Πολεις

Γράμμα στη Θεσσαλονίκη

Ο Θερμαϊκός ήταν τόσο νυσταγμένος…

Σία Κοσιώνη
ΤΕΥΧΟΣ 325
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Θερμαϊκός ήταν τόσο νυσταγμένος…

Τι με λες, ρε Στέφανε; 600 λέξεις για τη Θεσσαλονίκη; 600 λέξεις δεν φτάνουν ούτε για να περιγράψω μια νύχτα… Όχι, δεν εννοώ αυτή στο Ολύμπιο, που αφήσατε τον Παναγιώτη να παίζει μόνος μουσική γιατί εσύ παρασύρθηκες από το ρούμι και ο κολλητός σου από μένα. Αλήθεια, το ξέρεις ότι σε λίγες μέρες θα μας χωρίζουν 10 χρόνια από αυτή τη νύχτα; Ούτε την άλλη στον Μύλο που μου φορτώσατε ξαφνικά τα μπουφάν, αγκαλιαστήκατε και τρυπώσατε μέσα στο μπουλούκι να χτυπηθείτε μπροστά στον Joe Strummer στο άκουσμα του “I Fought the Law”. Μετά από λίγο καιρό πέθανε… Θυμάσαι;

Καβαλάω τη βέσπα για να προλάβω. Αυτή που βρήκα παροπλισμένη στον κήπο στο Πανόραμα. Την ερωτεύθηκα αστραπιαία, τη φτιάξαμε, την παίδεψα στη νέα παραλία έξω από το Μακεδονία Παλλάς για να συνηθίσω τις ταχύτητες στο χέρι κι έκτοτε γίναμε αχώριστες.

Έλα, Ελβιράκι, ανέβα. Κράτα με γερά, γιατί κάνει και κρύο. Έχει Βαρδάρη. Αυτόν δεν μάθαμε ποτέ να τον παλεύουμε. Θυμάμαι τις πρώτες μέρες στο προαύλιο της Φιλοσοφικής, να τον κατεβάζει από το Σέιχ Σου και να νιώθω ότι μου τρυπάει τα κόκαλα. «Θα το συνηθίσεις» μου είπε ένας Θεσσαλονικιός. Πού…

Πάλι μποτιλιαρισμένη η Βασιλίσσης Όλγας, αλλά η βέσπα ξέρει να ελίσσεται. Πρώτη στάση Βογατσικού και Νίκης. Καφέ από τον Ίσαλο και αμέσως μέσα στη σχολή. Στο ταλαιπωρημένο Μανδαλίδειο, που εγκαταλείψαμε για ένα σύγχρονο κτίριο στην Εγνατία λίγους μήνες πριν αποφοιτήσουμε. Λίγος Χάμπερμας, λίγος Μακ Λούαν και φύγαμε πάλι.

Πάμε στη δουλειά. Αριστοτέλους και Τσιμισκή, πάνω από τον Τερκενλή (μμμ…). Εκπομπές, ειδήσεις, μοντάζ και ο Κλεό να μας μαθαίνει πώς να λέμε το «π» στο μικρόφωνο για να μη χτυπάει και το «σ» για να μη συρίζει, να μας κάνει γυμνάσια για να μάθουμε να μη γελάμε με τίποτα στον αέρα.

Φεύγω, περιμένει ο Μιχάλης να πάμε για φαγητό. Στους Λύκους με το αγαπημένο μου μοσχαράκι με μελιτζάνες; Στο Tiffany’s με τις πατάτες κομπλέ; Για παϊδάκια στο Γεντί Κουλέ; Στη Σαλαμίνα για ουζάκια;  Ή στο Μάντζα για μακαρόνια, να δούμε και το τέρας τον Καμόρα; Στο Άριστον, τελικά, για σουτζουκάκια. Αληθινά, βορειοελλαδίτικα. Ο Γιάννης πάλι του λέει για τον Ηρακλή και ο Ανέστης για τον ΠΑΟΚ. Πού θα πάμε το βράδυ; Bellair, Friends, Ήλιο, Residence ή Daily; Όπου κι αν πάμε θα γίνουμε πολλοί. Να και τα παιδιά, καλώς τον Παναγιώτη, τον Βασιλάκη, τον Δημήτρη και τη Θάλεια. Θα έρθουν και οι «δικές μου» σε λίγο. Γεια μας. Γέλια. Αγκαλιές. Ζωή…

Είναι Χριστούγεννα. Μιχάλη, πάμε να δούμε τα μπαλκονάκια; Το πιο κιτς θα κερδίσει το έπαθλο! Κάθε χρόνο ο ίδιος νικητής. Ημιώροφος, ένα τόσο δα μπαλκονάκι σε ένα στενάκι κοντά στη Συνδίκα. Πνιγμένο στα λαμπιόνια. Θα το ζήλευε και λούνα παρκ.

Ξημερώνει Σάββατο και η Έλενα απαιτεί να με πάει για shopping. Η μόνη Θεσσαλονικιά της παρέας, ο σίφουνας, το κογιότ. Μπαίνει, ψωνίζει, βγαίνει, μπαίνει αλλού κι εσύ κοιτάς ακόμη τη βιτρίνα… Πάμε για καφέ. Έρχεται και η Μυρτώ και η Μαριλένα και η Κερκυραία και η Χρύσα και η Ελένη… Μία για όλες και όλες για μία. Μαμάδες, αδερφές, παρά φίλες. Αργήσαμε να το κόψουμε αυτό και παραλίγο να μας τσουρουφλίσει.

Και το μαλλί κόνταινε και άλλαζε χρώματα. Το μυαλό γέμιζε γνώση, εμπειρίες και συνταγές μαγειρικής. (Όχι άλλο ρύζι με λαχανικά, έτσι Ελβίρα;) Η βέσπα έγραφε χιλιόμετρα. Και άλλαζε μπουζί… Θυμάσαι, Στέφανε, πού έμεινα και μου έδινε ο φίλος σου οδηγίες από το ραδιόφωνο; Έτσι δεν έλεγε όμως το τραγούδι σας; «…και την άκρη θα τη βρεις πίσω από τη μελωδία τη γνωστή της παρακμής...»

Βρήκα άκρη τελικά; Έψαχνα άκρη; Δεν ξέρω. Όταν ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη ήμουν 19 χρονών. Δεν είχα ξαναπάει ποτέ. Εκείνη τη μέρα είχε ομίχλη. Ο πύργος του ΟΤΕ χανόταν στην αιωρούμενη πούδρα. Ο Θερμαϊκός ήταν τόσο νυσταγμένος που νόμιζες ότι ήταν πόστερ. Περπατούσα στην Τσιμισκή και χάζευα τα πανύψηλα δέντρα. Σκεφτόμουν αυτό που μου είπε πριν λίγο ένας παππούλης στο πρώτο μου σπίτι στην Εδμόνδου Ροστάν, που παρά τους Μάηδες που κουβαλούσε στην πλάτη του ήρθε να με βοηθήσει να ανεβάσουμε τα φοιτητικά έπιπλα. «Εσύ θα φύγεις παντρεμένη από δω». Και έφτυσα τον κόρφο μου…  Ήμουν χαμένη και συγχρόνως ενθουσιασμένη για τη νέα ζωή που ανοιγόταν μπροστά μου. Είχα ένα φύλλο ακουαρέλας στο οποίο μπορούσα να ζωγραφίσω ό,τι ήθελα χωρίς να μου βάλει κανείς το θέμα. Και ζωγράφισα τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου. Έβαλα μέσα στέκια, έβαλα δρόμους, έβαλα πρόσωπα, θάλασσα και κάστρα. Πρόσθεσα χρώματα και μουσική. Βιβλία. Δάκρυα και γέλια μέχρι τελικής πτώσης. Αυτή είναι η δική μου η Θεσσαλονίκη. Και στο τέλος την έβαλα προσεκτικά σε ένα φάκελο και την πήρα μαζί μου. Την έκανα οικογένεια, μία ζεστή αγκαλιά, κουμπάρα, κουμπάρο και μία φίλη καρδιάς. Ξέρεις εσύ…

*Γράφει η Σία Κοσιώνη, Δημοσιογράφος