Πολεις

Δύο πόλεις, δύο ιστορίες

Στη Θεσσαλονίκη κοιτάμε την Αθήνα από την τηλεόραση, αλλά μπερδευόμαστε. Στα πέριξ της Ομόνοιας Χρυσαυγίτες κυνηγούν Αφρικανούληδες.   

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 349
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στη Θεσσαλονίκη κοιτάμε την Αθήνα από την τηλεόραση, αλλά μπερδευόμαστε. Στα πέριξ της Ομόνοιας Χρυσαυγίτες κυνηγούν Αφρικανούληδες. Στην Πεύκη κλέφτες, τρομοκράτες κι αστυνόμοι ανταλλάσσουν σφαίρες και κυνηγητά. Μόνο η Αθήνα του Star Channel είναι υγιής, ευζωική και κούκλα σαν τη Δούκισσα Νομικού, το αίμα των άλλων δεν την αφορά, το ρίμελ που φορά στα μάτια και η νέα της σχέση είναι το ζητούμενο από τους εκεί ρεπόρτερ κι όχι τα ασθενοφόρα, οι σειρήνες, τα καπνογόνα και η βία, όπως την καταγράφουν οι κάμερες των άλλων ειδησεογραφικών καναλιών, καθώς αλώνουν το κέντρο της. Στη Θεσσαλονίκη, θέλω να πω, είμαστε εξωτερικοί παρατηρητές της «φωτιάς» που καίει την πρωτεύουσα, όπως κάποια παλιά καλοκαίρια βλέπαμε κάποιες άλλες αληθινές φωτιές να καίνε δάση νησιών ή πελοποννησιακά άλση, χωριά και βουνοκορφές. Τα όσα συμβαίνουν στην Αθήνα και τα όσα συμβαίνουν εδώ στον Βορρά με κάνουν να πιστεύω ακράδαντα πως η Θεσσαλονίκη είναι πλέον όντως μια άλλη χώρα. Η πόλη μού παρέχει αίσθηση ασφάλειας και γλυκιάς θαλπωρής. Η οικονομική κρίση, βέβαια, μας έχει χτυπήσει το ίδιο αβυσσαλέα. Παντού «Ενοικιάζεται», απολύσεις και σφιγμένος κόσμος, όμως στο πρώτο επίπεδο η πόλη λειτουργεί. Ενώ οι αθηναϊκοί δρόμοι φλέγονται, αμέριμνοι οι Θεσσαλονικείς αράζουν στα πάρκα, βολτάρουν στο κέντρο, κυκλοφορούν μέρα με τα γυαλιά-μάσκα για τον ήλιο, όχι για τα δακρυγόνα. Γι’ αυτό και θα τολμήσω να πω –όχι χαιρέκακα, προς Θεού, ούτε κομπλεξικά επαρχιώτικα– πως εμείς εδώ πάνω είμαστε έτοιμοι να ξαναστήσουμε και να γράψουμε την καινούργια μας ιστορία από την αρχή.

Πριν λίγες μέρες είχα τη χαρά να γνωριστώ με τον Flying Fortress, ένα μεγάλο, κοσμοπολίτη street artist που φιλοξενείται στη The Box Gallery. Είναι από το Μόναχο, αλλά οι εικόνες του ντύνουν τους δρόμους της Ν. Υόρκης και του νεοζηλανδέζικου Όκλαντ, έργα του εκτίθενται στη Φιλαδέλφεια, το Λονδίνο, το Μιλάνο. «17 χρόνια πριν, όταν είχα έρθει με ένα σακίδιο στη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρχε τίποτα. Τώρα που επέστρεψα, έχω ενθουσιαστεί – ειδικά αν σκεφτείς πως περνώντας πρώτα από την Αθήνα κατατρόμαξα από αυτή την καταστροφή. Είστε άλλος πλανήτης, φαίνεται και από τα γκράφιτί σας, λιγότερη οργή, περισσότερη δημιουργία». Τα προβλήματα του Μπουτάρη διαφέρουν από του Καμίνη. Αν, όπως υποσχέθηκε, και τον έχω μάγκα να το κάνει, ρυθμίσει την καθαριότητα και αν επιτέλους οι άπειρες πολεοδομικές-συγκοινωνιολογικές μελέτες του ΑΠΘ συνδεθούν με το κυκλοφοριακό πρόβλημα της πόλης και πάρουν το δρόμο τους, η Θεσσαλονίκη θα είναι έτοιμη για τη ζητούμενη νέα εποχή. Κρατήστε την ημερομηνία του Οκτωβρίου, όπου η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών Ευρώπης και Μεσογείου αναμένεται να μετατρέψει τα πέριξ σε διασταύρωση πολιτισμού και ανταλλαγής ιδεών. Αν το πράγμα πάει όπως της αντίστοιχης Μπιενάλε του 1986, που ήταν η αφορμή από την επόμενη μέρα να πυροδοτηθεί ο μύθος της πόλης με προσωπικότητα, τότε όλα τα ωραία είναι μπροστά μας.

Χθες, σήμερα, αύριο

«Ετοιμάσαμε μια έκθεση-ντοκουμέντο. Το κοστούμι που φορούσε ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης τη μέρα που τον έφαγαν. Τα ρούχα του σάπιζαν μέχρι πρότινος στα υπόγεια των δικαστηρίων στο Βαρδάρη ως τμήμα της τότε δικογραφίας. Ένας παρατηρητικός υπάλληλος αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό το κοστούμι, που ο χρόνος στοιβαζόταν πάνω του όπως η σκόνη που ρημάζει τις ξεχασμένες υποθέσεις. Έψαξε, βρήκε αυτούς που έπρεπε, έγινε η πιστοποίηση, κι ορίστε η ιστορία για άλλη μια φορά πώς θα ξαναζωντανέψει, παρούσα όχι μόνο ως μνήμη αλλά και ως αρχειακό υλικό. Το κοστούμι του Χρήστου Λαμπράκη, με το αίμα του ακόμα ξεραμένο στο πέτο, τίθεται πλέον σε κοινή θέα». Ο Χρίστος Ζαφείρης, ως συνταξιούχος δημοσιογράφος, αντί να το ρίξει στο ψάρεμα, εμπλέκεται με το κοινό καλό συμμετέχοντας, εκτός από το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΜ-Θ και στην Εταιρία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας (ΕΔΙΑ). Η έκθεση-εκδήλωση μνήμης για τους δύο δολοφονημένους βουλευτές Γρηγόρη Λαμπράκη και Γιώργη Τσαρουχά είναι ανοιχτή για το κοινό. Φιλοξενείται στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Ιπποδρομίου. Είναι συγκινητικό το τι μπορούν να κάνουν μερικοί άνθρωποι όταν αντί να παραιτηθούν από την πραγματική ζωή και να αποσυρθούν για να απολαύσουν τα «συντάξιμα», ορμάν με μεγαλύτερη φόρα, ψάχνουν, ανακατεύουν, εκτίθενται, δηλώνουν παρόντες και ανασύρουν την ιστορία της πόλης από τα υπόγεια.

Λίγες νύχτες μετά, με μια παρέα Αθηναίων φίλων περιπλανιόμασταν στη διασκεδαστούπολη της Βαλαωρίτου. Πρώτες ζέστες, πρώτες μπίρες, χύμα άπλες και τραπεζάκια έξω στα στενά, δυνατές μουσικές, πανηγύρι. «Αυτό στην Αθήνα δεν υπάρχει πια. Η αίσθηση πως ανά πάσα στιγμή μπορεί κρανοφόροι, κουκουλοφόροι, ακροδεξιοί κι αγριεμένοι μετανάστες να γίνουν κουβάρι, έκλεισε τους Αθηναίους σπίτια τους» παρατήρησε κάποιος από την παρέα. Στη Θεσσαλονίκη κοιτάμε την Αθήνα από την τηλεόραση και τη Θεσσαλονίκη, ευτυχώς, έχουμε πλέον την πολυτέλεια να τη ζούμε στους δρόμους και τις βόλτες, στις δράσεις και τα όνειρα. Κι αυτό είναι κάτι ελπιδοφόρο, αν μη τι άλλο, σε μια τόσο αμήχανη, επικίνδυνη και ζορισμένη εποχή.

stefanostsitsopoulos@yahoo.gr