Περιβαλλον

Περιβαλλοντικά προβλήματα: Λύσεις από την τεχνολογία, αδιέξοδα από ιδεολογία

«Σκέψου συνολικά, δράσε τοπικά» είναι το σύνθημα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, ο οικολογικός δογματισμός δεν βλέπει παρά «συνολικά ιδεολογήματα» και «τοπικά κινήματα κατά των επενδύσεων»

Κίμων Χατζημπίρος
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα από το 1976 και μετά και ο οικολογικός δογματισμός που εξελίσσεται ακόμα και σήμερα σε αντιαναπτυξιακή νοοτροπία.

Αντιβιομηχανική νοοτροπία, μίσος κατά της τεχνολογίας, αντιαναπτυξιακοί αγώνες, η κατάληξη των αντιπαραθέσεων 50 ετών για τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Με οικολογικές ανησυχίες αποπροσανατολισμένες από άγνοια ή ημιμάθεια και έλλειψη σωστών στοιχείων, οι εκτιμήσεις για τις συνέπειες των ανθρώπινων δράσεων έχουν αφεθεί στο οποιοδήποτε σωματείο, σε αυτόκλητους «ειδικούς» ή ακόμα και σε ιδιοτελείς παράγοντες που «ενημερώνουν» αναξιόπιστα τους πολίτες.

Ωστόσο, η κλιματική απειλή άμεσα απαιτεί ωρίμανση των κινημάτων, της αυτοδιοίκησης και των κυβερνητικών υπηρεσιών, με βάση την γόνιμη διαχείριση των περιβαλλοντικών πληροφοριών και την εφαρμογή των περιβαλλοντικών πολιτικών, από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.

Η σημαία με το λουλούδι και το γρανάζι, σύμβολο εναρμόνισης περιβάλλοντος και οικονομίας, κυματίζει πάνω από το κτήριο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), σε μια όμορφη πλατεία της Κοπεγχάγης. Η αντίληψη πως η προστασία του περιβάλλοντος επιτυγχάνεται με επιστήμη και τεχνολογία διαμορφώνει, επί 5 δεκαετίες, την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική. Ένα μήνυμα που ποτέ δεν αφομοιώθηκε στην Αθήνα.

Η ελληνική κοινωνία, πιστή στην συγκρουσιακή παράδοση, είδε τον χώρο της οικολογίας και του περιβάλλοντος σαν ένα ακόμα πεδίο αγώνων. Η υποτίμηση του θετικιστικού παραδείγματος δίνει περιθωριακή θέση σε επιστημονική μέθοδο, λογική ανάλυση και εμπειρικό έλεγχο για την διαμόρφωση σοβαρής άποψης. Στα περιβαλλοντικά ζητήματα, όπως και σε πολλά άλλα, ο φανατισμός «υπέρ ή κατά» κυριαρχεί, ενώ αγνοείται το «πώς».

Λίγο πριν τη Μεταπολίτευση, ιδρύεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η περιβαλλοντική υπηρεσία ΠΕΡΠΑ (Πρόγραμμα Ελέγχου Ρύπανσης Περιβάλλοντος Αθήνας) και το 1976, με το Νόμο 360 «Περί Χωροταξίας και Περιβάλλοντος» και την ειδική Γραμματεία του Υπουργείου Συντονισμού, ξεκινά η ελληνική περιβαλλοντική πολιτική. Το 1980, ιδρύεται το Υπουργείο Περιβάλλοντος, αρχικά αυτόνομο και αργότερα συνιστώσα άλλων υπουργείων. Ο σημαντικός Νόμος–Πλαίσιο 1650 εκσυγχρονίζει την περιβαλλοντική νομοθεσία το 1986, αλλά τροποποιείται κάθε λίγα χρόνια.

Σε ορισμένους περιβαλλοντικούς τομείς η τεχνολογία, σε συνδυασμό με ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, λύνει προβλήματα αιχμής, όπως το νέφος της Αθήνας και η ρύπανση από λύματα. Μικρότερη πρόοδος ή στασιμότητα παρατηρούνται σε άλλους τομείς, όπως τα  απορρίμματα, η φύση, η γεωργική ρύπανση, τα αυθαίρετα κ.λπ. Παραδοσιακές πρακτικές αλλά και η εμμονή στην πόλωση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και περιβάλλοντος υπονομεύουν την αξιοποίηση της τεχνολογίας. Ο οικολογικός δογματισμός εξελίσσεται σταδιακά σε έντονη αντιαναπτυξιακή νοοτροπία, με αποτέλεσμα διάφορες κοινωνικές ομάδες να αντιτίθενται πλέον σε κάθε ιδιωτική  ή και δημόσια επένδυση, ακόμα και σε έργα προστασίας του περιβάλλοντος, μετριασμού της κλιματικής αλλαγής ή πράσινης ανάπτυξης.

Η σημασία της περιβαλλοντικής πληροφορίας

Σημαντικός παράγων άγνοιας ή ημιμάθειας είναι η έλλειψη σωστών στοιχείων και η απουσία γόνιμης διαχείρισης των περιβαλλοντικών πληροφοριών. Το περιβάλλον έχει άμεση σχέση με τον πολίτη είτε ως μονάδα είτε ως κοινωνικές ομάδες που επηρεάζουν το περιβάλλον και επηρεάζονται από αυτό. Η σχέση αυτή υλοποιείται μέσω διαφόρων μηχανισμών, με βασικότερο την σωστή ενημέρωση που θεμελιώνεται στην αξιόπιστη πληροφορία. Ο ΕΟΠ ιδρύεται το 1990 από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο την συλλογή, επεξεργασία και διάθεση στους πολίτες δεδομένων και εκτιμήσεων για το περιβάλλον των Κρατών Μελών. Εκδίδει εκθέσεις, τόσο ανά θεματική ενότητα όσο και συνολικής κατάστασης της Ευρώπης,  ενώ διαθέτει όλες τις πληροφορίες στον ιστότοπό του. Έχει επίσης αναπτύξει το ΕΙΟΝΕΤ (Environmental Information and Observation Network), δίκτυο φορέων που διαθέτουν περιβαλλοντικές πληροφορίες για τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, την ποιότητα αέρα, θαλάσσιου και γλυκού νερού, τον θόρυβο, την βιοποικιλότητα και τις φυσικές περιοχές, την κατάσταση του εδάφους, την διαχείριση αποβλήτων, την κάλυψη γης, την βιωσιμότητα των πόλεων, την πολιτιστική κληρονομιά κ.λπ.

Στην Ελλάδα, αντίστοιχες προσπάθειες ξεκίνησαν αλλά εγκαταλείφθηκαν, με συνέπεια ελλείψεις, επικαλύψεις και λανθασμένη χρήση στοιχείων. Η αρμόδια μονάδα για την ανάπτυξη ενός Εθνικού Δικτύου Πληροφοριών Περιβάλλοντος (ΕΔΠΠ), την σύνδεση με τον ΕΟΠ, τον συντονισμό των ελληνικών φορέων και την συμμετοχή στο ΕΙΟΝΕΤ λειτούργησε για λίγο, αλλά αντί να εξελιχθεί, καταργήθηκε στον Οργανισμό του Υπουργείου, σαν μη αναγκαία. Αν και το ενδιαφέρον και η ανάγκη των χρηστών ήταν σημαντικά, η περιβαλλοντική Διοίκηση δεν κατανόησε την σημασία της πληροφορίας και δεν υποστήριξε τις ανάλογες δομές πληροφόρησης. Οι Περιφέρειες, οι Νομαρχίες και η Τοπική Αυτοδιοίκηση είχαν σχεδόν μηδενική συμμετοχή. Μέχρι σήμερα, στην εποχή των δεδομένων και της πληροφορικής, ο κυβερνητικός ιστότοπος, αντί αξιόπιστων και κατανοητών περιβαλλοντικών στοιχείων για τον πολίτη και τους μελετητές, περιέχει φτωχές πληροφορίες γραφειοκρατικής λογικής.

Απαραίτητο συμπλήρωμα των λειτουργιών του ΕΟΠ θα ήταν ένα σοβαρό ελληνικό περιβαλλοντικό ινστιτούτο, η δημιουργία του οποίου ουδέποτε προχώρησε. Λόγω της πολυπλοκότητας των φορέων, της έλλειψης συνεκτικής σχέσης μεταξύ τους, του συγκεντρωτισμού στην πρωτογενή συλλογή και της ιδιοποίησης στοιχείων, παρατηρείται μεγάλη έλλειψη και διασπορά πηγών και ειδών πληροφορίας. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα, οι ανεπάρκειες ως προς την συγκέντρωση αξιόπιστων στοιχείων για το ελληνικό περιβάλλον, την σοβαρή μελέτη των περιβαλλοντικών προβλημάτων, την συστηματική και υπεύθυνη ενημέρωση των πολιτών και την έγκαιρη και πλήρη κάλυψη των εθνικών υποχρεώσεων στους διεθνείς οργανισμούς.

Το αναγνωρισμένο ινστιτούτο θα είχε την ευθύνη αυτόματης μεταφοράς δεδομένων από και προς τον ΕΟΠ, σύνδεσης με ιδιωτικούς φορείς (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, γραφεία μελετών, παραγωγούς κ.λπ.), καθώς και σοβαρής πληροφόρησης του Έλληνα πολίτη και των ΜΜΕ για περιβαλλοντικά προβλήματα, με γεωγραφικό εντοπισμό. Η σύντομη ζωή του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης που ιδρύθηκε γι’ αυτό τον σκοπό το 2000, αποδείχθηκε άκαρπη. Εξ άλλου, δεν καθιερώθηκε ποτέ η έκδοση τακτικής Έκθεσης Κατάστασης Περιβάλλοντος και θεματικών εκθέσεων ανά περιβαλλοντικό τομέα, με απολογισμούς εθνικών επιτευγμάτων και προβλημάτων. Οι εκτιμήσεις για τις συνέπειες των διαφόρων δράσεων έχουν αφεθεί στο οποιοδήποτε σωματείο, σε αυτόκλητους «ειδικούς» ή ακόμα και σε ιδιοτελείς παράγοντες που «ενημερώνουν» αναξιόπιστα τους πολίτες.

Οι επιτυχίες της τεχνολογίας στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων

Η ατμοσφαιρική ρύπανση της Αθήνας ξεχώρισε ως μείζον περιβαλλοντικό πρόβλημα, όταν διαπιστώθηκαν φθορές από διοξείδιο του θείου στις Καρυάτιδες και σε άλλα γλυπτά του Παρθενώνα. Πρώτη αποτελεσματική αντίδραση ήταν η απαγόρευση στην Αθήνα το 1978 της καύσης μαζούτ και η χρήση πετρελαίου θέρμανσης με μικρότερη περιεκτικότητα σε θείο. Εμφανίσθηκαν και άλλοι ρύποι, όπως ο μόλυβδος και ο καπνός, ενώ άρχισε η ατμοσφαιρική φωτοχημική ρύπανση, που έγινε γνωστή ως νέφος της Αθήνας και οδήγησε συχνά στην λήψη έκτακτων μέτρων. Η συνειδητοποίηση ότι κύριος υπεύθυνος ήταν τα καυσαέρια από το αυτοκίνητο του απλού πολίτη άργησε, δεδομένου ότι ερχόταν σε αντίθεση με το κυρίαρχο αφήγημα περί ευθύνης της βιομηχανίας, άρα του μεγάλου κεφαλαίου. Πάντως, την δεκαετία του 1990, η καθιέρωση της αμόλυβδης βενζίνης, ο περιορισμός των ντιζελοκίνητων και, προπάντων, η ραγδαία προώθηση των καταλυτικών αυτοκινήτων με ευρωπαϊκές Οδηγίες, σε συνδυασμό με την απόσυρση των παλιών αυτοκινήτων, αντιμετώπισε επιτυχώς το πρόβλημα του νέφους.

Μέχρι την δεκαετία του 1980 δεν γινόταν επεξεργασία λυμάτων των πόλεων. Η σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία του 1991 ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία το 1997 και αφορά οικισμούς άνω των 2.000 κατοίκων. Η συμμόρφωση ήταν ικανοποιητική, με ισχυρή στήριξη από ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και παρά τις παραβιάσεις προθεσμιών. Το έργο της Ψυττάλειας έχει απαλλάξει τον Σαρωνικό από την ρύπανση της Αθήνας. Οι μεγάλες πόλεις στο σύνολό τους εξυπηρετούνται από εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων, με δευτεροβάθμια βιολογική και, συχνά, με πρόσθετη επεξεργασία. Τα αντίστοιχα δίκτυα αποχέτευσης έχουν ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό. Οικισμοί, με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων, διαθέτουν δίκτυα και επεξεργασία λυμάτων σε υψηλό ποσοστό, οι λοιποί οικισμοί καλύπτονται λιγότερο. Καθυστερεί όμως η αντιμετώπιση των προκλήσεων από κλιματική αλλαγή, νέες τεχνολογίες, νέους ρύπους, επαναχρησιμοποίηση του επεξεργασμένου νερού, μετάβαση από αερόβια σε αναερόβια επεξεργασία λυμάτων με παραγωγή βιοαερίου, καθώς και Πράσινη Συμφωνία.   

Η αποβιομηχάνιση της χώρας, μαζί με την εφαρμογή βελτιωμένων τεχνολογιών, έφεραν σημαντική ελάττωση της βιομηχανικής ρύπανσης σε ατμόσφαιρα, νερά και έδαφος. Θετικά παραδείγματα, η μείωση της χρήσης λιγνίτη και της αντίστοιχης ρύπανσης στην Δυτική Μακεδονία, η βελτίωση ρυπασμένων θαλάσσιων κόλπων όπως της Ελευσίνας και της Γέρας, καθώς και η μη επανάληψη της σοβαρής πετρελαϊκής θαλάσσιας ρύπανσης που προκλήθηκε από ατύχημα πετρελαιοφόρου στην Πύλο το 1980. Η διατήρηση υψηλής ποιότητας των θαλάσσιων νερών και των ακτών κολύμβησης συνδέεται κυρίως με την θετική επίδραση της ηλιοφάνειας, καθώς και με την επεξεργασία των αστικών λυμάτων.

Αποτυχίες

Το σοβαρό πρόβλημα του θορύβου επιδεινώνεται, ιδιαίτερα σε πόλεις και τουριστικές περιοχές. Η εικόνα των περισσότερων ελληνικών πόλεων, ομοιόμορφη, δυσλειτουργική και χωρίς προσωπικότητα, παραμένει. Η αυθαίρετη δόμηση συνεχίζεται, παρά τα αλλεπάλληλα μέτρα. Διαδοχικά χωροταξικά σχέδια εκπονούνται αλλά κατά κανόνα μένουν ανεφάρμοστα, λόγω αρνητικών αντιδράσεων. Η γεωργική δραστηριότητα εξακολουθεί να σπαταλά νερό και να ρυπαίνει με λιπάσματα και φυτοφάρμακα.

Ανεπάρκειες

Σε αντίθεση με την ρύπανση της ατμόσφαιρας και των νερών, η τεχνολογία αδυνατεί προς το παρόν να χειρισθεί αυτοτελώς τα σκουπίδια. Η διαχείρισή τους, με ανάκτηση πρώτων υλών και ενέργειας, προϋποθέτει διαλογή των αστικών απορριμμάτων στην πηγή, ήτοι σημαντική συμβολή των πολιτών. Στην συνέχεια, τα διαλεγμένα υλικά είναι κατάλληλα για ανακύκλωση, κομποστοποίηση, παραγωγή βιοαερίου ή αποτέφρωση με παραγωγή ενέργειας. Στην Ελλάδα, η διαχείριση των σκουπιδιών άλλαξε σημαντικά κατά την 50ετία, αφού η ανέμελη απόρριψή τους σε δρόμους από τους πολίτες είτε η πρόχειρη διάθεσή τους από τους Δήμους σε ανεξέλεγκτες χωματερές ή απλώς σε ρέματα, εξελίχθηκαν σε λειτουργία χώρων υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) σε πολλές πόλεις, με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Ωστόσο, οι σημαντικές νεότερες ανάγκες για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και για προώθηση κυκλικής οικονομίας απαίτησαν επιπλέον, με ευρωπαϊκές Οδηγίες, την διαλογή στην πηγή, την κατάργηση της ταφής οργανικών υλικών κ.λπ. Η οργάνωση σε όλη την χώρα χωριστής συλλογής των συσκευασιών και η λειτουργία κέντρων διαλογής ανακυκλώσιμων υλικών (ΚΔΑΥ) προώθησαν ουσιαστικά την ανακύκλωση. Ωστόσο, η περιορισμένη συμμετοχή των πολιτών, η αδράνεια των δήμων και η παρεμβολή ακατάλληλων ή ιδιοτελών φορέων έχουν φέρει φτωχές επιδόσεις.  

Τα δάση στην Ελλάδα δεν μειώθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες, επειδή επεκτείνεται η δασοκάλυψη σε εγκαταλελειμμένους ορεινούς αγρούς. Ωστόσο, οι εκτάσεις που καίγονται από δασικές πυρκαγιές ακολουθούν αυξητική πορεία κατά την μεταπολιτευτική περίοδο. Παρά την ποσοτική αύξηση των μέσων πυρόσβεσης, δεν επιτυγχάνεται κατάσβεση των μεγάλων πυρκαγιών. Αρνητικά επηρεάζει η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή, αλλά και η σταδιακή εγκατάλειψη των παραγωγικών ανθρώπινων δραστηριοτήτων μέσα στο δάσος, οι οποίες παλιά έπαιζαν προληπτικό ρόλο. Η διάβρωση των εδαφών που ακολουθεί τις πυρκαγιές απαιτεί ειδικά έργα, που παλιότερα εκτελούσαν οι δασικές υπηρεσίες αλλά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν παραμεληθεί, με συνέπεια αυξημένες απειλές κατολισθήσεων και πλημμυρών, εν όψει μάλιστα της κλιματικής αλλαγής.  

Η ελληνική φύση παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία και μοναδικότητα οικοσυστημάτων και τοπίου. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες και έχει επιτευχθεί η απογραφή και η διατήρηση των περισσότερων απειλούμενων ειδών χλωρίδας και πανίδας, οικολογικών ενδιαιτημάτων και βιοτόπων. Οι βλαβερές πιέσεις από αποξηράνσεις υγροτόπων, θήρα, αλιεία, δηλητηριώδη δολώματα, συλλογή σπάνιων ειδών κ.λπ. μειώνονται. Συχνά, αξιοποιείται ορθολογικά η φύση για ανάπτυξη οικοτουρισμού, με μονοπάτια, παρατήρηση πουλιών κ.λπ. Ωστόσο, δεν έχει επιτευχθεί σε σημαντική κλίμακα η συνεργασία και η αμέριστη υποστήριξη των ντόπιων πληθυσμών προς τις δραστηριότητες προστασίας.

Ο νόμος 1650/1986 προέβλεπε την ίδρυση προστατευόμενων περιοχών για βιοτόπους και τοπίο, με ορθολογική και σαφή διαδικασία, ήτοι ειδική περιβαλλοντική μελέτη και προεδρικά διατάγματα για σαφή όρια και τρόπο διαχείρισης. Όμως η διαδικασία δεν εφαρμόσθηκε, λόγω ανεπαρκειών της διοίκησης, των νεότερων νόμων και των περιβαλλοντικών οργανώσεων, με αποτέλεσμα να ναρκοθετηθούν οι δυνατότητες προστασίας. Η βιοποικιλότητα προβλήθηκε ως ανώτερη περιβαλλοντική αξία, αλλά το δίκτυο NATURA συγκροτήθηκε πρόχειρα και αυθαιρέτως θεωρήθηκε ότι αποκλείει την ανάπτυξη. Ελάχιστα Εθνικά Πάρκα ιδρύθηκαν με σωστή μελέτη και διαδικασία. Οι κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών έχουν ονόματα ακατανόητα για το κοινό (Ειδικές Ζώνες Διατήρησης, Ζώνες Ειδικής Προστασίας, Περιοχές Προστασίας Οικοτόπων και Ειδών, Ζώνες Προστατευόμενων Φυσικών Σχηματισμών), που δεν γοητεύουν ούτε βοηθούν τους κατοίκους να καταλάβουν τους λόγους των περιορισμών και να συνεργασθούν εποικοδομητικά.

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτυχίας το τοπίο, εξέχων ελληνικός περιβαλλοντικός τομέας που κινδυνεύει περισσότερο και προστατεύεται λιγότερο. Δεν έχει γίνει καταγραφή των αναγκαίων δεδομένων, λείπει η παιδεία περί τοπίου, ενώ αγνοούνται οι δυνατότητες συνδυασμού του με ορθολογική ανάπτυξη. Τα Τοπία Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους, όπως και το πολύτιμο «καθημερινό» τοπίο αγνοούνται από τους πολίτες και ουσιαστικά μένουν απροστάτευτα.

Μέχρι την δεκαετία του 1970, ασχολήθηκε κυρίως η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ταυτίζοντας το τοπίο με αρχαιολογικούς και ιστορικούς τόπους. Αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις ταύτισαν την προστασία του τοπίου με τον περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης. Νεότερη άποψη αναπτύχθηκε από βιολόγους, ταυτίζοντας το φυσικό τοπίο με την βιοποικιλότητα. Η διεκδίκηση αποκλειστικότητας από διάφορους κλάδους για ένα σαφώς διεπιστημονικό αντικείμενο συμβάλλει στην ανεπαρκή κατανόηση του σύνθετου χαρακτήρα των τοπίων από τους πολίτες.

Η πολιτεία υπέγραψε το 2000 την σημαντική Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το τοπίο, άργησε 10 χρόνια να την κυρώσει, ενώ καθόλου δεν φρόντισε για την διαμόρφωση εθνικής νομοθεσίας ή την πληροφόρηση των πολιτών. Δεν αναπτύχθηκαν δράσεις για το μοναδικό ελληνικό τοπίο, ενώ άλλες χώρες αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, με ενεργό συμμετοχή τοπικών κοινωνιών. Η διαχρονική κρατική αδιαφορία οπωσδήποτε συνδέεται με την απουσία ζητημάτων τοπίου από τη νομοθεσία και τις χρηματοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η διαδικασία Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, υποχρεωτική βάσει ευρωπαϊκών Οδηγιών, παραμένει προβληματική. Πολλές φορές, οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) είναι πρόχειρες, λόγω έλλειψης αξιόπιστων δεδομένων αλλά και των χαμηλών αμοιβών. Εκπονήθηκαν πάντως, κυρίως για μεγάλα έργα, αρκετές ΜΠΕ υψηλού επιστημονικού επιπέδου, που έχουν οδηγήσει σε σημαντικές βελτιώσεις του αρχικού σχεδιασμού των έργων. Ωστόσο, η διαδικασία δημοσιοποίησης των ΜΠΕ, υποχρεωτική από τη νομοθεσία, πολλές φορές καταλήγει άγονη, η δημόσια συζήτηση με τους ενδιαφερομένους χαρακτηρίζεται από φανατισμό και φθάνει σε βίαιες και αδιέξοδες αντιπαραθέσεις.

Κοινωνικές αντιλήψεις

Η απαραίτητη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση της κοινωνίας βασίσθηκε σε αμφίβολης αξίας δημόσια ενημέρωση και εκπαίδευση. Οι δράσεις περιβαλλοντικής εκπαίδευσης ξεκίνησαν λίγα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση και επεκτάθηκαν γρήγορα σε πολλά σχολεία, ως μια φιλόδοξη προσπάθεια να γνωρίσουν οι μαθητές την λειτουργία και την προστασία του περιβάλλοντος. Επί δεκαετίες πραγματοποιήθηκαν χιλιάδες προγράμματα σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οπωσδήποτε, βοήθησαν στην ανάπτυξη του ενδιαφέροντος των μαθητών, σε κάποιο βαθμό και των γονέων. Δόθηκε όμως λιγότερο βάρος στην περιβαλλοντική επιστήμη και τεχνολογία και περισσότερο στην συναισθηματική προσέγγιση, πριμοδοτήθηκε κυρίως η βιωματική σχέση με το περιβάλλον. Αποτέλεσμα, η ενίσχυση σε μαθητές και δασκάλους κυρίως τάσεων φυσιολατρικών, φιλοζωικών και υγιεινής διατροφής, που φθάνουν ενίοτε σε αντιτεχνολογική νοοτροπία.

Κατά την δεκαετία του 1980, εμφανίζονται μια σειρά περιοδικές εκδόσεις που συνήθως επιβιώνουν για μερικά χρόνια. Σημαντικότερη, το μηνιαίο περιοδικό ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ, γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκε ένας αξιόλογος αριθμός επιστημόνων και διανοουμένων που ασχολούνταν επαγγελματικά ή ιδεολογικά με το περιβάλλον. Το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ συνιστά ορόσημο των οικολογικών ανησυχιών. Αναπτύσσεται, μαζί με προβληματισμό πολιτικής οικολογίας, ένα περιορισμένο οικολογικό κίνημα και διαμορφώνονται πράσινα κόμματα που παρουσιάζονται σε βουλευτικές, δημοτικές ή ευρωπαϊκές εκλογές, με πενιχρά όμως αποτελέσματα. Αναπτύσσονται επίσης περιβαλλοντικές οργανώσεις εθνικής εμβέλειας, π.χ. Greenpeace, WWF, Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης, Μεσόγειος SOS, Ελληνική Εταιρία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού κ.λπ., ενώ διάφορα επιστημονικά σωματεία ασχολούνται και με το περιβάλλον.

Μετά τη Μεταπολίτευση, πολλές μεγάλες κινητοποιήσεις είχαν οικολογικό χαρακτήρα, στρεφόμενες κυρίως εναντίον κάποιας εγκατάστασης ή τεχνικού έργου:  τα παραδείγματα είναι ποικίλα, όπως το κίνημα κατά της παροχέτευσης των επεξεργασμένων λυμάτων Ιωαννίνων στον ποταμό Καλαμά, οι αγώνες κατά των μεταλλείων χρυσού στην Χαλκιδική, κινητοποιήσεις κατά της εγκατάστασης Χώρων Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων σε διάφορες περιοχές της χώρας και το σημερινό γενικευμένο κίνημα κατά των ανεμογεννητριών σε ορεινές ή και σε θαλάσσιες περιοχές.

Πολλές διαμαρτυρίες κινούνται από τοπικιστικά κίνητρα, επειδή θίγονται κάποια τοπικά συμφέροντα. Συχνά, διακινούν λανθασμένες αντιλήψεις για τις επιπτώσεις. Χαρακτηριστικό των περισσότερων κινητοποιήσεων είναι η άγνοια επιστημονικών δεδομένων, η ανεπαρκής επιστημονική τεκμηρίωση και οι εύκολες επιθέσεις κατά βολικών εχθρών, όπως η βιομηχανία και η κεφαλαιοκρατική οικονομία. Με αφορμή τις λίγες περιπτώσεις  πραγματικής βιομηχανικής ρύπανσης, αναπτύχθηκε ένα ιδιαίτερα έντονο αντιβιομηχανικό πνεύμα, που καταλήγει να θέτει συστηματικά εμπόδια σε κάθε επένδυση.

Η προϊούσα ριζοσπαστικοποίηση του οικολογικού κινήματος οδηγεί σε αριστερότερες θέσεις. Τίθενται ως προτεραιότητα η καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων και η επέκταση της δημόσιας ιδιοκτησίας. Η υπεράσπιση περιβάλλοντος και κλίματος αναμειγνύεται με τις επιφυλάξεις προς τεχνολογικές λύσεις και ιδιωτικές επενδύσεις.

Μια από τις πιο μακρόχρονες κινητοποιήσεις προκαλείται από την αντίθεση στο σχέδιο εκτροπής του ποταμού Αχελώου. Εκτός από τοπικές κινήσεις, συγκέντρωσε σημαντικό μέρος της επιστημονικής κοινότητας, που τεκμηρίωσε την σοβαρότητα του προβλήματος. Αλλεπάλληλες δικαστικές αποφάσεις ακύρωσαν τις αδειοδοτήσεις του έργου. Πρόκειται για μια από τις πιο μεγάλες περιβαλλοντικές μάχες και έμμεσα ώθησε την αναπτυξιακή διαδικασία προς ορθολογικότερη κατεύθυνση.

Το Ολυμπιακό Κωπηλατοδρόμιο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αδιέξοδης αντίθεσης σε έργο ωφέλιμο για το περιβάλλον. Ο Σχινιάς Μαραθώνα, παράκτιο τοπίο ιδιαίτερης οικολογικής, πολιτιστικής και αισθητικής αξίας, υποβαθμιζόταν επί δεκαετίες. Με τους Ολυμπιακούς Αγώνες (2004), πραγματοποιήθηκε ένα σύνθετο επιστημονικό πρόγραμμα αποκατάστασης, με αισθητική, οικολογική, πολιτιστική, κοινωνική, αθλητική και τεχνολογική διάσταση. Η εμπεριστατωμένη ΜΠΕ έδειξε ότι το Κωπηλατοδρόμιο, ως φυσική λίμνη, θα αναβάθμιζε το οικοσύστημα, αποκαθιστώντας την φυσική υδρολογική λειτουργία του υγροτόπου και του παράκτιου δάσους. Παράλληλα, η ίδρυση Εθνικού Πάρκου Σχινιά Μαραθώνα θα εμπόδιζε χρόνιες επιβλαβείς δραστηριότητες. Πράγματι, στρατιωτική βάση, τοπικό αεροδρόμιο, αυθαίρετες κατασκευές, τοξική ρύπανση, απόβλητα, μπάζα, μοτοκρός, ανεξέλεγκτη κίνηση αυτοκινήτων απομακρύνθηκαν ή σταμάτησαν, οι αποκαλυφθείσες εκτάσεις εξυγιάνθηκαν, η υδρόβια και η Μεσογειακή βλάστηση αναγεννήθηκαν. Το σπάνιο ενδημικό ψάρι πολλαπλασιάσθηκε, τα παρατηρούμενα είδη πτηνών υπερδιπλασιάσθηκαν σε λιγότερο από 20 χρόνια. Ωστόσο, σχεδόν όλες οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις προστασίας περιβαλλοντικών και πολιτιστικών αγαθών αρνήθηκαν τις επιστημονικές εκτιμήσεις και αντιτάχθηκαν στο εγχείρημα. Δεν  το υποστηρίζουν μέχρι σήμερα, μολονότι το φυσικό τοπίο του Σχινιά έγινε το καλύτερο των τελευταίων 100 ετών.

Παρόμοια σενάρια επαναλαμβάνονται συχνά, κυρίως με τα αιολικά πάρκα. Το μοναδικό ελληνικό τοπίο δεν αναδύεται στην κοινωνική μνήμη, παρά μόνον όταν χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από ομάδες κατά των ανεμογεννητριών. Μονίμως αποσιωπάται η συνεχής κακοποίησή του από αυθαίρετες ή ακαλαίσθητες κατοικίες και κατασκευές, αλόγιστη διάνοιξη άχρηστων δρόμων κ.λπ. Οι επικρατούσες ανορθολογικές αντιλήψεις σε όλη την Ελλάδα δεν δέχονται επιστημονικές μελέτες που αναλύουν τις επιπτώσεις, ενώ αγνοούν την πραγματικότητα, δηλαδή ότι, χωρίς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), η κλιματική αλλαγή θα υποβαθμίσει καίρια τα τοπία. Όπως και στον Σχινιά, εθελοτυφλούν έναντι της πανελλαδικής κυριαρχίας ανεξέλεγκτων λαϊκών δραστηριοτήτων και αρνούνται οργανωμένες αναπτυξιακές επενδύσεις που, με επιστημονική παρακολούθηση, αντιμετωπίζουν τα περιβαλλοντικά ζητήματα.

Από τοπική σε πλανητική κλίμακα

Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή είναι σήμερα η μεγάλη προτεραιότητα περιβαλλοντικής μέριμνας, ένα θέμα που αναμένεται να κυριαρχήσει επί δεκαετίες. Απαιτείται κατ’ αρχάς μετριασμός της, με μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, η στροφή προς ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ είναι σημαντική, εν τούτοις καθυστερούν η κατασκευή κατάλληλων δικτύων μεταφοράς, ο εξηλεκτρισμός, η αντλησιοταμίευση, η εξοικονόμηση ενέργειας και ο περιορισμός των εκπομπών μεθανίου. Εξ άλλου, απαιτείται προσαρμογή στην έστω μετριασμένη κλιματική αλλαγή, με αποτελεσματική αντιμετώπιση πλημμυρών, πυρκαγιών, καυσώνων, ανόδου θαλάσσιας στάθμης κ.λπ.

Λείπουν όμως οι δράσεις προσαρμογής, όπως έργα ορεινής υδρονομίας, παράκτιες παρεμβάσεις, διαχείριση υδατικών πόρων, αλλαγές αγροτικών πρακτικών, αφαίρεση καύσιμης ύλης από δάση και αντικατάσταση εύφλεκτης βλάστησης κοντά σε οικισμούς, βιοκλιματική αρχιτεκτονική κ.α. Μολονότι οι κοινωνικές αντιλήψεις ενσωματώνουν με επιταχυνόμενους ρυθμούς την απειλή της κλιματικής αλλαγής, δεν ωθούν δραστικά προς την ανάληψη δράσεων. Αντίθετα, παρατηρούνται έντονες αντιδράσεις κατά της εγκατάστασης ΑΠΕ, ενώ η υποστήριξη προς δραστηριότητες κυκλικής οικονομίας και πράσινης ανάπτυξης είναι υποτονική.

Επιγραμματικά

Τα περιβαλλοντικά προβλήματα της χώρας βρίσκουν λύσεις από την τεχνολογία και συναντούν αδιέξοδα από ιδεολογία. Περιβαλλοντική προστασία και αναβάθμιση παρεμποδίζονται και καθυστερούν καθώς, τόσο σε κόμματα όσο και σε κοινωνικές ομάδες, κυριαρχεί η άποψη ότι τα προβλήματα έχουν πολιτικές και όχι τεχνικές λύσεις. Η προσφιλής πόλωση επιβάλλει την άποψη ότι αυτό που χρειάζεται είναι αγώνες κατά των καταστροφέων του περιβάλλοντος, όχι συνεργασίες και συναινέσεις. Η ιδέα εναρμόνισης του λουλουδιού με το γρανάζι καθοδηγεί εδώ και 40 χρόνια την ευρωπαϊκή πολιτική αλλά σκοντάφτει στα επίμονα ιδεολογήματα. Και η απουσία έγκυρης πληροφόρησης αποπροσανατολίζει τις περιβαλλοντικές ανησυχίες.


Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στο ένθετο βιβλίο για τα «50 Χρόνια Δημοκρατία» που κυκλοφόρησε μαζί με το ΒΗΜΑ της Κυριακής 14 Ιουλίου 2024.


Δείτε περισσότερα άρθρα σχετικά με την κλιματική αλλαγή στο www.clima21.gr