Περιβαλλον

Ανακύκλωση: Η αλεπού στο παζάρι

Τα σκουπίδια δεν είναι μόνο θέμα αισθητικής και καθαριότητας. Είναι κυρίως αναπόσπαστο κομμάτι της μεταρρύθμισης στην αυτοδιοίκηση, η οποία κάθε τόσο δειλώς εξαγγέλλεται και ποτέ δεν πραγματοποιείται

Ηλίας Ευθυμιόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ζήτημα της ανακύκλωσης, η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κατάσταση στην Ελλάδα και ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης

Όλα από κάπου ξεκινούν. Από το σχολείο, το πολιτικό σύστημα, την οικογένεια, την εκκλησία, τις αξίες της εποχής, την ικανότητα των κοινωνιών και εν τέλει από την ίδια την φύση των ανθρώπων: αλλού είναι εργατικοί, αλλού τεμπέληδες, αλλού προκομένοι, αλλού χαραμοφάηδες, αλλού προοδευτικοί και αλλού καθυστερημένοι. Δεν θα αποτολμήσω να προσάψω έναν χαρακτηρισμό στους Έλληνες, άλλωστε μικρή αξία θα είχε κάτι τέτοιο αφού δεν θα διόρθωνε τίποτα. Πάντως παρθενογένεση δεν υπάρχει. Όλα από κάπου ξεκινούν και όλα έχουν κάποια αιτία.

Στην προκειμένη περίπτωση θα ασχοληθούμε με το ζήτημα τις ανακύκλωσης, και τα συμπεράσματα ανήκουν στους αναγνώστες. Οι ιδέες και οι πρώτες εφαρμογές ξεκινούν δειλά τη δεκαετία του ‘80 για να κορυφωθούν εκεί γύρω στο 2000, όπου η ελληνική διοίκηση και το κυβερνών κόμμα (τότε ΠΑΣΟΚ) αποφάσισαν, και πολύ καλά έκαναν, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, να εκσυγχρονίσουν το σύστημα και να ευθυγραμμίσουν τη νομοθεσία με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κλειδί για τον τότε εκσυγχρονισμό, ήταν η ανάδυση της καθοδηγητικής αρχής γνωστής ως «ο ρυπαίνων πληρώνει». Για τα σκουπίδια και τα κάθε λογής απορρίμματα μιας μη-κυκλικής οικονομίας, αυτό σήμαινε ότι στα υπολείμματα των προϊόντων (αυτά δηλαδή που προκύπτουν μετά το τέλος της χρήσης ή της ζωής τους) θα έμπαινε ένα τέλος, ένας φόρος, ανάλογος με την ποσότητα και την βλαπτικότητα για το περιβάλλον. Αυτό ήταν ο πυρήνας της μεταρρύθμισης, κάτι σαν επανάσταση για την προκαπιταλιστική – ακόμα – ελληνική οικονομία. Το τέλος θα προστίθετο στην λιανική τιμή του εκάστοτε προϊόντος, έτσι ώστε ο παραγωγός και ο καταναλωτής να έχουν αντικίνητρο στο να τα διαθέτουν στην αγορά οι μεν, να τα απορρίπτουν ως άχρηστα οι δε. Η δεύτερη λειτουργία αυτού του οικονομικού υπερθέματος ήταν η συγκέντρωση χρημάτων για τη λειτουργία του συστήματος: κάδοι ανακύκλωσης, οχήματα, χώροι συγκέντρωσης και διαλογής και, φυσικά, αποζημίωση των εργαζομένων και της συνοδεύουσας τους νέους θεσμούς γραφειοκρατίας.

Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και η πρώτη μεγάλη εφαρμογή της –αργότερα ακολούθησαν και άλλες– αποτέλεσε μάλιστα το μεγάλο στοίχημα για την εισαγωγή των μηχανισμών της αγοράς στην περιβαλλοντική διαχείριση, η οποία μέχρι τότε ήταν βασισμένη σε πρόστιμα και κανονιστικούς περιορισμούς (και απαγορεύσεις).

Στη θεωρία ήταν όλα καλά και καθαγιασμένα από ένα γενικότερο πνεύμα φιλελευθερισμού που ήρθε ως φυσική συνέπεια της αποτυχίας του σοσιαλιστικής εμπνεύσεως κράτους, του βασισμένου δηλαδή στον βολονταρισμό και το κόμμα. Το «όλοι μαζί μπορούμε» ήταν μια επίκληση στην αναζήτηση μιας νέας κανονικότητας στην οποία φάνηκε να ελπίζει – αλλά διαψεύσθηκε – η δημοκρατική Δύση, τη στιγμή που είχε αρχίσει να παίρνει την πάνω βόλτα μια άλλη αρχή: NIMBY (Not In My Back Yard), δηλαδή να πάνε στην αυλή του γείτονα, αλλά όχι στη δική μου. Αυτό ταίριαζε μια χαρά στο ζήτημα των σκουπιδιών, άλλωστε οι χωματερές ήταν μια εφεύρεση χωρίς μακρά ιστορία, αλλά και χωρίς μέλλον όπως αποδείχθηκε. Στην γειτονική Αλβανία μέχρι το 1990 τα σκουπίδια πετάγονταν πάνω στους δρόμους, ακριβώς έξω από τα σπίτια. Σε άλλες πάλι εξίσου αγροτικές κοινωνίες, θάβονταν πρόχειρα ή γίνονταν τροφή για τα ζώα. Το πρόβλημα άρχισε να διογκώνεται όταν τα μη-ανακυκλώσιμα και μη προχείρως κρυμμένα κάτω απ’ το χαλί παραπροϊόντα άρχισαν να γίνονται περισσότερα, όταν δηλαδή ο υλικός πολιτισμός κόλλησε στην ιδέα της άπειρης χωρητικότητας του φυσικού αποδέκτη (του εδάφους, της θάλασσας, της ατμόσφαιρας) και της μη βλαπτικότητας, αφού «ο χρόνος διορθώνει τα πάντα».

Η κατακόρυφη αύξηση της ποσότητας των υλικών συσκευασίας και η τυποποίηση – που ήρθε ως συνέπεια της νέας οργάνωσης των αλυσίδων εφοδιασμού και της παγκοσμιοποίησης του εμπορίου – γέννησαν τεράστιες ποσότητες εξοοικονομικών αγαθών για τα οποία έπρεπε να βρεθεί κάποια διέξοδος. Η μαζική εξαγωγή τους σε τριτοκοσμικές χώρες αποδείχθηκε εξίσου βραχύβια, αν και συνεχίζεται ως σήμερα. Η αλλαγή του τρόπου παραγωγής (ανακυκλώσιμα υλικά) και του τρόπου διάθεσης (ανάκτηση, ανακύκλωση) προέβαλε ως η μόνη ρεαλιστική και ευρείας αποδοχής λύση, άλλωστε το επιπλέον κόστος ήταν σχετικά μικρό και μπορούσε να περάσει ακόμη και αθέατο, τουλάχιστον στο επίπεδο του καταναλωτή. Από ένα σημείο και μετά ενσωματώνεται στην τιμή του προϊόντος και παύει να ωθεί προς αλλαγή συμπεριφοράς. Αυτό άλλωστε συνέβη και με πολλούς περιβαλλοντικούς φόρους – σε βαθμό μάλιστα που να είναι τελείως άγνωστοι στον καταναλωτή και στο μόνο που συμβάλλουν είναι η αύξηση των εσόδων του κράτους.

Όμως η Ευρώπη έκανε άλματα και προσαρμόστηκε γρήγορα στα νέα δεδομένα. Στην Ελλάδα είπαμε το αυτονόητο: αφού η μέθοδος δουλεύει σε άλλες χώρες, γιατί όχι και σε μας. Βέβαια, εύκολο να το λες, δύσκολο στην πράξη. Διότι δεν φτάνει μόνο να βάλεις τους μπλε κάδους δίπλα απ’ τους ξεπατωμένους πράσινους, αλλά πρέπει να στήσεις ένα ολόκληρο σύστημα λογιστικής παρακολούθησης κάθε επιμέρους συνιστώσας των διαφόρων «ρευμάτων» (χαρτί, γυαλί, μέταλλα, πλαστικά, ηλεκτρικά, ηλεκτρονικά, χημικά, ογκώδη, οικοδομικά, λάστιχα, ακόμη και ολόκληρα αυτοκίνητα). Όλα αυτά έπρεπε να καταγραφούν, να ζυγιστούν, να αποκτήσουν το οικονομικό τους αντίκρισμα το οποίο είχαν ήδη εισπράξει οι εταιρείες, να βρεθούν οι αγορές για τα τελικά προϊόντα και το κυριότερο να έχει εξασφαλιστεί η συνεργασία των πολιτών.

Το τελευταίο ήταν και το πιο δύσκολο, αφού η πολυσυζητημένη «περιβαλλοντική κουλτούρα» δεν φάνηκε να προκύπτει επί της ουσίας. Αντίθετα, το νέο σύστημα αντιμετωπίσθηκε ως μια ακόμη ενοχλητική αγγαρεία με ένα σωρό τραγελαφικά επακόλουθα: ανάμειξη των υλικών στους κάδους, δολιοφθορές από τους πλανόδιους, ανεπάρκειες στην κανονική αποκομιδή από τους Δήμους, αντιδράσεις για τους προσωρινούς χώρους αποθήκευσης (όπου αυτό ήταν απαραίτητο), καθυστερήσεις στην καταβολή του τέλους από τις εταιρείες, καινοτομίες που δεν βοηθούσαν αλλά μπέρδευαν (τα περίφημα σπιτάκια) κ.ο.κ . Τελικά, και παρά την συνδρομή μιας μάλλον διεκπεραιωτικής ενημέρωσης και εκπαίδευσης, παρά τα δισεκατομμύρια που ξόδεψε η Ευρωπαϊκή Ένωση σε προγράμματα, υποστηρικτικές υποδομές και διακρατικές συνεργασίες, η υπόθεση της ανακύκλωσης, σαράντα χρόνια μετά την θεωρητική της θεμελίωση και είκοσι μετά την θεσμοθέτηση με ποικιλία οργανισμών και νόμων, δεν φάνηκε να δουλεύει στη χώρα μας. Οι περισσότεροι ήταν εντελώς κυνικοί: τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; Άλλοι συνεχίζουν να είναι αισιόδοξοι.

Ας αναφέρουμε ενδεικτικά τη δήλωση του απερχόμενου Περιφερειάρχη Αττικής κ. Γιώργου Πατούλη, πριν από ένα χρόνο σε εκδήλωση της Περιφέρειας για τα  21 χρόνια μετά την ψήφιση του  Νόμου  2939/2001 για τις συσκευασίες και την εναλλακτική διαχείριση συσκευασιών: «Η χώρα μας και κατά συνέπεια η Αττική, είναι στις τελευταίες θέσεις ανακύκλωσης στην Ευρώπη. Αυτό επιδιώκουμε να αλλάξει, με το να γίνουν πράγματα που δεν έχουν γίνει τα προηγούμενα 20 χρόνια. Βάρος στην ανακύκλωση, διαλογή στην πηγή και χωροταξική αποκέντρωση στην επεξεργασία των απορριμμάτων. Ο μεγάλος μας στόχος με ορίζοντα το 2025 είναι να πάψουμε να θάβουμε απορρίμματα χωρίς επεξεργασία στην χωματερή της Φυλής. Σήμερα, δυστυχώς, θάβεται το 90% των σκουπιδιών». 

Δεν ξέρουμε βέβαια από πού ακριβώς αντλούσε την αισιοδοξία αυτή ο κ. Πατούλης, ότι δηλαδή αυτά που δεν έγιναν τα προηγούμενα είκοσι χρόνια θα γίνουν μέσα σε μερικούς μήνες, όσους εν πάση περιπτώσει απέμεναν μέχρι τη λήξη της θητείας του, αλλά έτσι κι αλλιώς, η δήλωση από τον πλέον έμπειρο αυτοδιοικητικό παράγοντα (δήμαρχος, πρόεδρος της ΚΕΔΕ και Περιφερειάρχης) έχει μια καθεαυτή πολιτική σημασία. Αντίστοιχα, η Επιτροπή σημείωνε σε έκθεσή της [1] με κομψή διατύπωση ότι «η Ελλάδα έχει κάνει πολύ αργή πρόοδο την τελευταία δεκαετία (ενώ μάλιστα οπισθοδρόμησε μεταξύ 2011 και 2016) όσον αφορά την αύξηση του ποσοστού ανακύκλωσης και τη σταδιακή κατάργηση της υγειονομικής ταφής των αστικών αποβλήτων. Το 2019, το ποσοστό ανακύκλωσης των αστικών αποβλήτων ανήλθε σε 21% (16% ανακυκλώθηκαν και 5% μετατράπηκαν σε λίπασμα [κομπόστ], ποσοστό πολύ κάτω του μέσου όρου της ΕΕ (48%)».

Στις ποιοτικές εκτιμήσεις της έκθεσης αναφέρεται επίσης ότι η Ελλάδα έχει υπερεπενδύσει στα συστήματα αυτόματης μηχανικής ανακύκλωσης, με αποτέλεσμα να πάει πίσω η διαλογή στην πηγή. Με άλλα λόγια, οι πολίτες πιστεύουν στην πλειονότητά τους ότι η όλη τους υποχρέωση αρχίζει και σταματάει στον μπλε κάδο, και μάλιστα με απόρριψη συχνά ακατάλληλων απορριμμάτων (μικτές συσκευασίες, ακάθαρτα υλικά, ακόμα και χημικά ή φαρμακευτικά προϊόντα). Έτσι, η μηχανική ανακύκλωση όπου πηγαίνουν όλα ανεξαιρέτως τα σκουπίδια χωρίς διαλογή, έχει εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις (συγκράτηση κυρίως των μεταλλικών στοιχείων από μαγνήτες) με τα υπόλοιπα να κατευθύνονται κυρίως στους ΧΥΤΑ.

Με βάση τα στοιχεία της Επιτροπής, η Ελλάδα ανήκει στις χώρες που κινδυνεύουν να μην επιτύχουν τους στόχους για τα αστικά απόβλητα (ανακύκλωση ή προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση του 55% έως το 2025), για την ανακύκλωση συσκευασιών (65% έως το 2025 με ειδικότερους στόχους ανά υλικό) και τη μείωση της ταφής απορριμμάτων (έως 10% έως το 2035). Στον χάρτη: Με κόκκινο χρώμα η ομάδα εκτός στόχων, με πορτοκαλί οι χώρες που βρίσκονται σε ενδιάμεση κατάσταση και με τυρκουάζ οι πιο προχωρημένες.

Οι αιτίες είναι πολλές. Στο κεντρικό θεσμικό επίπεδο, τα διοικητικά και διαχειριστικά σχήματα γρήγορα παλιώνουν και απομακρύνονται από την αρχική τους αποστολή. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή», υπάρχει ένα σχέδιο απαξίωσης του Ελληνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ) με βασικά στοιχεία ότι οι έλεγχοι στα εποπτευόμενα συστήματα πρακτικά έχουν σταματήσει, οι φορείς δεν καταθέτουν επιχειρησιακά σχέδια και απολογισμό, τα στοιχεία για τις επιδόσεις των υπόχρεων δεν δημοσιοποιούνται, και δεν ελέγχεται η αγορά, ούτε επιβάλλονται τα προβλεπόμενα μέτρα για την μείωση ορισμένων πλαστικών όπως είναι οι σακούλες και τα είδη εστίασης μιας χρήσης [2].

Το κυριότερο όμως κατά τη γνώμη μας είναι η σχεδόν παντελής αδιαφορία της τοπικής αυτοδιοίκησης που με ελάχιστες εξαιρέσεις έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια και έχει αναθέσει τη διαχείριση στον αυτόματο πιλότο. Η έλλειψη προσωπικού είναι συχνά ένα πρόσχημα. Ο κρατισμός έχει διαβρώσει τα περιφερειακά και αποκεντρωμένα συστήματα, τα οποία θα έπρεπε να είναι η βάση κάθε ολοκληρωμένης προσπάθειας. Η ανακύκλωση θα έπρεπε να περιλαμβάνει εκτός από την συνευθύνη και τη διαρκή (αδιάκοπη) ενημέρωση: στους χώρους εργασίας, στα σχολεία, στις εκκλησίες, στα γήπεδα, στους ελεύθερους χώρους, στα ραδιόφωνα, στα social media και κυρίως στα νοικοκυριά.

Τα σκουπίδια δεν είναι μόνο θέμα αισθητικής και καθαριότητας. Δεν είναι μόνο απώλεια – λόγω της σύνθεσής τους – πολύτιμων πρώτων υλών. Δεν είναι μόνο ο πιο επιβαρυντικός παράγοντας για την υγεία των ωκεανών. Σε όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα ήρθε να προστεθεί και η μεγάλη ευθύνη τους (περίπου 10%) στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Δυστυχώς περάσανε δεκαετίες με ημίμετρα. Το πρόβλημα σε χώρες όπως η Ελλάδα δεν είναι, όπως ίσως νομίζουν οι περισσότεροι, πρόβλημα τεχνικό και τεχνολογικό. Είναι κυρίως αναπόσπαστο κομμάτι της μεταρρύθμισης στην αυτοδιοίκηση, η οποία κάθε τόσο δειλώς εξαγγέλλεται και ποτέ δεν πραγματοποιείται.

[1] environment.ec.europa.eu/system/files
[2] kathimerini.gr - «Κάτω από τη βάση» η ανακύκλωση στην Ελλάδα, μόλις 16%

Δείτε περισσότερα άρθρα σχετικά με την κλιματική αλλαγή στο www.clima21.gr