Περιβαλλον

Διακοπές με σκηνή

Υποσχεθήκαμε μην πούμε σε κανέναν που είναι αυτό το μέρος

Βασιλική Γραμματικογιάννη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής συνεχώς κοβόταν, το κινητό μια έβρισκε μια έχανε το σήμα του, ο ενθουσιασμός όμως σταθερός και αυξανόμενος. «Πρέπει να έρθεις, θα τρελαθείς… μόνο ένα sleeping bag φέρε τα άλλα τα έχουμε φροντίσει….. Έλα! Έλα!

Η πρώτη φορά που είχα κάνει ελεύθερο camping ήταν στα δεκαοχτώ μου και τώρα τριάντα χρόνια μετά η πρόκληση ήταν μεγάλη αλλά και οι αντιρρήσεις ακόμη μεγαλύτερες. Που να τρέχω τώρα σε κάποιο άγνωστο και απομακρυσμένο άκρο της Χαλκιδικής που ούτε τα κινητά δεν πιάνουν.

Ακόμη και μέσα στο λεωφορείο για Θεσσαλονίκη οι επιφυλάξεις καλά κρατούσαν για την περιπέτεια των διακοπών μου στο άγνωστο. Όταν τελικά έφτασα στο χωριό που με περίμεναν οι φίλοι μου κόντεψα να μην τους αναγνωρίσω. Μπήκαμε στο κατασκονισμένο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε αμέσως για την θεϊκή παραλία τους. Μετά από ένα σημείο που οριοθετούνταν από μια αιωνόβια καστανιά η άσφαλτος σταματούσε το κινητό δεν έπιανε, η βλάστηση πυκνή και άγρια και θάλασσα δεν φαινόταν πουθενά.

Μια ώρα χρειάστηκε μόνο με το που έφτασα στην μακρόστενη παραλία, η οποία ήταν καμουφλαρισμένη από πεύκα και αόρατη από τον δρόμο για να ξεχάσω εντελώς τα μαθήματα yoga, την Zen κουλτούρα και τα hi-tech spa που μου υπόσχονταν γαλήνη και ανάταση ψυχής στην τερατώδη πόλη.

Ένα καΐκι, που είχε ξεβραστεί στην παραλία, ξηλώθηκε και μετατράπηκε σε καθιστικό και κουζίνα. Δυο βήματα πιο κάτω τα παιδιά είχαν φτιάξει με βότσαλα μια γούρνα για να πλένουν με θαλασσινό νερό τα φρούτα και τα λαχανικά, τα άδεια μπουκάλια έγιναν τα φωτιστικά μας και τα λαδωμένα χαρτιά το καλύτερο προσάναμμα για το μαγείρεμα. Η έννοια σκουπίδια ήταν άγνωστη. Όλα έβρισκαν ένα σκοπό που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν. Μετά από δύο ημέρες εξαντλήθηκαν οι μπαταρίες στο τρανζιστοράκι. Αυτό ήταν και το τέλος της επαφής μας με τον έξω κόσμο και η αρχή της μαγείας. Μετρούσαμε τον χρόνο με τα όνειρα. Η ξάπλα στην αιώρα διαρκούσε για πάντα, το ίδιο και το φαγητό και το κολύμπι. Όλα ήταν μια ατέρμονη απόλαυση. Τους φίλους μου τους ξέρω χρόνια, αλλά νομίζω ότι εκείνες τις μέρες ξανασυναντηθήκαμε με οξυμένες τις αισθήσεις και υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη.

Μέσα από το καλειδοσκόπιο των εντυπώσεων θα ήθελα να σημειώσω μια λεπτομέρεια. Κάθε βράδυ κατέβαινε από το βουνό μια αλεπού, η οποία από απόσταση ασφαλείας μας παρακολουθούσε καχύποπτα, ερεθισμένη από τις μυρωδιές των φαγητών. Ήταν η βραδινή μας επισκέπτρια και επίτιμη καλεσμένη μας που έτρωγε την καλύτερη μερίδα. Ένα βράδυ της προσφέραμε ντολμαδάκια από την κονσέρβα που είχαμε καταβροχθίσει και μεις. Το πρωί τα βρήκαμε άθικτα. Ούτε το πανίσχυρο ένστικτο της αυτοσυντήρησης δεν έκαμψε την απέχθεια της προς τα συντηρητικά που προφανέστατα είχε μέσα το φαγητό.

Η συμφωνία μας ήταν να μείνουμε έως ότου τελειώσουν οι προμήθειες. Μείναμε και μια μέρα παραπάνω τρώγοντας αγριόμηλα, πεταλίδες και αχινούς και χαζεύοντας τα δελφίνια που χοροπηδούσαν στα ανοικτά. Την τελευταία μέρα δώσαμε την υπόσχεση να μην πούμε σε κανέναν που είναι αυτό το μέρος. Μαζέψαμε τις σκηνές και αφήσαμε τον άνεμο της βροχής και το χρόνο να εξαφανίσουν τα ίχνη μας. Μόνο η ζωηρή όρεξη της αλεπούς θα την κάνει να μας περιμένει για κάνα δυο μέρες ακόμη, αλλά και αυτή θα μας ξεχάσει γρήγορα. Άλλωστε δεν μας έχει καμιά ανάγκη.