Περιβαλλον

Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Ρύπων

Αναθεώρηση μετά από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων

Βασιλική Γραμματικογιάννη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ETS) είναι ένα εργαλείο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται για αγοραπωλησία δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα, γι’ αυτό ονομάζεται και χρηματιστήριο ρύπων. Με απλά λόγια το σύστημα αυτό ορίζει τις ετήσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που επιτρέπεται να έχει η κάθε ρυπογόνος εταιρεία.  Αν αυτό το όριο ξεπεραστεί, τότε η εταιρεία θα πρέπει να μειώσει τις εκπομπές της ή να αγοράσει δικαιώματα από μια άλλη εταιρεία η οποία έχει πλεόνασμα. Δηλαδή έχει λιγότερες εκπομπές μέσα στη χρονιά και δεν επιθυμεί να τις κρατήσει ως απόθεμα για την επόμενη. Με αυτό τον τρόπο το ETS δημιουργεί οικονομικά κίνητρα για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Συνεπώς συντελεί και στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.

Μετά από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων στην ΕΕ, το σύστημα εμπορίας εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αναθεωρήθηκε κάτι που «θα συμβάλει στην υλοποίηση της Συμφωνίας των Παρισίων για την μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου, κατά 40%, έως το 2030, σε σχέση με το 1990», αναφέρει σε ανακοίνωση του το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την νέα συμφωνία της ΕΕ η οποία υπερψηφίστηκε από τα κράτη μέλη, εκτός από την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Κροατία.

Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ η νέα Οδηγία ρυθμίζει κάποιες ανισορροπίες του συστήματος, με περαιτέρω μέτρα για την ενίσχυση του αποθεματικού σταθερότητας της αγοράς. Στόχος των αλλαγών είναι να μειωθεί η υπερπροσφορά δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καθώς και μέτρα για την προστασία της ανταγωνιστικότητας παραγωγικών κλάδων από το άμεσο και έμμεσο κόστος άνθρακα.

Το ΥΠΕΝ αναφέρει ότι η νέα Οδηγία είναι ένα σημαντικό βήμα για την περεταίρω ενίσχυση του μηχανισμού που θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και την υποκατάσταση τους από καθαρές πηγές ενέργειας. «Η χώρα μας επεδίωξε την ολοκλήρωση της συμφωνίας, ουσιαστικά και χωρίς αστερίσκους, με γενναία μείωση των εκπομπών».

Για την Ελλάδα έχει προστεθεί ειδικό άρθρο το οποίο προβλέπει τη δημιουργία ειδικού ταμείου για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος. Η χώρα μας εξασφάλισε χρηματοδότηση από τα έσοδα εκπλειστηριασμού 25 εκ. δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τα οποία αναμένεται να αποφέρουν έσοδα 500 εκατομμυρίων ευρώ για τη δεκαετία 2021-2030.

Τα έσοδα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για τη συγχρηματοδότηση (σε ποσοστό 60%) υποδομών για την διασύνδεση με το ηπειρωτικό δίκτυο, των μη διασυνδεδεμένων νησιών, ιδίως έτσι ώστε να αποσυρθούν οι πετρελαϊκές μηχανές εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιούνται σήμερα. Αυτό θα μειώσει το κόστος παραγωγής του ηλεκτρισμού στα νησιά αυτά (το οποίο σήμερα είναι πολλαπλάσιο του κόστους παραγωγής στο ηπειρωτικό σύστημα), αλλά και το κόστος των αντίστοιχων χρεώσεων στα τιμολόγια, θα επιτρέψει την εκμετάλλευση των ΑΠΕ (αφού θα δώσει τη δυνατότητα εγκατάστασής τους και σύνδεσής τους με το δίκτυο), θα μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, θα μειώσει την αέρια ρύπανση και θα επιτρέψει τη συμμόρφωση, μεταξύ άλλων, με τις Οδηγίες για τη Βιομηχανική Ρύπανση και για τις Μεσαίου Μεγέθους Εγκαταστάσεις Καύσεις.

Κατά τη διαδικασία διαπραγμάτευσης και διαμόρφωσης της Οδηγίας απορρίφθηκαν οι προτάσεις που εξαιρούσαν τη βιομηχανία οικοδομικών υλικών από τους κλάδους που ενισχύονται, επειδή είναι ευάλωτοι σε «διαρροή άνθρακα», δηλ. στον ανταγωνισμό από βιομηχανίες χωρών που δεν συμπεριλαμβάνονται στο σύστημα εμπορίας ETS. Οι προτάσεις αυτές θα είχαν εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική βιομηχανία οικοδομικών υλικών (τσιμεντοβιομηχανία, κεραμοποιίες, ασβεστοποιίες κλπ.) αφού, λόγω της γεωγραφικής μας θέσης, οι ελληνικές βιομηχανίες σε αντίθεση με το μέσο όρο της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής βιομηχανίας, έχουν εξαγωγικό χαρακτήρα.

Τέλος, εξασφαλίστηκε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα προβεί σε μονομερείς ενέργειες αλλά θα αναμένει τις πρωτοβουλίες του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού για τα μέτρα μείωσης εκπομπών αναφορικά με τη διεθνή ναυτιλία, παρά τις ισχυρές πιέσεις για το αντίθετο. Το ζήτημα αυτό είχε θεωρηθεί εξαρχής καθοριστικής σημασίας καθόσον οι ρυθμίσεις περιφερειακού χαρακτήρα είναι αναποτελεσματικές και, παράλληλα, υπονομεύουν τα συμφέροντα και την πρωτοκαθεδρία της Ελληνικής ναυτιλίας αφού οδηγούν σε αλλαγή σημαίας. Αντίθετα, η λήψη μέτρων από το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό διασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή σε όλα τα πλοία ανεξαρτήτως σημαίας, διασφαλίζοντας τον υγιή ανταγωνισμό και την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος.