- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τι αλλάζει το νέο νομοσχέδιο για τις προστατευόμενες περιοχές
Η υπεύθυνη του WWF Ελλάς για το φυσικό περιβάλλον Ιόλη Χριστοπούλου μιλάει στην A.V.
Με αφορμή το νέο νομοσχέδιο για τις προστατευόμενες περιοχές, που πρόκειται να κατατεθεί στη Βουλή για ψήφιση, η A.V συνάντησε την Ιόλη Χριστοπούλου, υπεύθυνη του WWF Ελλάς για το φυσικό περιβάλλον, και είχε μαζί της μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη κουβέντα γύρω από τα θέματα προστασίας της φυσικής κληρονομιάς της χώρας μας.
Να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη μας με τον ορισμό των προστατευόμενων περιοχών. Τι είναι και γιατί είναι τόσο απαραίτητες;
Οι προστατευόμενες περιοχές είναι περιοχές που ξεχωρίζουν ανάμεσα σε άλλες εκτάσεις του πλανήτη καθώς δίνουν θέση προτεραιότητας στη φύση και στη διατήρηση συγκεκριμένων οικολογικών χαρακτηριστικών που είναι ιδιαίτερα και μοναδικά. Στις προστατευόμενες περιοχές δίνεται απαραίτητο καταφύγιο σε προστατευόμενα είδη, ενώ διατηρούνται οι βασικές λειτουργίες της φύσης, όπως η αντιπλημμυρική προστασία και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Παράλληλα οι προστατευόμενες περιοχές παρέχουν τη βάση για τόνωση της τοπικής οικονομίας με τη δημιουργία θέσεων εργασίας π.χ. στον τουριστικό τομέα και επιπλέον εισόδημα, π.χ. στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων.
Οι προστατευόμενες περιοχές είναι «απαγορευμένη ζώνη» για τον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του;
Στην αρχή της σύγχρονης ιστορίας των προστατευόμενων περιοχών κυριάρχησε η άποψη ότι θα πρέπει να είναι περιοχές αποκλειστικά αφιερωμένες στη φύση, άγριες περιοχές χωρίς παρουσία ανθρώπου. Ίσως σε κάποιες περιοχές του πλανήτη αυτό να μπορεί να συμβεί, όμως στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο και δη στην Ελλάδα αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο, καθώς αγνοεί τον δυναμικό ρόλο της ανθρώπινης παρουσίας στην εξέλιξη της πλούσιας βιοποικιλότητας που φιλοξενεί μια προστατευόμενη περιοχή.
Μέσα στα χρόνια όμως η προσέγγιση του αποκλεισμού των περιοχών από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες έχει περιοριστεί και προωθείται μόνο στην περίπτωση πυρήνων μεγαλύτερων εκτάσεων στις οποίες οι ανθρώπινες δραστηριότητες σταδιακά κλιμακώνονται ανά ζώνη προστασίας.
Στις περισσότερες προστατευόμενες περιοχές, παγκοσμίως πλέον, αυτό που απαιτείται είναι η διαχείριση, δηλαδή η ρύθμιση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Οι ρυθμίσεις αυτές μπορούν να είναι χωρικές, χρονικές, ή να αφορούν τον τύπο και την ένταση της δραστηριότητας.
Ποια είναι τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί μια περιοχή προστατευόμενη και πώς γίνεται ο σχεδιασμός της;
Τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας προστατευόμενης περιοχής είναι επιστημονικά, ο ορισμός δηλαδή των χαρακτηριστικών που πρέπει να προστατευτούν αλλά και θεσμικά, την επιλογή δηλαδή του επιπέδου προστασίας που θα δοθεί σε κάθε περιοχή. Άπαξ και οριστούν τα φυσικά χαρακτηριστικά που πρέπει να προστατευτούν , ο σχεδιασμός μίας προστατευόμενης περιοχής αφορά σε μεγάλο βαθμό τη διαχείρισή της, δηλαδή τον καθορισμό των ανθρώπινων δραστηριοτήτων με τρόπο που να είναι συμβατός με τον βασικό στόχο της προστασίας των σημαντικών οικολογικών χαρακτηριστικών της περιοχής. Οι ρυθμίσεις αυτές επιβεβαιώνουν ότι οι προστατευόμενες περιοχές, αν και μοιάζουν με άλλες, δηλαδή έχουν φυσικές εκτάσεις, βουνά, δάση, ποτάμια, και ανθρώπινες δραστηριότητες, διαφοροποιούνται επειδή έχουν πρωταρχικό στόχο τη διατήρηση των σημαντικών οικολογικών χαρακτηριστικών τους.
Η συνειδητοποίηση αυτής της διαφορετικότητας δεν είναι πάντοτε εύκολη και οδηγεί συνήθως σε αντιδράσεις ή συγκρούσεις όταν έρχεται η ώρα ορισμού των όποιων ρυθμίσεων
Πώς μπορεί λοιπόν να υπάρξει σωστός σχεδιασμός, χωρίς να προκαλούνται αντιδράσεις και προβλήματα. Έχετε κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα;
Για να μπορέσουν τα μέτρα προστασίας και διαχείρισης να σχεδιαστούν σωστά και να γίνουν αποδεκτά είναι κρίσιμη η συμμετοχή των τοπικών και άλλων εμπλεκόμενων φορέων στον σχεδιασμό τους. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Επιτροπής Συνδιαχείρισης της Γυάρου. Στη Γυάρο, ένα νησί ακατοίκητο, με οδυνηρή ιστορία ως τόπος εξορίας, η έρευνα αποκάλυψε τον μεγαλύτερο πληθυσμό μεσογειακής φώκιας της χώρας (και το 12% του παγκόσμιου πληθυσμού) και σημαντικούς πληθυσμούς ειδών ορνιθοπανίδας, στοιχεία που ήταν αρκετά για να χαρακτηριστεί ως περιοχή Natura 2000. Για τη διαμόρφωση των μέτρων διαχείρισης αυτής της περιοχής, συστάθηκε, στο πλαίσιο του προγράμματος Kυκλάδες LIFE, Επιτροπή στην οποία συμμετέχουν τοπικοί φορείς, όπως είναι οι δήμοι της Σύρου και της Άνδρου, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου και η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου, το Λιμενικό Σώμα, οι αλιευτικοί σύλλογοι των δύο νησιών, η Αναπτυξιακή Εταιρεία Κυκλάδων, το Επιμελητήριο Κυκλάδων αλλά και επιστημονικοί φορείς, το Μουσείο φυσικής Ιστορίας της Κρήτης, το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, και περιβαλλοντικές οργανώσεις, το WWF Ελλάς και η ΜΟm αλλά και τα καθ’ ύλην αρμόδια Υπουργεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.
Η Επιτροπή εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο συζητά και εμβαθύνει στις ιδιαιτερότητες της περιοχής Natura 2000. Έχει ήδη διατυπώσει ένα κοινό όραμα για την περιοχή και πλέον τα μέλη της έχουν συμφωνήσει σε προτάσεις μέτρων που στοχεύουν στην προστασία του φυσικού του πλούτου, ενώ παράλληλα συνδυάζουν την παρουσία του ανθρώπου με σεβασμό στην ιστορικότητα του τόπου. Η Επιτροπή Συνδιαχείρισης της Γυάρου αποτελεί πρότυπο αναφορικά με τον σχεδιασμό μιας προστατευόμενης περιοχής.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι τα μέλη της Επιτροπής, βλέποντας την προστιθέμενη αξία του συμμετοχικού τρόπου εργασίας κατά τον οποίο αναζητούνται προσεγγίσεις και λύσεις που θα ενισχύουν την προστασία και θα τροποποιούν και θα ρυθμίζουν, χωρίς να αποκλείουν, την ανθρώπινη δραστηριότητα, συμφώνησαν ότι θα ήθελαν αυτός ο τρόπος διακυβέρνησης να συνεχιστεί και στην εφαρμογή των μέτρων. Επιδιώκουν δηλαδή έναν ρόλο συν-διαχείρισης για την περιοχή.
Πράγματι, η συμμετοχική προσέγγιση στην εφαρμογή των μέτρων και την προσαρμογή των δράσεων έχει μεγάλη αξία, όπως καταδεικνύει η εμπειρία της Επιτροπής Διαχείρισης Υγρότοπου στην Πρέσπα που λειτουργεί εδώ και 10 χρόνια στη συνέχεια ενός έργου LIFE που είχε υλοποιηθεί. Στην Επιτροπή αυτή συμμετέχουν τοπικοί φορείς και εισηγούνται στον Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Πρεσπών τις προτάσεις τους αναφορικά με τη διαχείριση της στάθμη της λίμνης Μικρής Πρέσπας, και όλα τα υπόλοιπα ζητήματα διαχείρισης του υγροτόπου για την επόμενη χρονιά. Με τη συμμετοχική αυτή διαδικασία γεφυρώνεται η επιστημονική γνώση με την εμπειρία των τοπικών χρηστών ώστε να εξασφαλίζονται οι ανάγκες του υγρότοπου και η διατήρηση των ειδών που φιλοξενεί και παράλληλα να εφαρμόζονται βιώσιμες αγροτικές και αλιευτικές δραστηριότητες. Για αυτόν τον λόγο η Επιτροπή ήταν ανάμεσα στους τρεις τελικούς υποψηφίους ως βέλτιστη πρακτική για το βραβείο της ΕΕ NATURA 2000 στην κατηγορία της «συμφιλίωσης συμφερόντων και αντιλήψεων».
Στο νέο νομοσχέδιο η συνδιαχείριση στην οποία αναφερθήκατε εξασφαλίζεται;
Το αντικείμενο του νομοσχεδίου του ΥΠΕΚΑ που αναμένεται να προωθηθεί πολύ σύντομα στη Βουλή είναι η διοίκηση των προστατευόμενων περιοχών. Η συνδιαχείριση προϋποθέτει τη συμμετοχή όσων επηρεάζουν και επηρεάζονται από μια προστατευόμενη περιοχή, σε όλα τα στάδια λειτουργίας της. Αφορά, δηλαδή, τόσο στον σχεδιασμό μιας περιοχής, όσο και στην υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων προστασίας, τη συμμετοχή στις διαδικασίες διακυβέρνησής της, τη συνδρομή στη φύλαξη και επιτήρηση της, αλλά και στην κάρπωση των ωφελειών που απορρέουν από αυτήν. Η προσέγγιση αυτή αποτυπώνεται πολύ αδύναμα στο σχέδιο νόμου, το οποίο μάλιστα μειώνει τη συμμετοχή τοπικών και άλλων εμπλεκόμενων φορέων στη διαχείριση των περιοχών, μειώνοντας τον αριθμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του κάθε φορέα. Το σχέδιο νόμου προβλέπει την ίδρυση, μετά από απόφαση υπουργού, συμβουλευτικής επιτροπής ανά φορέα διαχείρισης. Ένας φορέας διαχείρισης θα πρέπει να μπορεί να συστήνει ο ίδιος τέτοιες πολύ-συμμετοχικές επιτροπές. Μάλιστα, με δεδομένο ότι η χωρική αρμοδιότητα των φορέων διαχείρισης επεκτείνεται σε πολύ μεγάλες εκτάσεις, θα ήταν προτιμότερο να συσταθούν περισσότερες τέτοιες Επιτροπές, π.χ. για ομάδες νησιών στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, στο πρότυπο της Επιτροπής Συνδιαχείρισης της Γυάρου. Η προσέγγιση που προκρίνει το σχέδιο νόμου θα πρέπει να ιδωθεί μόνο ως ένα μικρό βήμα στην κατεύθυνση της συνδιαχείρισης και όπως τόνισαν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις στις παρατηρήσεις που κατέθεσαν θα πρέπει να ενισχυθεί. Μέσα στα χρόνια η αξία των επιτροπών αυτών θα αναδειχθεί και τελικά η έννοια της συν-διαχείρισης θα ενισχυθεί περισσότερο.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου οι φορείς διαχείρισης αυξάνονται και αυτό είναι θετικό. Ωστόσο τα οικονομικά της χώρας και οι μνημονιακές υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν την αντίστοιχη αύξηση εργαζομένων. Συνεπώς μήπως είναι δώρο άδωρο;
Η διατήρηση του σχήματος των φορέων διαχείρισης, η αύξησή τους από 28 σε 35 και η επέκταση της χωρικής τους αρμοδιότητας, ώστε να καλύπτουν σχεδόν όλες τις περιοχές Natura 2000, αντί του 25-30% που κάλυπταν μέχρι σήμερα είναι πράγματι στα θετικά του σχεδίου νόμου. Θετικό επίσης, ότι παρά τη συγκυρία, για πρώτη φορά μπαίνει πρόβλεψη για ένταξη των δαπανών των φορέων διαχείρισης στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος. Όμως, το σχέδιο νόμου δεν προβλέπει τη μόνιμη οργάνωση των φορέων. Περιγράφει μόνο μία μεταβατική λειτουργία. Με τους ίδιους πόρους και το ίδιο προσωπικό, εφόσον υπάρξει κάποια νόμιμη πρόβλεψη για την παράταση των συμβάσεων τους, θα πρέπει να καλυφθούν πολύ μεγαλύτερες ανάγκες. Αυτό είναι βασική πηγή ανησυχίας. Το σχέδιο νόμου έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη διοίκηση των προστατευόμενων περιοχών και θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι θα λύσει χρόνια προβλήματα λειτουργίας των φορέων διαχείρισης, αντί να δημιουργήσει περισσότερα.
Η Ελλάδα είναι μία χώρα πλούσια σε βιοποικιλότητα, πιο πλούσια σε «φυσικό πλούτο» σε είδη και ποικιλία ειδών, από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό σημαίνει ότι έχει αυξημένη ευθύνη για τη διατήρηση της. Τόσο το Υπουργείο Περιβάλλοντος, όσο και οι επιτηρητές θεσμοί της οικονομίας, θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι η Ελλάδα θα έχει την πολιτική στήριξη και τους απαραίτητους πόρους, για να προστατέψει τη μοναδική ελληνική φύση, ως μέρος της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας φυσικής κληρονομιάς.
Πώς σχολιάζετε τις προτάσεις για «εμπορευματοποίηση» των προστατευόμενων περιοχών, όπως κάτι τέτοιο διαφαίνεται και μέσα από την πρόσφατη σχετική έρευνα της Διανέοσις;
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες των προστατευόμενων περιοχών διακρίνονται σε βασικές και σε άλλες πιο ειδικές. Οι βασικές ανάγκες αφορούν τα στοιχειώδη για να μπορέσουν να λειτουργήσουν αποδοτικά, δηλαδή τη διοικητική λειτουργία των σχημάτων διαχείρισης (προσωπικό, εξοπλισμός, κοκ), και την υλοποίηση των απαραίτητων δράσεων προστασίας, διαχείρισης, επιστημονικής παρακολούθησης, ενημέρωσης και φύλαξης. Η κάλυψη αυτών των αναγκών πρέπει να είναι σταθερή, επαρκής και εξασφαλισμένη σε βάθος χρόνου. Η μόνη τέτοια πηγή χρηματοδότησης είναι η ένταξη στον τακτικό προϋπολογισμό και σε άλλες δημόσιες ενισχύσεις. Για αυτό κρίνουμε θετικά τη σχετική αυτή πρόβλεψη από το σχέδιο νόμου του ΥΠΕΝ.
Από εκεί και πέρα, η έρευνα της Διανέοσις, όπως και το κείμενο διαλόγου του WWF Ελλάς (2011) αλλά και το σχετικό πόρισμα του εθνικού διαλόγου για τις προστατευόμενες περιοχές (2014), εξετάζει επιπλέον πηγές χρηματοδότησης, οι οποίες μπορούν να δρουν, μόνο συμπληρωματικά, καλύπτοντας τις πιο ειδικές ανάγκες των προστατευόμενων περιοχών. Οι εναλλακτικές αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν πηγές όπως, εισιτήρια συμμετοχής σε δραστηριότητες και ξεναγήσεις, χρεώσεις για δραστηριότητες αναψυχής και τουρισμού, ή παράβολα και τέλη χρήσης φυσικών πόρων αλλά και μέρος των προστίμων για περιβαλλοντικές παραβιάσεις. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει πρώτα από όλα να είναι σύμφωνες με την προστασία της κάθε περιοχής και στο πλαίσιο των δράσεων που θέτει το σχέδιο διαχείρισης της εκάστοτε περιοχής. Η αναζήτηση των εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης δεν θα πρέπει να αναιρεί τον ρόλο και τον χαρακτήρα των φορέων διαχείρισης που τελικά θα λαμβάνουν τους πόρους ούτε και να τους αποπροσανατολίζει από τον κεντρικό ρόλο προστασίας και διαχείρισης της περιοχής. Τέλος, η όποια δράση και εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης δεν θα πρέπει να είναι ανταγωνιστική στις δραστηριότητες αξιοποίησης της προστατευόμενης περιοχής από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες της εκάστοτε περιοχής.