Περιβαλλον

Podcast Μηδενικό αποτύπωμα - Αγγελική Κοσμοπούλου | Πόσα τρόφιμα πετάμε;

Στο Podcast «Μηδενικό αποτύπωμα» η Αγγελική Κοσμοπούλου μιλά για μερικά από τα πιο σημαντικά περιβαλλοντικά ζητήματα στην Ελλάδα και στον κόσμο αναζητώντας λύσεις πέρα από τις λέξεις

Αγγελική Κοσμοπούλου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Χορηγός του podcast είναι το Just Go Zero, το κίνημα της εταιρείας Polygreen για έναν κόσμο χωρίς απόβλητα που υποστηρίζει επιχειρήσεις και φορείς να κάνουν την κυκλική οικονομία πράξη. Επισκεφτείτε το justgozero.com και γίνετε κι εσείς μέρος της λύσης.


Σε έναν κόσμο όπου ακόμα και σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κυριολεκτικά από πείνα, το ένα τρίτο της τροφής που παράγεται πετιέται κάθε χρόνο στα σκουπίδια.

Η παγκόσμια παραγωγή τροφής αρκεί για να ταΐσει ολόκληρο τον πληθυσμό της γης, όμως κάθε χρόνο 9 εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν από ασιτία. Και την ίδια στιγμή που περίπου 870 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται, η παχυσαρκία, μια παγκόσμια μάστιγα, πλήττει 1,7 δισεκατομμύρια ανθρώπους.

Κάθε χρόνο σε όλον τον κόσμο σπαταλιούνται 1,3 δισεκατομμύρια τόνοι τροφής. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 88 εκατομμύρια τόνοι τροφίμων καταλήγουν στα σκουπίδια, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτήν την ποσότητα τα τρόφιμα που απορρίπτονται στην αγροτική παραγωγή και διαλογή. Στις ΗΠΑ, η ετήσια σπατάλη τροφίμων είναι 40 εκατομμύρια τόνοι, ποσότητα αρκετή για να μην πεινάσει κανένας από τους υποσιτιζόμενους ανθρώπους του κόσμου. Και στην Ελλάδα καθένας από εμάς πετάει στα σκουπίδια κατά μέσο όρο 142 κιλά τρόφιμα  τον χρόνο, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο 300.000 τόνοι τροφίμων να καταλήγουν στα απορρίμματα. Είμαστε μια από τις χώρες με την υψηλότερη κατά κεφαλήν ετήσια σπατάλη τροφίμων, ενώ κατέχουμε την αρνητική πρωτιά στην Ευρώπη. Σύμφωνα με στοιχεία του 2021, μόνον το 29% των νοικοκυριών δηλώνουν ότι δεν σπαταλούν καθόλου τρόφιμα.

Για πολλά χρόνια, οι συζητήσεις για τη σπατάλη τροφίμων εστίαζαν κυρίως στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομικά χώρες, εκεί που συναντάται πιο έντονα το φαινόμενο της πείνας και του υποσιτισμού. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ωστόσο, το ενδιαφέρον στρέφεται και στις αναπτυγμένες χώρες, όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναγκάζονται να ζητήσουν στήριξη για να εξασφαλίσουν τη διατροφή και την επιβίωσή τους.

Το πρόβλημα ξεκινά ως απώλεια στον πρωτογενή τομέα και στη μεταποίηση, όπου χάνονται πρώτες ύλες, και συνεχίζεται, ως σπατάλη πια, στην εστίαση και στα νοικοκυριά – στα σπίτια μας, δηλαδή. Στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, το μεγαλύτερο πρόβλημα βρίσκεται στα πρώτα στάδια, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των τροφίμων που παράγονται να «χάνεται στο δρόμο». Για παράδειγμα, η Ινδία χάνει κάθε χρόνο περίπου 21 εκατ. τόνους σιτηρών λόγω της έλλειψης κατάλληλων υποδομών, τη στιγμή που έχει τους περισσότερους κατοίκους στον κόσμο κάτω από το όριο της φτώχειας.
Αντίθετα, στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, η σπατάλη τροφίμων εστιάζεται στους τελευταίους κρίκους της διατροφικής αλυσίδας, με το μεγαλύτερο ποσοστό  να αντιστοιχεί στα νοικοκυριά.

Στη χώρα μας μέχρι πρόσφατα δεν συζητούσαμε για αυτό το ζήτημα. Παρέμενε άγνωστο και αχαρτογράφητο, με εξαίρεση τις πρωτοβουλίες μη κυβερνητικών οργανώσεων και ακαδημαϊκών φορέων. Και, λόγω της οικονομικής κρίσης των τελευταίων χρόνων, το προσεγγίζαμε συνήθως από την ανθρωπιστική σκοπιά, ρίχνοντας το βάρος στην αντίφαση ανάμεσα στη σπατάλη τροφίμων και τη διατροφική ανασφάλεια που αντιμετωπίζουν πολλοί συνάνθρωποί μας. Αντίθετα, στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες η σπατάλη τροφίμων εξετάζεται κυρίως από τη σκοπιά των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Τι πετάμε; Κυρίως φρούτα και λαχανικά, ενώ ακολουθούν το ψωμί και τα αρτοσκευάσματα, τα αλλαντικά, τα γαλακτοκομικά, τα γλυκά και τα σνακ. Μικρότερη είναι η σπατάλη στο ρύζι, στα ζυμαρικά και στα όσπρια, που έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, όπως και στο κρέας και το ψάρι, λόγω της μεγαλύτερης αξίας τους.

Γιατί πετάμε τόσο πολύ φαγητό; Ο πρώτος λόγος είναι κοινωνικός. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι κοινωνικές αλλαγές, με σημαντικότερη την αύξηση των ατομικών νοικοκυριών, συντελούν στην αύξηση της σπατάλης τροφίμων. Τα ατομικά νοικοκυριά έχουν την τάση να σπαταλούν περισσότερο από ότι τα νοικοκυριά που περιλαμβάνουν περισσότερα άτομα.

Έπειτα είναι η έλλειψη σχεδιασμού των αγορών. Ψωνίζουμε για το σπίτι χωρίς πολλή σκέψη, με αποτέλεσμα συχνά να ψωνίζουμε περισσότερα από όσα χρειαζόμαστε και επομένως να πετάμε περισσότερο. Επίσης, αγοράζουμε μεγάλες συσκευασίες με ποσότητες που δεν μπορούμε να καταναλώσουμε. Ένα άλλο θέμα είναι ότι δεν κατανοούμε τη σήμανση στα τρόφιμα. Πολλοί καταναλωτές δεν βλέπουν τη διαφορά ανάμεσα στην “ημερομηνία λήξης” και την “κατανάλωση κατά προτίμηση πριν” – και γι’ αυτόν τον λόγο πολλά τρόφιμα καταλήγουν στα σκουπίδια. Τέλος, μεγάλες ποσότητες τροφίμων χάνονται εξαιτίας των διατροφικών μας προτιμήσεων – επειδή για παράδειγμα πετάμε την κόρα του ψωμιού ή τη φλούδα του μήλου και της πατάτας.

Η σπατάλη τροφίμων έχει προφανείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, όπως και μια αυτονόητη ηθική διάσταση. Έχει, όμως, σημαντικές επιπτώσεις και στο περιβάλλον.

Πετώντας τρόφιμα, χάνουμε και τους φυσικούς πόρους που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους - κυρίως ενέργεια, καύσιμα και νερό. Η γεωργία και η κτηνοτροφία ευθύνονται για την κατανάλωση του 70% του νερού που χρησιμοποιείται σε όλον τον κόσμο – από την ύδρευση και το ψέκασμα των φυτών ως το πότισμα των ζώων και την παραγωγή ζωοτροφών. ‘Όταν, λοιπόν, σπαταλάμε τρόφιμα, σπαταλάμε και νερό. Αρκεί να φανταστούμε ότι αν πετάξουμε ένα κιλό βοδινό κρέας έχουμε πετάξει αυτόματα 50.000 λίτρα νερό, ενώ το ένα ποτήρι γάλα που χύνουμε με ευκολία στον νεροχύτη αντιστοιχεί σε περίπου 1.000 λίτρα νερού. Με τους ρυθμούς που σπαταλάμε το νερό σήμερα, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον κάποιες χώρες δεν θα είναι κατοικήσιμες.

Και δεν είναι μόνον το νερό. Η παραγωγή, η μεταφορά και η αποθήκευση τροφίμων χρειάζονται ενέργεια - όπως πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Σκεφτείτε για παράδειγμα τα γεωργικά μηχανήματα, τα φορτηγά της μεταφοράς και τα μηχανήματα συσκευασίας. Όταν πετιούνται τρόφιμα, πετιέται και ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε - σε μια εποχή μάλιστα που οι φυσικοί πόροι ξέρουμε πως εξαντλούνται.

Η σπατάλη τροφίμων επηρεάζει την κλιματική αλλαγή. Όταν τα τρόφιμα αποσυντίθενται στις χωματερές, εκλύονται μεγάλες ποσότητες μεθανίου. Οι εκπομπές μεθανίου είναι η δεύτερη σοβαρότερη αιτία για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Και ξέρουμε ότι το 1/3 όλων των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου προέρχονται από τα τρόφιμα που καταλήγουν στις χωματερές.  

Η σπατάλη των τροφίμων επηρεάζει και το έδαφος, που το χρησιμοποιούμε για την παραγωγή τροφίμων, αλλά και για να θάψουμε ό,τι δεν καταναλώθηκε. Περίπου 3,4 εκατομμύρια εκτάρια, δηλαδή το 1/3 των καλλιεργήσιμων εδαφών όλης της γης, χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων που στη συνέχεια πετάμε. Σε πολλές περιοχές η χλωρίδα καταστρέφεται για να δημιουργηθεί περισσότερη καλλιεργήσιμη γη, όπως και για να δημιουργηθούν περισσότερα βοσκοτόπια. Για μια παραγωγή που εν τέλει πετάμε.  

Η εντατική καλλιέργεια αυτών των εδαφών επηρεάζει τα οικοσυστήματα. Η βιοποικιλότητα βρίσκεται έτσι κι αλλιώς σε κίνδυνο από τη γεωργία, με τις μονοκαλλιέργειες και τη μετατροπή των βιότοπων σε βοσκοτόπια και καλλιεργήσιμα χωράφια, και η ένταση της παραγωγής κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα.

Και το πρόβλημα δεν περιορίζεται στη στεριά. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στη θάλασσα, με την υπεραλίευση που υποβαθμίζει το θαλάσσιο περιβάλλον. Σε όλον τον κόσμο η κατανάλωση ψαριών αυξάνεται, αλλά στην Ευρώπη ένα μεγάλο μέρος των ψαριών που αλιεύονται καταλήγουν να πετιούνται, επειδή δεν ταιριάζουν με τα ποιοτικά στάνταρντ των σουπερμάρκετ. Βάζουμε, λοιπόν, σε κίνδυνο τα θαλάσσια οικοσυστήματα για κάτι που καταλήγουμε να πετάμε.

Τι μπορούμε να κάνουμε για να μειώσουμε τη σπατάλη τροφίμων;

Υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να κάνουμε εμείς, ατομικά και οικογενειακά, και άλλα που χρειάζεται να γίνουν σε επίπεδο πολιτικής. Το βέβαιο είναι ότι, όπως συμβαίνει με όλα τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα, χρειάζεται να συντονιστούν καλλιεργητές, καταναλωτές, εμπορικές επιχειρήσεις, κυβερνήσεις, η ερευνητική κοινότητα και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις.

Ξεκινώντας από εμάς τους ίδιους, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο ψωνίζουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας. Να σκεφτόμαστε εγκαίρως τι θα φάμε και, επομένως, τι θα ψωνίσουμε για να μειώσουμε τη σπατάλη στο επίπεδο του σπιτιού μας. Το να αγοράζουμε μεγάλες ποσότητες μπορεί να φαίνεται πιο οικονομικό, όμως συχνά μας οδηγεί να πετάμε αυτά που αγοράσαμε σε μεγάλη ποσότητα. Επίσης, μπορούμε να γίνουμε πιο δημιουργικοί με τα περισσεύματα του φαγητού μας, χρησιμοποιώντας τα σε κάποιο άλλο πιάτο αντί να τα πετάμε, όπως και να τα βάζουμε στην κατάψυξη για να τα καταναλώσουμε κάποια άλλη στιγμή. Θα πρέπει, επίσης, να χαλαρώσουμε λίγο σε σχέση με την αισθητική – δεν έχει πάντα τόση σημασία να είναι τέλεια τα φρούτα και τα λαχανικά μας, τουλάχιστον όχι τόσο που να δικαιολογεί το να τα πετάμε για αυτόν τον λόγο.

Το ίδιο θα πρέπει φυσικά να κάνουν και οι εμπορικές αλυσίδες και τα εστιατόρια – να χαλαρώσουν λίγο σε σχέση με την αισθητική και να εστιάσουν στην θρεπτική και την οικονομική αξία των τροφίμων. Επίσης, χρειάζεται να εντοπίσουν τις πρακτικές που συντελούν περισσότερο σε αυτήν την απώλεια και να τις αλλάξουν. Όπως έκανε η πόλη του Σαν Ντιέγκο, που από τις αρχές του χρόνου ψήφισε έναν νόμο σύμφωνα με τον οποίο τα καταστήματα τροφίμων και τα εστιατόρια είναι υποχρεωμένα να δωρίζουν όλα τα κατάλληλα προς κατανάλωση τρόφιμα που δεν καταναλώθηκαν σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που θα τα αξιοποιήσουν.

Ένα άλλο μεγάλο θέμα είναι αυτό της σήμανσης στα τρόφιμα. Σε άλλες χώρες, μεγάλες αλυσίδες αφαιρούν την ένδειξη «ανάλωση κατά προτίμηση» από πολλά από τα τρόφιμα που διακινούν, αφήνοντας τους καταναλωτές να αποφασίσουν αν θα τα χρησιμοποιήσουν ή όχι. Για παράδειγμα, στην Αγγλία η αλυσίδα τροφίμων Morrisons ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να αφαιρέσει τις ημερομηνίες λήξης από το 90% του γάλακτος της δικής της μάρκας και κάλεσε τους πελάτες να προχωρούν σε «τεστ όσφρησης» πριν πετάξουν τα προϊόντα. Έκανε, δηλαδή, μια επίκληση στην ανθρώπινη εμπειρία, που μπορεί να αποδειχθεί σημαντική για αυτό το πρόβλημα.

Άλλα μέτρα για τη μείωση της σπατάλης τροφίμων θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την οργανωμένη διοχέτευση της τροφής που δεν καταναλώνεται σε κοινωφελείς οργανισμούς, όπως και την κατανάλωση του υπολοίπου από ζώα, είτε άμεσα, είτε μετά από νέα επεξεργασία.

 Και φυσικά θα πρέπει να μάθουμε γι’αυτό το πρόβλημα που παίρνει διαρκώς μεγαλύτερες διαστάσεις. Στην Ελλάδα είμαστε ακόμα πίσω σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες σχετικά με την ενημέρωση των πολιτών γύρω από αυτό, με αποτέλεσμα να είναι λίγοι εκείνοι που έχουν αλλάξει τις συνήθειες τους ή προσπαθούν ενεργά να μειώσουν την προσωπική τους σπατάλη. Βρισκόμαστε στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. σε σχέση με την ορθή κατανόηση της ένδειξης «ημερομηνία ανάλωσης κατά προτίμηση πριν από», ενώ το ποσοστό των Ελλήνων καταναλωτών που θα πετούσαν ένα τρόφιμο μετά την πάροδο της ημερομηνίας «ανάλωσης κατά προτίμηση πριν από», ανεξαρτήτως εάν το τρόφιμο δείχνει ασφαλές, είναι διπλάσιο από τον μέσο όρο στην Ε.Ε. Η εκπαίδευση και η ενημέρωση θα βελτιώσουν πολύ τα πράγματα.

Η σπατάλη τροφίμων δεν είναι μόνον ένα πρόβλημα ηθικής τάξεως. Είναι κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό. Και ζητά λύσεις. Σύμφωνα με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, η απώλεια και η σπατάλη τροφίμων θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 50% μέχρι το 2030. Για την ώρα, ο ρυθμός με τον οποίο κινούμαστε είναι αργός, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα περιβαλλοντικά προβλήματα.

Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε, διανέμουμε και καταναλώνουμε τρόφιμα. Και τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε το φαγητό και τις πρώτες ύλες του. Να επιστρέψουμε στους τρόπους των παλιών, που αξιοποιούσαν το κάθε τι. Για την τσέπη μας, για τους συνανθρώπους μας και για τον κόσμο γύρω μας.


Συντελεστές
Sound design: Δάφνη Γερογιάννη
Ηχοληψία: Δημήτρης Ντάφης