπνευσης μπιραρία «Extra Blutt» μαζί με το κομψό καφέ «Rialto» απέναντι από το ιερό της Αγίας Σοφίας χάρισαν στην Αλεξάνδρου Σβώλου μια καλή φήμη: τα παραπάνω στέκια συνεπικουρούμενα από τα σινεφίλ κουλτουριάρικα βιντεοκλάμπ «Seven Film Gallery» και «AZA» προέταξαν μια άλλου είδους περατζάδα και σκάλωμα.

Όμως αυτό που συνέβη από τη φετινή άνοιξη και δώθε είναι άνευ προηγουμένου! Το καφέ «Brocante», που την περασμένη Κυριακή ήταν καράφισκα από Συριζαίους, καθότι ακριβώς από πάνω του βρίσκονται τα γραφεία τους, το υπόγειο μπαρ «Hemingway» με το ασπρόμαυρο σταυρολεξέ πάτωμα, το κουκλίστικο και καραντιζαϊνάτο μίνι καφέ «Mon Cheri» και το παγωτατζίδικο «gelati e amore» του κυρίου Φράνκο, βέρου Ιταλιάνου και μάγου της παραγωγής, έδωσαν στο δρόμο το παραμύθι που χρειαζόταν για να τον τιμούν όλα τα εναλλακτικά παιδιά της πόλης που τολμώ να στοιχηματίσω πως θα του χαρίσουν μια αίγλη ανάλογη της Ικτίνου και της Ζεύξιδος, παρότι η Αλεξάνδρου Σβώλου δεν είναι πεζόδρομος.

Κάτι που είναι κατάμεστη από ολοπράσινα δέντρα, κάτι που τα πεζοδρόμιά της είναι ολικώς αναπλασμένα και φαρδύτερα από τα υπόλοιπα του μέσου όρου των δρόμων της Θεσσαλονίκης, κάτι που είναι κομβικό σημείο για όσους κατηφορίζουν προς το κέντρο από Εγνατία και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, και ορίστε ο μαγνήτης για να αράξεις εδώ. Η δε γωνία-ξεκίνημα του δρόμου, στη διασταύρωση με Αγγελάκη, διατηρεί την αίγλη της με πρωτεύουσα, φυσικά, το ιστορικό καφέ μπαρ «Verdi».

Το φοιτηταριό που βαράει πούλια ή κάνει ξερές στο «Harry’s Spot», η ταξιδιάρα, κουλτουριάρα και Ιρλανδέζα λόγω εμμονής στο πράσινο χρώμα και τα τούβλα «Ανεμόεσσα», η γλυκιά κυρία που σερβίρει απίθανες breakfast γεύσεις ολικής αλέσεως στην «Πινακωτή» και τα κουνέλια, τα κουτάβια και τα πτηνά που προσδοκούν αγάπη και υιοθεσία στο «Pet shop» με κάνουν καθημερινά σχεδόν κάπου πάντα να σκαλώνω επί του δρόμου.

Είμαι αμετανόητος περιπατητής και γλεντοκόπος, οπαδός της θερινής πεζοδρομιακής ζωής. Παρ’ όλη την γκρίνια, τη θλίψη, την κατήφεια και το μαράζωμα της μητροπολιτικής διαβίωσης, έτσι όπως συνωμοτούν εναντίον της η ανεργία και ο ζόφος τού σήμερα, ένα τσακ, μια λεπτομέρεια, μια μουσική κι ένα σποτ ψάχνω για να θεωρήσω πως παρά τα ντέρτια και τους γκαϊλέδες η ζωή στη Θεσσαλονίκη παραμένει γλυκιά και ντερμπεντέρα.

Δύσκολοι καιροί, καθώς κανένας μας δεν ξέρει πού θα βγει. Να όμως που αυτός ο δρόμος με το νέο του πρόσωπο είναι ένα παρηγορητικό σημάδι για το μέλλον και μια σκέτη γλύκα, όταν τον διασχίζεις, με μια μπάλα χωνάκι από μπισκότο, βανίλια και καραμέλα στα χείλη. Γιατί αυτή η γεύση του παγωτατζίδικου «gelati e amore», μαζί με ένα cup cake με πασπαλισμένη την «οροφή» του από δεκάδες πολύχρωμες τρουφίτσες που με κέρασε η γκαρσόνα του «Mon Cheri», χτύπησαν κατευθείαν από τον ουρανίσκο εκείνους τους εγκεφαλικούς μου νευρώνες που εκκρίνουν τα συστατικά της ευτυχίας. Δοκιμάστε τις χάρες και τη βόλτα επί της Αλεξάνδρου Σβώλου, ειδικά τις νύχτες που χλωροφύλλη, αεράκι και σιγαλιά συνωμοτούν μαγικά υπέρ του.